Κεφάλαιο 13

116 15 0
                                    

Αν έβλεπε κανείς τα χέρια τους, θα μαγευόταν από τη στιγμή. Τα δάχτυλά τους μπλεγμένα και ο αντίχειρας της να τον χαϊδεύει. Ένα δροσερό καλοκαιρινό αεράκι έπαιρνε μακριά τα μαλλιά της και φυσούσε το χρωματιστό μακρύ της φόρεμα. Λεπτό ύφασμα και άκρως καλοκαιρινό σχέδιο. Ένα μεγάλο χρυσό βραχιόλι στόλιζε ένα σημείο κοντά στον αγκώνα της. Περπατούσαν σε μια αμμουδιά μόνοι. Ήταν αργά για να βρεθεί άνθρωπος σε παραλία. Μπορούσε να αποτελέσει έμπνευση για ένα ζωγράφο η εικόνα των χεριών τους μαζί με το γαλαζοπράσινο της θάλασσας. Μακάρι όμως να μπορούσε ο καλλιτέχνης να αποδώσει το άρωμα και τους ήχους αυτής της εικόνας.

  Γύρισαν αντικριστά. Έβαλε τα χέρια του στη μέση της και εκείνη έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε περνώντας τα δικά της δεμένα πίσω στην πλάτη του. Έμειναν έτσι, να νιώθουν την ομορφιά αυτής της αγκαλιάς. Άρχισαν να κάνουν στροφές σαν να χορεύουν ένα γλυκό βαλς. Μιλούσαν έτσι όπως ήταν χωρίς να κοιτιούνται παρά μόνο να χορεύουν σιωπηλά.

-Νομίζω πως ζω ένα παραμύθι, αποκρίθηκε εκείνη γελώντας.

-Εγώ είμαι σίγουρος.

Το γέλιο και η ευτυχία τους έμοιαζαν με τον αφρό της θάλασσας και έμπλεκαν τη γαλήνη τους με τους κόκκους της βρεγμένης άμμου.

-Θυμάμαι εκείνο το τανγκό που είχαμε χορέψει στο εστιατόριο, συνέχισε η Τζοάνα και πήρε ένα ύφος νοσταλγίας κι ας μην μπορούσε να το απολαύσει ο Κρίστοφερ. Ούτε με επαγγελματίες χορευτές δεν έχω χορέψει έτσι. Έβγαζες τόσο αληθινό πάθος... τα βήματα και οι κινήσεις μελετημένες και τέλειες. Έβγαζαν όλη αυτή τη λαχτάρα του άντρα και την επιθυμία του να είναι μόνο δική του εκείνη η γυναίκα. Σε ευχαριστώ για εκείνο το χορό.

-Και εγώ σε ευχαριστώ. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είσαι πολύ καλή χορεύτρια. Με θυμάμαι χαμένο. Είχα ξεχάσει πού ήμουν, είπε και γέλασε.

-Θες να ξαναχορέψουμε?

  Δεν μίλησε. Έβγαλε τα χέρια της από πάνω του και την τύλιξε με μια στροφή στην αγκαλιά του ακουμπώντας το στήθος του στην πλάτη της. Έγειρε εκείνη και άρχισαν έτσι απότομα και συγχρονισμένα να επαναλαμβάνουν εκείνο το παθιασμένο τανγκό. Η διαφορά ήταν ότι πρόσθεσαν πιο τολμηρές κινήσεις. Δεν τους έβλεπε κανείς. Άλλωστε τώρα τα σώματά τους είχαν λυθεί. Τα κορμιά τους κολλημένα με ακόμα μια στροφή. Ο ήχος των κυμάτων που σκάνε στην άμμο γινόταν το τραγούδι.

  Γύρισε εκείνη να φύγει μακριά του και την τράβηξε με δύναμη και πάθος από τα χέρια κοντά του και κόλλησε την πλάτη της πάνω του. της κρατούσε τα χέρια και ύστερα τα άφησε εκείνη και τα τύλιξε γύρω από το λαιμό του κλείνοντας τα μάτια. Έσκυψε τότε στο γυμνό της δέρμα μα δεν τη φίλησε, απλώς την έκανε να ανατριχιάσει, να πονέσει από το άγγιγμα της ζεστής του πνοής. Άρχισε εκείνη να σέρνεται προς τα κάτω στο κορμί του χωρίς να γυρίσει να τον δει. Μόνο του έδωσε πάλι τα χέρια της να την κρατήσει και όταν τελικά την σήκωσε, ξάπλωσε στο ένα του χέρι. Ήξερε ότι θα την κρατήσει. Έριξε τα μαλλιά της και έκανε πίσω το κεφάλι της. Την έσπρωξε προς τα επάνω, να σηκωθεί όρθια και υπάκουσε υψώνοντας το ένα της πόδι μέχρι εκεί που έφτανε το κεφάλι του. την σήκωσε ψηλά έτσι όπως ήταν και σκαρφάλωσε στο ώμο του με το ένα πόδι να κρέμεται πίσω στην πλάτη του και το κεφάλι της να γέρνει πολλές μοίρες προς τη μεριά που κοιτούσε το πρόσωπό του κάνοντας το κορμί της μια υπέροχη και τέλεια καμπύλη. Κρατούσε τα χέρια του να μην πέσει και εκείνος την κατέβασε τελικά με τον πιο επαγγελματικό τρόπο. Το φινάλε ίδιο με τότε. Αυτό δεν το άλλαξαν. Μόνο που έτσι όπως ήταν κοντά τα διψασμένα τους χείλη δεν είχαν άλλη υπομονή. Είχαν ανάψει τα στόματά τους. Τα κορμιά τους έκαιγαν. Έβραζαν από πάθος τα μυαλά τους. Μοιράστηκαν έτσι ένα φιλί που θα επιθυμούσε ο καθένας μας να απολαύσει. Ένα φιλί ζεστό σαν το φρέσκο ψωμί, σαν τον ήλιο, σαν μια σπίθα. Ένα φιλί που ξεκίνησε από τα χείλη και μούδιασε όλο τους το σώμα τρυπώνοντας μέσα τους και κάνοντας επώδυνες βόλτες. Η θάλασσα είχε χορτάσει θέαμα. Σαν να χαμογελούσε έμοιαζε, σαν να ήθελε να χειροκροτήσει. Δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν εκείνοι. Ξάπλωσε στην αμμουδιά εκείνη χωρίς να νοιαστεί λεπτό για τα μαλλιά της ή το φόρεμά της και έσκυψε εκείνος πάνω της γεμίζοντας την με φιλιά. Σαν να ήταν εκείνη η τελευταία τους μέρα, η τελευταία μέρα στο ημερολόγιο. Ήθελε να την χορτάσει. Δεν τα κατάφερνε. Πάντα έλεγε πως ήταν αρκετό μα πάλι ήθελε κι άλλο. Σαν να ήταν δέκα χρόνια στην έρημο και βρήκε τώρα νερό και το αναπληρώνει. Μα και εκείνη ποτέ δεν τον βαρέθηκε. Κάθε φορά που τη φιλούσε, ένιωθε πως τον ήθελε ακόμα πιο πολύ.

Μόνο ένα καλοκαίρι #SBC2018 #WCC Où les histoires vivent. Découvrez maintenant