1η Σεπτέμβρη. Οι πρώτες ώρες της ημέρας... ξημερώματα κι εκείνος άνοιξε τα μάτια του, την κοίταξε ανέκφραστος και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τελείωσαν όλα! Μην την πλησιάσεις. Θα πονέσει πολύ αυτό Κρις! Άφησέ την! Μπορείς να το κάνεις. Σηκώθηκε. Για πρώτη φορά ξύπνησε στο πλάι της και δεν τη φίλησε, δεν την άγγιξε ,δεν έκανε την παραμικρή κίνηση προς το μέρος της. Ετοίμασε στα γρήγορα τα πράγματά του και προσπάθησε να φάει κάτι μα μάταια. Δεν πήγαινε τίποτε κάτω. Ετοίμασε και τις δικές της βαλίτσες, όσο μπορούσε ,μα την ξύπνησε άθελά του. τον αντίκρισε μέσα από τα θολά της μάτια να μαζεύει τα ρούχα της και να τα τακτοποιεί στη βαλίτσα της.
-Κρις..., μουρμούρισε εκείνη και ξεροκατάπιε.
Δεν πήρε απάντηση. Τα μάτια της έμοιαζε να είναι έτοιμα να βουρκώσουν... κι όμως κρατήθηκε δυνατή. Δεν λύγισε. Ήξερε την ημερομηνία.
-Κρις..., επανέλαβε η Τζοάνα.
Τον κοίταξε περίεργα ενώ ήταν ακόμα γυρισμένος. Συνέχισε να προφέρει το όνομά του για κάνα δυο τρεις φορές ακόμα πιο δυνατά. Δεν θα το άντεχε για πολύ ο Κρίστοφερ. Ένιωθε ήδη απαίσια να μην της μιλά και να την αγνοεί έτσι. Σηκώθηκε εκείνη και τον πλησίασε προσπαθώντας να γυρίσει το πρόσωπό του προς εκείνη με τα αθώα της μαλακά χέρια. Την έσπρωξε με δύναμη μακριά και χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει βγήκε από το δωμάτιο και κατέβηκε γρήγορα κάτω σκουπίζοντας τα μικρά του δάκρυα.
Πόνεσε εκείνη. Πρώτη φορά την πονούσε με τα χέρια του. Πρώτη φορά την πίκραινε τόσο πολύ και της άφηνε σημάδια στην ψυχή και στο σώμα. Ετοιμάστηκε κι εκείνη και κατέβηκε στην κουζίνα. Συνέχιζε τις δουλειές του σαν μην την έβλεπε. Βρήκε εκείνο το πορτρέτο και το έσκισε στα δυο. Ακούστηκε ένα συνεχόμενο «Μη!» από τα ροδαλά της χείλη και η διάρκειά του αυτή τον ανατρίχιασε. Σωριάστηκε κάτω εκείνη και δάκρυσε. Δεν συγκινήθηκε ούτε μια στάλα. Τουλάχιστον έτσι έδειξε.
-Δολοφόνε!, του φώναξε κι άρχισε να κλαίει.
Δεν τον είχε ανατριχιάσει ποτέ άλλοτε τόσο πολύ. Ένιωθε την καρδιά στο στήθος του να σπαρταράει. Τον είχε πληγώσει όσο δεν τον πλήγωσε τίποτα ποτέ. Είχε ανοίξει την πληγή του για μια ακόμα φορά και δεν έκλεινε εύκολα. Δεν της έριξε ευθύνες. Πάλι τον εαυτό του μίσησε.
-Τι είπες?, της απάντησε όση φωνή μπορούσε να βγάλει.
Δεν του μιλούσε. Δεν ήξερε τίποτα κι όμως τον αποκάλεσε «δολοφόνο». Δεν θα μπορούσε να του το κάνει πιο επώδυνο. Τον αποτελείωσε κι ας μην το καταλάβαινε, κι ας ένιωθε χειρότερα εκείνη. Είχαν καταστραφεί κι οι δυο χωρίς λόγο.
VOUS LISEZ
Μόνο ένα καλοκαίρι #SBC2018 #WCC
Roman d'amourΠώς μπόρεσε η καρδιά του να χτυπήσει έτσι; Τόσο αρμονικά, τόσο γαλήνια... Ήξεραν άραγε τα σκληρά βαμμένα με αίμα χέρια του να αγκαλιάσουν; Ήξεραν τι είναι ο έρωτας; Ήξεραν άραγε το τρόπο να μην πληγώσουν εκείνη τη μικρή με το όμορφο χαμόγελο... Εκεί...