Κεφάλαιο 2

412 28 0
                                    

   Θέλει να τον εκδικηθεί ναι! Θα μιλήσει σε κάποιον για εκείνον και είναι σίγουρη ότι δε θα τον ξέρει καν. Θέλει να δει πώς θα μπορούσε να τους βλάψει κάτι τέτοιο. Τον ξέρει τόσος κόσμος και εκείνη τον γνώρισε στο νησί? Μα τον εμπιστεύεται. Πώς θα το κάνει αυτό? Προσπαθεί να την προστατέψει εξάλλου. Μα γιατί να μην της πει τι του συμβαίνει?

Τον είδε πρώτη φορά σ' εκείνη τη γιορτή στο νησί. Εκείνο το νησί που γοητεύει πάντα τους επισκέπτες του και μυρίζει ρομαντικές λιχουδιές και μελωδίες που γαργαλούν το μυαλό. Εκείνο το νησί που αχνίζει γνήσιο ελληνικό άρωμα και παίζει με πινέλα που στάζουν χρώμα γαλανόλευκο. Μάλλον έχει το καβαλέτο του ψηλά και στάζει παντού το λευκό και το κυανό το χρώμα και χαλάει το έργο. Μαγεία αυτό το λάθος. Όνειρα πάνε και έρχονται και κελαηδούν σε κάθε αμμουδιά του νησιού. Χαραμίζονται έρωτες και αγάπες και τα κύματα το ξέρουν. Το πιο όμορφο έργο ενός ζωγράφου που για αυτό θα είναι περήφανος. Το πιο γλυκό τραγούδι του Χατζιδάκι. Το πιο μεγάλο και μικρό ποίημα του Καβάφη, του Ελύτη και του Σολωμού. Εκείνο το νησί, που αναβλύζει ομορφιά, ομορφιά ελληνική... η Σαντορίνη.

Ήταν μαζί με φίλες για διακοπές όπως και αυτός . Καθόταν σε ένα τραπεζάκι. Γινόταν μεγάλη γιορτή και όλοι είχαν κολλημένο ένα χαμόγελο στο πρόσωπό τους και μάλλον χωρίς να γνωρίζουν το γιατί. Ίσως επειδή ήταν καλοκαίρι. Ίσως επειδή το ελληνικό ξεφάντωμα τους είχε συνεπάρει. Αποφάσισαν να πάνε να χορέψουν κι εκείνες. Σηκώθηκαν και μπήκαν στον χορό. Γελούσαν και προσπαθούσαν να τραγουδήσουν λίγους ελληνικούς στίχους από εκείνο το παραδοσιακό τραγούδι που ηχούσε σε εκείνη τη γραφική ταβέρνα. Μετά από λίγες στροφές ένας καλοντυμένος νεαρός πλησίασε και μπήκε ανάμεσα σε εκείνη και τη φίλη της. Ήταν αυτός. Πιάστηκαν χέρι χέρι. Κάτι την τράβηξε σε εκείνη τη μορφή. Τον κοίταζε συνέχεια όπως και εκείνος. Ένιωθε αμήχανα. Μόλις γύριζε να τον κοιτάξει τα μάτια του ήταν ήδη καρφωμένα στο πρόσωπό του. Χαμογέλασαν και γύρισαν αλλού. Μα δεν μπορούσε εύκολα να ξεκολλήσει τα μάτια της από το σκοτεινό μαύρο πουκάμισό του. Ήταν μελαχρινός με μάτια στο χρώμα της θάλασσας. Από αυτούς που κοίταζαν με θαυμασμό εκεί στο νησί και όλες συζητούσαν. Ήταν όμορφος.

Βγήκε εκείνη από τον χορό κουρασμένη . Πήγε μια βόλτα προς την παραλία για λίγο, μακριά από τον κόσμο. Άκουσε κάποιον να τρέχει πίσω της στο πλακόστρωτο.

-Περίμενε! ,φώναξε εκείνος. Μισό λεπτό να σου μιλήσω.

Γύρισε και τον είδε να σταματά. Πλησίασε και μίλησε.

Μόνο ένα καλοκαίρι #SBC2018 #WCC Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin