Μια νύχτα άγρια σκοτεινή ,πνιγμένη στη μοναξιά, ήσυχη χωρίς φωνές να τη στολίζουν... Τότε αφέθηκε. Τότε τον θυμήθηκε. Μες στη βουή του ανέμου μες τις σταγόνες της βροχής. Μέσα στο χάος. Θυμήθηκε το καλοκαίρι τους. Το καλοκαίρι εκείνο, το όμορφο και το ζεστό. Λουσμένο στα φιλιά, χαμένο μέσα στα κρυστάλλινα νερά της θάλασσας. Αυτό τους έδεσε. Ένα καλοκαίρι και ύστερα λύθηκαν έτσι απλά. Την είχε προειδοποιήσει μα εκείνη τον ακολουθούσε τότε τυφλή σαν να άκουγε μόνο τη μελωδία της φωνής του... Ποτέ τους στίχους. Της είπε να ξεχάσει. Να ξεχάσει ένα καλοκαίρι. Το πιο όμορφο καλοκαίρι της ζωής της. Κανείς δεν ξέχασε ποτέ το καλοκαίρι του. Γιατί αυτοί? Γιατί έπρεπε να ξεχάσουν? Πώς το άντεχε? Είναι τόσο σκληρός στα αλήθεια? Όχι, ποτέ δεν ήταν. Στην αγκαλιά της σαν βελούδο έπεφτε το κορμί του ανυπόμονο. Τα χέρια του με προσοχή την τύλιγαν να μην την πονέσουν. Τα χείλη της δροσίζονταν σαν να ήταν εκείνος η βροχή και αυτή το μπουμπούκι που διψά επάνω στο κλαδί. Τα λόγια του γλυκά ήταν πάντα σαν και το χαμόγελο του. Μα ήταν μόνο τότε. Το καλοκαίρι.
Τον έχασε την τελευταία μέρα σε εκείνο το νησάκι. Εκείνη την μέρα που δεν τον αναγνώριζε. Δε χαμογέλασε, δεν την φίλησε το πρωί σαν άνοιξε τα μάτια. Δεν ήθελε να την αγκαλιάσει. Τα χέρια του σφιχτά την έπιασαν και της άφησαν σημάδια. Σημάδια στο κορμί και την καρδιά. Γλυκά δεν ήτανε τα λόγια του. Πικρά συνοδευμένα από φωνές είχανε γίνει. Ποτέ του δεν της μίλησε έτσι. Έσπασε ό,τι είχανε δικό τους. Έσκισε φωτογραφίες. Δεν ήθελε να μείνει ούτε η στάχτη από όσα ζήσανε. Χάλασε εκείνη την ζωγραφιά του. Ήταν εκείνη. Την είχε σχεδιάσει σε ένα λευκό μεγάλο χαρτί. Πόσο όμορφο πορτρέτο. Πληγώθηκε εκείνη πολύ. Δεν ήταν εκείνος τότε. Τα φτερά της έκλεισαν μεμιάς και προσγειώθηκε απότομα και χτύπησε. Της ζήτησε όμως ένα «συγγνώμη» .Πολύτιμο για αυτή. Θα το κρατήσει σαν φυλαχτό. Ένα συγγνώμη και ύστερα της ζήτησε να ξεχάσει το κάθε λεπτό από το καλοκαίρι τους. Ήταν σημαντικό για εκείνον είπε. Ήταν για το καλό και των δυο. Δεν την ενδιέφερε το δικό της μα το δικό του όσο τίποτε άλλο. Του υποσχέθηκε πως θα το έκανε. Για το καλό του. Τον κοίταξε δακρυσμένη. Του είπε να φύγει αν το θέλει. Μα αυτός έμεινε εκεί και πάλι λύγισε. Λύγισε πάλι κοντά της. Την άγγιξε ξανά απαλά και την έκλεισε στα χέρια του να ησυχάσει. Δεν έβγαλε ούτε λέξη μα τον ένιωθε. Τον είχε μάθει πια. Άκουγε την καρδιά του που χτύπαγε σαν τρελή. Της ζήτησε να τον συγχωρέσει και να μην μιλήσει ποτέ για εκείνον ,όπως της είχε ζητήσει . Αν τον αγαπούσε είπε όπως την αγάπησε να μη μιλούσε να μην τον αναζητούσε ,να μην τον σκεφτόταν. Της τόνισε ότι δεν θα τους άρεσαν οι συνέπειες. Τον ένιωθε να τρέμει. Τον ένιωθε αδύναμο. Πάντα ήξερε τι θέλει ,τι σκέφτεται ,τι αισθάνεται. Ποτέ όμως δεν κατάλαβε τι τον έκανε να κρατήσει το καλοκαίρι τους κρυφό, να την ρωτήσει αν θα αντέξει. Ήταν ερωτευμένος μα σαν απαγορευόταν για εκείνον.
YOU ARE READING
Μόνο ένα καλοκαίρι #SBC2018 #WCC
RomanceΠώς μπόρεσε η καρδιά του να χτυπήσει έτσι; Τόσο αρμονικά, τόσο γαλήνια... Ήξεραν άραγε τα σκληρά βαμμένα με αίμα χέρια του να αγκαλιάσουν; Ήξεραν τι είναι ο έρωτας; Ήξεραν άραγε το τρόπο να μην πληγώσουν εκείνη τη μικρή με το όμορφο χαμόγελο... Εκεί...