ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

911 97 18
                                    

Το σώμα της Λένας ήταν γεμάτο ιδρώτα,το μυαλό της τη βασάνιζε,δεν την άφηνε σε ησυχία ν'απολαύσει αυτά τα λιγοστά ψίχουλα ευτυχίας.

Ένιωθε ότι κάποιος την είχε εγκλωβίσει τοποθετώντας πάνω της μια γιγαντιαία πέτρα,την οποία δεν μπορούσε να απομακρύνει.

Το μυαλό της έπαιζε ύπουλα παιχνίδια.Στο υποσυνείδητο της τρύπωσαν άσχημες αναμνήσεις που δεν της έδειχναν έλεος.

-''Ήρθες...Σε περίμενα.'' της είπε ο εραστής της μητέρας της υγραίνοντας τα χείλη του με τη γλώσσα του,βρωμοκοπούσε αλκοόλ,όπως κάθε μέρα άλλωστε.

Τον σιχαινόταν αυτόν τον βλοσυρό άντρα μα για χάρη της μητέρας της δεν έλεγε το παραμικρό,δεν παραπονιόταν,δεν ήθελε να σταθεί εμπόδιο στην ευτυχία της μάνας της.Για το λόγο αυτό,λόγω της υπέρμετρης αγάπης που της έτρεφε σιωπούσε,περίμενε υπομονετικά να αντιληφθεί η ίδια τι ρεμάλι είναι.

-''Πού είναι η μάνα μου?'' τον ρώτησε εκείνη και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της.

Εκείνος βαριεστημένος σηκώθηκε,κρατώντας στο δεξί του χέρι ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι.

-''Θ'αργήσει πολύ να επιστρέψει σήμερα.Οπότε τι λες να δεθούμε οι δυό μας ο πατέρας και κόρη?'' ο άντρας την πλησίασε επικίνδυνα,μειώνοντας την απόσταση μεταξύ τους και έπειτα ξέσπασε σε γέλια.

Η Λένα σήκωσε στον ώμο της την τσάντα της και κίνησε να φύγει μα εκείνος την έσπρωξε προς τα πίσω φράσσοντας την έξοδο.

-''Τι κάνεις?Τρελάθηκες?'' ρώτησε αναστατωμένη η Λένα.

-''Δεν καταδέχεσαι την παρέα μου μπάσταρδο?'' άφησε το άδειο μπουκάλι στο πάτωμα και συνέχισε ''Ξέρεις ότι είσαι μια πολύ όμορφη γυναίκα?Χρειάζομαι νέο αίμα.'' της είπε και μια απότομη κίνησε έφερε τα χέρια του γύρω από τη μέση της λες και ήταν μέγγενες.Το άγγιγμα του προκάλεσε αηδία στη Λένα.Εκείνη προσπαθούσε να αποτραβηχτεί μα εκείνος όντας πιο δυνατός και μεγαλόσωμος την τραβούσε προς το μέρος της βρίζοντας την,λέγοντας της πως είναι σαν μια ορφανή καθώς κανένας από τους γονείς της δεν τη θέλει και ότι είναι μια άχρηστη,μια μπάσταρδη.

Τα χείλη του βίαια κόλλησαν πάνω στα δικά της και η Λένα παίρνοντας δύναμη από το μίσος της για εκείνον τον χτύπησε στο επίμαχο σημείο και έπειτα πήρε το άδειο μπουκάλι και το έσπασε πάνω στο σβέρκο του.Τον μισούσε με όλη της την ψυχή.Τον μισούσε τόσο που θα τον σκότωνε την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε.

Ο Ωκεανός μουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora