«Buenos días. 9 η ώρα. Ετοιμαστείτε να πάμε για πρωινό», ακούγεται από το τηλέφωνο που μόλις σήκωσα.
Βάναυσο ξύπνημα ο χτύπος του τηλεφώνου. Όχι χειρότερο κι από τη σκούπα και το κουδούνι πάντως… Δε βαριέσαι… Ο μπαμπάς ξέρει να μας ξυπνάει στην ώρα. Το πρόβλημα, πάντα, είναι στο πώς…
Το σήκωμα δύσκολο και το πρωινό χουζούρι αναπόδραστο. Βέβαια, ξέρω ότι ο άρχοντας του χουζουριού βρίσκεται δίπλα μου, οπότε δεν το παίρνω και τόσο προσωπικά. Προπάντων, γνωρίζω ότι είναι ταξίδι όποτε, αφενός υπάρχουν περιθώρια καθυστερήσεων (το ταξίδι δεν είναι οργανωμένο οπότε δεν υπάρχουν πολλές αυστηρές δεσμεύσεις), κι αφετέρου η ξεκούραση κι η καλοπέραση είναι μες στο πρόγραμμα.
Κατόπιν πάλης των θέλω με τα πρέπει αποφασίζω, επιτέλους, να ετοιμαστώ για πρωινό. Ακολούθως κι η Άρια. Ο ύπνος μπορεί να είναι πειρασμός, αλλά και το φαΐ ισχυρό κίνητρο.
«Είδες το link που σου έστειλα;», μου έλεγε πίσω στην Αθήνα. Προσπαθούσα να καταλάβω σε τι αναφέρονταν.
«Αυτό, μωρέ, του ξενοδοχείου. Έχει φωτογραφίες εξωτερικά, εσωτερικά, του μπουφέ…»
Πες το έτσι… Τα είδα. Τουλάχιστον εξαίσια.
«Έχουν και καρπούζι στο πρωινό!». Ποιος τρελός τρώει φρούτο πρωινιάτικα; Όλο και κάποιοι θα υπήρχαν. Κι εγώ μεταξύ άλλων…
Η ποικιλία τεράστια και χόρταινα και μόνο που έβλεπα τι είχα πάρει μέχρι στιγμής. Δημητριακά, ζαμπόν, τυρί, μανιτάρια, μικρά donuts (με κρέμα, σοκολάτα), ψωμάκια του τοστ, churros , καρπούζι… Okay, φτάνουν...
Churros: μακρόστενα ημίσκληρα μπαστουνάκια διπλωμένα στη μέση, με ενωμένες άκρες, και γεύση που θυμίζει λουκουμά. Μέσα μου, πάντως, ήξερα ότι όσο κι αν έλεγαν οι άλλοι ότι πλησιάζει τον λουκουμά, αυτό το πράγμα στο ελάχιστο του θύμιζε.
Περιμένοντας το ασανσέρ:
«Νόστιμο το πρωινό τους!»
Μόνο νόστιμο; Μαζί με το πρωινό της ημέρας είχα φάει και το φαγητό της επόμενης βδομάδας…
«Πώς κοιμηθήκατε; Βολικά όλα;»
Βολικά λέει… Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς αποχωρίστηκα το κρεβάτι. Μαλακά, άνετα, αναπαυτικότατα…
«Πάμε λίγο στα δωμάτια και, αν είναι, θα έρθουμε έξω από σας για να φύγουμε»
Στο δωμάτιο τα πράγματα παραμένουν αμετάβλητα. Έτσι ακριβώς όπως το είχαμε αφήσει.
«Φεύγοντας, ας κρεμάσουμε το καρτελάκι στο χερούλι της πόρτας εξωτερικά για να έρθουν να το μαζέψουν», είπε η Άρια. Όχι πώς ήταν εντελώς ακατάστατα. Άλλα μια τακτοποίηση πάντα χρειάζεται.
Μην την ανοίξεις, κάνε μου τη χάρη! Όλο τα ίδια και τα ίδια βάζει… «Την τηλεόραση τη θες; Βασικά, έτσι κι αλλιώς θα φύγουμε για το ναό σε λίγο οπότε δεν έχει νόημα…», είπε από μόνη της. Δόξα σοι!
2η μέρα. Το πρόγραμμα είχε supermarket για κάποια «αναγκαία», Santiago Bernabéu και μουσείο κέρινων ομοιωμάτων. Παρόλη την απροθυμία να πάω στο δεύτερο, με έσωζε κάπως η ύπαρξη μαγαζιών τριγύρω. Πού να ήξερα τι μου επιφύλασσε ο παράδεισος των ειδών ένδυσης…
«Άντε να βγάλω και καμιά καλή φωτογραφία. Θα έβγαζα χθες αλλά… Πάνε οι εκκλησίες»
«Λες και δεν θα βγάλεις σήμερα, Άρια…»
«Σςςςς», μου απάντησε βάζοντας τον δείκτη της μπροστά από το στόμα.
Η ώρα πέρασε κι οι γονείς ακόμη να φανούν. Πάνω, όμως, που το σκέφτηκα η πόρτα χτυπά. Ανοίγω.
«Για πάμε!»
YOU ARE READING
Ταξίδι ζωής
Random17 μέρες, 17 του μήνα, 17 χρόνια. Πλέον 5 μέρες φαντάζουν σταγόνα στον ωκεανό. Όμως, τι κι αν μπορούν 5 μέρες να γίνουν αφορμή για αυτοβιογραφία ολόκληρη; Ένα ταξίδι, μια άλλη χώρα, μια ολόκληρη ζωή. Μέσα από ένα ταξίδι 23 κεφαλαίων γνωρίζεις καλύτε...