Real* consumption

26 11 2
                                    

Dia, το πρώτο πράγμα που βλέπω βγαίνοντας από το μετρό. Αυτά δεν υποτίθεται ότι είχαν κλείσει; Στην Ελλάδα, όχι εδώ. Μυρίζει σουπερμάρκετ ακόμη κι αν δεν έχω μπει μέσα. Κι αυτό, ώσπου ανοίγει η αυτόματη πόρτα και κάνω τα πρώτα βήματα.

Το ότι εν μέσω διακοπών θα πήγαινα για ψώνια μου φαινόταν τουλάχιστον πρωτότυπο. Και τι ψώνια… Τα κλασικά σνακς (πατατάκια, γκοφρέτες) σε περίπτωση ανάγκης και ξυραφάκια. Παραλίγο και travel kit (οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα, χαντζαπλάστ). Ναι, από αυτά που δεν χρειάζεσαι και που, όμως, επειδή γυάλισε στη μάνα σου πάνω στο ράφι, θα το σχολιάσετε για να καταλήξετε ότι δεν χρειάζεται να το πάρετε…

Δυο βήματα πιο πέρα βρήκαμε το ιδανικό παντοφλάδικο της γειτονιάς. Οικογενειακώς, φεύγοντας από Αθήνα, είχαμε τη φαεινή ιδέα να αφήσουμε τις σαγιονάρες πίσω, καθώς θεωρήσαμε ότι δεν θα χρειαστούν.

Έλα μου όμως που το δωμάτιά μας, παρότι στον ίδιο όροφο, βρίσκονταν αντιδιαμετρικά… Ήταν μια κάποια απόσταση και δεδομένης της κούρασης της κάθε μέρας σίγουρα δεν θα θέλαμε να παραμείνουμε με τα παπούτσια στο ξενοδοχείο…

«Próxima estación, Santiago Bernabéu»

Σειρά έχει ο «ναός». Παρότι αντιΡεάλ, συμφώνησα, μόνο και μόνο επειδή βρισκόταν ο παράδεισος του ρουχισμού δίπλα.

«Τελικά είπα να μην μπούμε και μέσα. Μην πληρώνουμε κι άλλη είσοδο. Ήδη ο προϋπολογισμός του ταξιδιού ξεφεύγει πολύ. Εξάλλου, θα πάμε και στο μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα αργότερα και στον ζωολογικό μεθαύριο. Μην δεσμευόμαστε περαιτέρω…». Σοφή επιλογή sis. Λιγότερες φωτογραφίες για σένα βέβαια…

Περιμένοντας το φανάρι προσπαθώ να καταλάβω γιατί, ενώ το γήπεδο είναι προς τα δεξιά, εμείς προσπαθούμε να διασχίσουμε το δρόμο προς τα αριστερά. Κάτι θα ξέρουν, υποθέτω.

Περνώντας το δρόμο και περπατώντας γύρω στα 50 μέτρα βρισκόμαστε μέσα σε ένα ωραιότατο μικρό εμπορικό κέντρο όπου δεν υπάρχει απολύτως τίποτα να κάνεις…

«Γιατί ήρθαμε εδώ είπαμε; Ούτε κλιματισμό, ούτε τίποτα έχει», λέει η μάνα. Και τώρα θυμάμαι τι ακριβώς παίχτηκε.

Πίσω στην Αθήνα:

«Κι αν πάμε, ρε μπαμπά, εμείς οι δύο στο στάδιο, οι άλλοι τι θα κάνουν;», έλεγε η Άρια.

«Έχει ένα εμπορικό εκεί κοντά. Ας χαζέψουν εκεί». Ασχολίαστο

Κι ιδού. Παρόλο που η είσοδος στο γήπεδο αποτελούσε πλέον ουτοπία, το ένστικτο του εμπορικού μας έστειλε ακριβώς εκεί.

Έχοντας φύγει από το mall, και κατόπιν στάσης σε φαρμακείο για κάτι ψιλά που χρειάζονταν, φτάσαμε στον παράδεισο που τόσο ανυπομονούσα. Όχι μόνο εγώ, βέβαια, αλλά κι η πλέον «expert», τόσο της φωτογραφίας, όσο και του παπουτσιού.

Ποικιλία, τσεκ. Παπούτσι που να μου γυαλίζει, τσεκ. Λοιπά ενδιαφέροντα προϊόντα, τσεκ. Έτοιμοι  για αγορές.

Φεύγοντας από το ταμείο έριξα μια ματιά στα δεξιά, όπου είδα κι άλλα πράγματα που με δελεάζει το κατάστημα να πάρω. Μεταξύ άλλων κι ένας κύβος του Ρούμπικ, special edition. Όχι ρε φίλε, όσο αντιΡεάλ κι αν είσαι πώς λες όχι σε έναν τέτοιο… Θα προτιμούσα να είχα πάρει αυτόν παρά το στυλό που μου έκανε εντύπωση κατά την είσοδο.

Κύβος του Ρούμπικ: ένα ακόμη πράγμα που θυμίζει γυμνάσιο.

«Αλγόριθμοι είναι και τίποτε άλλο. Άπαξ και τους μάθεις, το λύνεις για πλάκα», έλεγε ο Τόνυ. Και, όντως, παρακολουθώντας και, βαθμιαία, μαθαίνοντας τα βήματα επίλυσής του από το ίντερνετ, συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε.

Σειρά έχει το φαγητό. Στην προηγούμενη διαδρομή, προς το μαγαζί, είχαμε προσέξει διάφορα μέρη. Δύσκολο να αποφασίσεις. Ευτυχώς, όλα, κοντά μεταξύ τους.

«Θέλετε να φάμε στο εστιατόριο εκεί ή στο μπεργκεράδικο; Οι τιμές του πρώτου λίγο τσιμπημένες φαίνονται…». Καταλήξαμε στο μπεργκεράδικο. Καλύτερα, είναι και πιο πρόχειρα. Self – service, κι όμως, και ποσότητα και ποιότητα.

«Και τώρα τι Μάικ; Πάμε ξενοδοχείο ή κέρινα;»

«Κοίτα να δεις, Σε μισή ώρα ανοίγουν τα κέρινα, και μέχρι να  φτάσουμε, θα έχει λογικά περάσει. Έχουμε γραμμή να αλλάξουμε, και στάσεις να προσπεράσουμε…», της απάντησε ο μπαμπάς.

Okay, το πιασα, πάμε κέρινα.

*Εκτός από την αγγλική έννοια (πραγματικός, αληθινός), το Real (Ρεάλ), στα ισπανικά, σημαίνει βασιλικός.

Ταξίδι ζωήςWhere stories live. Discover now