Χτύπησα τις μαύρες μου γόβες μεταξύ τους και ακούστηκε ένα κλακ. Ήταν γυαλιστερές, λίγο ψηλές και... της Φένιας. Αναστέναξα. Καθόμουν ώρες στο γραφείο μου και σε 10 λεπτά θα σχολούσα. Φορούσα ένα, αμήν τι άλλο, σεμνό ζαχαρί φορεματάκι μέχρι το γόνατο, διαλεγμένο με υψίστη προσοχή. Ευγενική χορηγία κι αυτή. Δηλαδή όχι και τόσο ευγενική εδώ που τα λέμε. Ξέρω πως ακούγεται. Να παίρνω όλα τα ρούχα της κολλητής μου για μια έξοδο. Αλλά... νιώθω πως αν δεν τα φορούσα ο κόσμος θα είχε μείον ένα άνθρωπο.
Το είχα σκεφτεί πολλές φορές αυτό που θα γινόταν σήμερα, με τον Κρίστιαν. Κι αν με έβλεπαν οι συνάδελφοί μου μ' αυτόν; Κι αν τον αναγνώριζαν; Αλλά μετά σκεφτόμουν πως ίσως να ήταν και ενδιαφέρον.
«Α, Άνταμ, τώρα σε είδα, με ξάφνιασες», είπα. «Καφέ έφερες; Σε λίγο σχολάμε».
Πότε είχε μπει χαμπάρι δεν είχα πάρει. Κράταγε δύο καφέδες και τον έναν τον έδωσε σε μένα. Μμ, καπουτσίνο.
«Ποτέ δεν είναι αργά. Απλώς περνούσα από την καφετέρια και σας σκέφτηκα», μου έκλεισε το μάτι και μετά γύρισε στη Βικτόρια. «Πήρα και για σένα Βικ».
Το ότι η Βικτόρια δεν αντέδρασε καθόλου στο άκουσμα αυτού του παρατσουκλιού με έβαλε σε σκέψεις βαθιές. Απλά πήρε τον καφέ και συνέχισε τη δουλειά της. Λες και υπήρχε τίποτα σοβαρό να τελειώσει τα τελευταία λεπτά.
Υπήρχε μια αμήχανη σιγή και μετά ο Άνταμ ρώτησε, «Θα δείτε τα πυροτεχνήματα σήμερα;». Μα τόσο σπουδαία ήταν αυτά τα πυροτεχνήματα πια;
«Όχι», απαντήσαμε η Βικτόρια και εγώ ταυτόχρονα. Αμέσως ο Άνταμ πετάχτηκε.
«Τι; Ποιος φούρνος κάηκε; Πλακώσανε οι εξωγήινοι; Συνωμοτεί το σύμπαν; Γιατί συμφωνείτε εσείς οι δύο; Μπορείτε να μου πείτε δεν θα το πω σε κανέναν, αλήθεια», είπε ψιθυρίζοντας τις τελευταίες φράσεις. Μη παίρνοντας απάντηση συνέχισε «Τότε... θέλετε να πάμε όλοι μαζί, μια παρεούλα;».
«Όχι!», είπαμε μαζί πάλι. Αυτό μου έμενε. Να μάθαιναν όλοι με ποιόν θα ήμουν. Τι ξαφνική εκδήλωση συναισθημάτων ήταν κι αυτή από τη Βικτόρια;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μόλις βγήκα από την είσοδο, πήρα βαθιές ανάσες. Ας μη τον έχει παρκάρει μπροστά. Ας μη τον έχει παρκάρει μπροστά. Ας μη... Το είχε παρκάρει μπροστά!! Μάλιστα καθόταν και πάνω στη πόρτα που έβλεπε το πεζοδρόμιο με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος! Τα μαλλιά από 'δώ κι από 'κεί όπως πάντα και περίμενε με ένα αόριστο βλέμμα κοιτώντας ποιος ξέρει που. Τρελάθηκα! Επικεντρώθηκα στο ντύσιμο για λίγο. Φορούσε ένα μπλε μπλουζάκι με μαύρο σακάκι και μαύρο τζιν με παπούτσια με άσπρη σόλα. Στηριζόταν στο μαύρο του αμάξι. Είχε φιμέ τζάμια, τουλάχιστον δεν θα φαινόμουν από μέσα.
Υπήρχε ακόμα φως στη μέρα οπότε υπήρχε κίνδυνος να τον αναγνωρίσουν όσο περισσότερο καθόταν εκεί πέρα. Μαζί με μένα μετά. Έπρεπε να δράσω και μάλιστα αμέσως. Έβαλα την τσάντα μπροστά από το πρόσωπό μου με γρήγορες κινήσεις και κατευθύνθηκα προς το μέρος του σιγοτρέχοντας.
«Γειά!», είπα.
«Μ... Μιράντα;», έφτασε η ώρα να κατεβάσω τη τσάντα και να χωθώ στο αμάξι.
«Α, μπορείς να με φωνάζεις και Μίρα αν θες», είπα λες και αυτό ήταν το πρόβλημα.
«Και εσύ Κρις, τότε», με κοίταξε σκεφτικός και έπειτα πλησίασε το αυτί μου και μου ψιθύρισε, «Τι έγινε; Ποιος μας παρακολουθεί;».
«Α! Την τσάντα εννοείς;», γέλασα δυνατά και κοίταξα δήθεν τον ουρανό. «Και 'γώ που νόμιζα ότι βρέχει». Να τα! Τα μπάλωσα τα πράματα. Έτσι είπα μπας και πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είπα βλακεία πάλι. Να ήταν χειμώνας κάπως πιο πειστικό θα ακουγόταν, αλλά μες το κατακαλόκαιρο... Σας υπόσχομαι ότι είμαι πολύ καλύτερη στις δικαιολογίες. Ευτυχώς γέλασε κι αυτός και μου άνοιξε τη πόρτα σαν άντρας.
«Ορίστε», είπε, έφυγε μπροστά από τη πόρτα και μου την άνοιξε. Φυσικά και θα έμπαινα, τρέχοντας μάλιστα. Αλλά προτού το κάνω αυτό τον κοίταξα καλά καλά. Τα καστανιά μάτια ήταν ακόμη στη θέση τους και μετά πρόσεξα και κάτι άλλο. Δύο μικρά λακκάκια στα μάγουλα καθώς χαμογελούσε. Μπήκα μέσα γρήγορα και μετά από λίγο κάθισε δίπλα μου στη θέση του οδηγού.
«Ζεσταίνεσαι; Κάτσε να ανοίξω τα παράθυρα».
«Όχι, όχι! Μα τι λες. To αυτοκίνητο είναι πολύ δροσερό. Δε χρειάζεται ακόμη», είπα και ύψωσα τον τόνο της φωνής μου κατά λάθος. Ουπς.
«Yes, sir!», είπε και γέλασα από μέσα μου. Έπρεπε να θυμηθώ να τον ψάξω στο google μετά, όλο και κάποιο κουτσομπολιό θα έχει, σκέφτηκα ξαφνικά. «Λοιπόν που πάμε;».
«Αν δε με απατά η μνήμη μου, για κέντρο δεν είχαμε πει;».
«Όντως. Μήπως προτιμάς το Δασάκι;». Το μυαλό μου άρχισε να στροφάρει. Το Δασάκι ήταν ένα μέρος δίπλα από το κέντρο μέσα στη πόλη, αλλά δεν επιτρέπονταν αυτοκίνητα μέσα. Υπήρχαν πολλοί πεζόδρομοι ανάμεσα στα εκατοντάδες δέντρα θυμήθηκα ξαφνικά. Είχα μόνο κάποιες θαμπές αναμνήσεις γιατί είχα πάει κανά δύο φορές τα προηγούμενα χρόνια. Μ' άρεσε καλύτερα από το κέντρο. Δεν ήμουν σίγουρη όμως ότι ήθελα να πάω εκεί με τον Κρίστιαν. Αν και, όταν το ξανασκέφτηκα δεν θα είχε και τόσο κόσμο, άρα μικρότερη περίπτωση αναγνωσιμότητας. «Γιατί τελικά εγώ το προτιμώ».
«Ό,τι θες«, σήκωσα τους ώμους.
KAMU SEDANG MEMBACA
Χτυποκάρδια στις κερκίδες
RomansaΟ Κρίστιαν, διάσημος ποδοσφαιριστής, και η Μίρα συναντιούνται εντελώς τυχαία. Αυτή δεν το γνωρίζει τότε, όμως όταν ξανασυναντιούνται όλα είναι διαφορετικά. Τι γίνεται ενώ όταν όλα ήταν ήρεμα γνωρίζεις κάποιον που σου κάνει την ζωή άνω κάτω; Όταν το...