Οι αλυσίδες δεν είχαν σπάσει. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να τις σπάσω. Έδωσα το διαβατήριο μου στον έλεγχο και έψαχνα το ζευγάρι των ματιών του Στέφαν. Δεν ήταν όμως πουθενά. Πουθενά. Ίσως να μην ήξερε καν πως θα φύγω. Μπορεί να του είπε η Άνελιζ, μπορεί και όχι. Της είπα να κάνει ό,τι θέλει. Εξαλλου δεν είχε σημασία.
Ήθελα να τρέξω. Να τρέξω μακριά. Άρχισα να βαριανασαίνω."Είστε καλά;", με ρώτησε μία γυναίκα.
"Όχι είμαι εντάξει."
"Μήπως να φωνάξω έναν γιατρό;"
Ήμουν άρρωστη. Το ένιωθα. Το σώμα μου. Με άφηνε.
"ΓΙΑΤΊ ΘΕΈ ΜΟΥ ΝΑ ΠΛΗΡΏΝΩ ΤΈΤΟΙΑ ΒΆΣΑΝΑ; ΓΙΑΤΊ ΝΑ ΜΟΥ ΦΕΡΘΕΊ ΈΤΣΙ; ΣΑΝ ΠΡΊΓΚΙΠΑ, ΣΑΝ ΘΕΌ ΤΟΝ ΕΊΧΑ. ΈΦΤΥΝΑ ΑΊΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΚΑΛΆ. ΤΙ ΈΚΑΝΑ ΛΆΘΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΈΣΤΡΕΨΑ ΌΛΑ;"
Τότε κόπηκαν τα πόδια μου. Δεν με άντεξαν άλλο. Έπεσα κάτω στο πάτωμα και χτύπησα το κεφάλι μου. Άρχισε να πονάει και τα μάτια μου έκλειναν, δεν μπορούσα να τα κρατήσω άλλο ανοιχτά.
Την επόμενη φορά που τα άνοιξα ήμουν σε ένα δωμάτιο με λιγοστό φως. Ήμουν μόνη και απροστάτευτη για ακόμη μία φορά. Παίρνω όμως πίσω τα λόγια μου όταν βλέπω μπροστά την Ελίζαμπεθ."Μαμά..."
"Ναι κορίτσι μου."
"Ο Στέφαν...είναι καλά;"
"Να ήξερα πως θα αλλάζετε ρόλους και ποτέ δεν θα επέτρεπα να γίνει αυτός ο γάμος."
"Μαμά είναι καλά;"
"Δεν ξέρω ψυχή μου, δεν ξέρω..."
"Μου λείπει μαμά. Βοήθησέ με."
"Αχ κοριτσάκι μου. Γιατί να φτάσεις στο σημείο που είσαι. Εσύ; Που άκουγες για αγόρια και τρόμαζες;"
"Μαμά τον ερωτεύτηκα και δυστυχώς τον αγάπησα. Και τον αγαπώ ακόμα. Πρέπει να τον βρω.", είπα με έναν κόμπο στον λαιμό.
"Ιζαμπέλ αυτός ο κύκλος έχει τελειώσει. Πρέπει να συνεχίσεις επιτέλους τη ζωή σου όπως την συνέχισε και εκείνος! Είσαι στην Ιταλία για τον Θεό και θα σκέφτεσαι το παρελθόν σου ενώ το μέλλον σου προορίζεται μεγάλο;"
"Πού είμαι;", είπα και συνήλθα κατευθείαν.
Ιταλία. Μία λέξη είναι το φάρμακο μου. Δεν χρειάζεται κανένας να μου πει τίποτε άλλο για να νιώσω καλά. Εδώ και τόσα χρόνια, το ίδιο πράγμα.
Πουλούσα τη ζωή μου για να ζήσω στην Ιταλία, για να πάω σε μία δραματική σχολή, να ζω την ζωή που ονειρεύομαι. Και ήρθε αυτή η ώρα μετά από αρκετά χρόνια.
Παρόλα αυτά εξακολουθώ να μην νιώθω έτοιμη. Να φοβάμαι. Να διστάζω. Να δειλιάζω να ζήσω το μεγαλύτερό μου όνειρο εξαιτίας του. Εγώ. Εγώ που κάποτε δεν ήθελα να ακούω το όνομά του. Εγώ που τον μισούσα. Εγώ που τον πίστεψα πως με αγαπούσε αλλά δεν το έκανε ούτε μία στιγμή. Εγώ που υπέκυψα στον έρωτα.
Να με άκουγα μερικά χρόνια πριν και δεν θα ήθελα να με γνωρίζω. Που έχω φτάσει επιτέλους. Να τα βλέπω όλα μαύρα ενώ όλα λάμπουν. Να έχω χάσει το γέλιο μου ενώ η ζωή είναι όμορφη. Να υπάρχω χωρίς να ζω. Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει κάποιος. Κι όμως το έκανα εγώ. Και μία μέρα θα γελάω με τα χάλια μου ενώ θα έχω καταφέρει πολλά. Θα τα έχω καταφέρει. Θα τον έχω ξεχάσει, θα τον έχω ξεπεράσει, θα είναι για εμένα πια παρελθόν. Από σήμερα.
Σηκώθηκα και άνοιξα τα παντζούρια. Βγήκα στο μπαλκόνι του σπιτιού και είδα την εκκλησία της Φερράρας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας κυκλοφορούσαν γύρω από αυτή. Κάποτε και εγώ ήμουν εκεί κάτω. Έκανα βόλτες, ατελείωτες βόλτες. Βόλτες που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Βόλτες στις οποίες η Ελίζαμπεθ δεν ήταν για εμένα μαμά, αλλά οτιδήποτε άλλο.Πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε.
Και άλλα πόσα θα αλλάξουν από εδώ και μπρος.
Ναι με ακόμα ένα κεφάλαιο είμαι εδώ και σήμερα, μικρότερο από το προηγούμενο διότι ήταν οι σκέψεις τις Ιζαμπέλ οι οποίες δεν γίνεται να αναλυθούν περαιτέρω. Τα bonus part θα τελειώσουν στα 30 so stay tuned.
Φιλιά,
Νικόλ ❤