Κεφάλαιο 3

939 53 10
                                    

         «Για πες. Είναι καμία μυστική αποστολή; Θα πεθάνει κανείς;», με ρώτησε χαχανίζοντας.

          Ναί, η Φένια.

         «Γιατί μιλάς τόσο δυνατά, να πάρει. Ε; Δε φοβάσαι μη σε πιάσει κανείς;», ρώτησα.

         « Όχι ιδιαιτέρως. Ορίστε πάρε», είπε δίνοντάς μου τη φωτογραφική μηχανή με ένα χαμόγελο.

         «Τέλος πάντων, ευχαριστώ», μουρμούρισα αποφεύγοντας την οπτική επαφή.  Σκέφτηκα να φύγω. Ωραία είμασταν μέχρι εκεί. Τώρα τι θα γινόταν ήταν το θέμα... Ακόμα με κοιτούσε. Το κρύο δε με άφηνε να σκεφτώ ήρεμα.

          «Ε... δε πιστεύω να είσαι της ασφάλειας;», ρώτησα. Βλακείες ερωτήσεις κάνεις, σκέφτηκα.

          «Δηλαδή αν ήμουν, νομίζεις οτι θα σε έπιανα;», στράβωσε το κεφάλι του.

          «Τί να σου πώ...», είπα αμήχανα και έκανα να φύγω.

         «Ει περίμενε, δε μου είπες το όνομά σου».

          «Τί σημασία έχει;», ρώτησα χωρίς να περιμένω απάντηση απαραίτητα. Αυτός γέλασε λίγο και μετά σοβάρεψε και με κοίταξε ξανά. Σκέφτηκα λίγο γιατί δεν ήμουν σίγουρη τι να πώ. Ίσως αν έλεγα ψέμματα;

         «Μιράντα», είπα έπειτα από λίγη σκέψη πείθοντάς με οτι θα ήταν εντάξει.

         «Κρίς, χάρηκα!», φώναξε λίγο πιό δυνατά μιας και είχα αρχίσει να απομακρύνομαι.

          Απλά κούνησα το χέρι μου σα χαιρετισμό αλλά δεν είμαι σίγουρη αν το είδε ποτέ, λόγω της σκοτεινιάς. Αυτό σίγουρα ήταν απο τις πιό άβολες εμπειρίες που είχα.

                                   --------------------------------------------------------------------------

        'Εκλεισα τη πόρτα απότομα και με δύναμη και η Φένια που είχε αποκοιμηθεί στο καναπέ πετάχτηκε όρθια. Με αυτή της την κίνηση, τα ήδη χαλαρά πιασμένα ξανθά μαλλιά της λύθηκαν και έπεσαν στους ώμους της. Πάντα είχα την εντύπωση ότι ήταν πιό όμορφη από εμένα αλλά αυτό δε με πείραζε καθόλου. Τα αγουροξυπνημένα γαλάζια μάτια της με κοίταζαν με έκπληξη.

        Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα για να θυμηθεί  ότι βρισκόταν στο σαλόνι του διαμερίσματός μου και τι με είχε βάλει να κάνω. Όταν το έκανε, άρχισε τις αναμενόμενες ερωτήσεις τύπου τί έγινε, γιατί άργησα και αν ολοκλήρωσα την πρόκλησή της.

        Οι προκλήσεις ήταν κάτι φυσιολογικό για εμάς πλέον. Από το δημοτικό έως και τα φοιτητικά  μας χρόνια βάζαμε προκλήσεις η μία στην άλλη. Αυτό άρχισε όταν στο δημοτικό αισθανόμουν απαίσια και η Φένια μου έβαζε διάφορα πράγματα να κάνω. Έλεγε ότι μέχρι να τα κάνω ο πόνος θα είχε φύγει και κατά ένα μέρος ήταν αλήθεια. Πραγματικά ξεχνούσα για λίγο τα προβλήματά μου. Έτσι μου έβαζε συνέχεια δοκιμασίες και μετά απλά της το έκανα και εγώ όταν ένιωθε εκείνη άσχημα. Μερικές φορές μπλέκαμε και τον Λίαμ σε αυτή την ιστορία αλλά αυτο γινόταν πιό σπάνια, δεν είχε όρεξη έλεγε.

       Η Φένια απλά είχε εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι ο αδελφός της ήταν φύλακας σε ένα από τα καλύτερα γήπεδα της χώρας. Φυσικά και ο ίδιος δε θα αρνιόταν πρόκληση της Φένιας να πραγματοποιηθεί, ήξερε και αυτός τον σκοπό τους. Νόμιζε ότι ο Λίαμ θα με έβαζε μέσα στο γήπεδο και όλα καλά. Έλα όμως που είχε άδικο.

Χτυποκάρδια στις κερκίδεςWhere stories live. Discover now