14 : δεν ειμαστε πια φίλοι ;

882 71 3
                                    

Ο Οκτώβριος μπήκε ψυχρός και κρύος ακριβώς όπως και το κλίμα ανάμεσα σε εμένα και τον Σάκη. Δεν ξανά μιλήσαμε από εκείνη την μέρα, έχουν κλειστεί και οι δύο στα καβούκια μας. Μερικές φορές που μου είπε να βγούμε εγώ δεν μπορούσα λόγω του Αχιλλέα αλλά και αυτός συνεχίζει να μου λέει ψέματα. Τον βλέπω στο σχολειο χτυπημένο και δεν μου λέει τι του συνέβη. Με αποφεύγει όσο μπορεί.
   
Με τον Αχιλλέα έχουμε γίνει φίλοι, τα πάμε πολύ καλά και έχει πάψει πλέον να είναι το ψώνιο που ήταν όταν πρωτοήρθε στο σχολείο. Ούτε τα νεύρα μου σπάει, πράγμα πολύ ανησυχητικό μπορώ να πω.
   
Η Δανάη είναι πολύ καλύτερα σχεδόν σαν να μην της έχει συμβεί τίποτα. Συνεχίζει να μην μιλάει στον Κώστα παρόλο που της έχω πει πολλές φορές να τον αφήσει να της εξηγήσει.
   
Σήμερα είναι ένα ακόμα Κυριακάτικο πρωινό. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα χαρούμενη που επιτέλους μια φορά θα έτρωγα πρωινό μαζί με τους γονείς μου. Είχαν αποφασίσει να μείνουν εδώ αυτό το Σαββατοκύριακο χωρίς να δουλέψουν καθόλου.
   
Κάθισα στην κουζίνα και την μύτη μου γαργαλισε η μυρωδιά του φρεσκοψημενου κέικ. Η μητέρα μου μου έβαλε ένα λαχταριστο κομμάτι και ξεκίνησα αμέσως να το τρώω. Μετά πήγα στο δωμάτιο μου, πήρα το κινητό μου και έφυγα από το σπίτι.
   
Σε λίγα λεπτά είχα φτάσει στην καφετέρια του Γιάννη όπου είχαμε ραντεβού με τα κορίτσια. Μπήκα μέσα και έριξα μια ματιά γύρω μου.

Είδα τον Σάκη να κάθεται σε ένα τραπέζι με ένα φίλο του. Σκέφτηκα πως αυτήν ήταν η ευκαιρία μου αν ήθελα να του μιλήσω. Δεν μπορούσε να με αποφύγει. Από ότι είδα το πρόσωπο του ήταν εντάξει, τα περισσότερα χτυπήματα δεν φαίνονταν πλέον οι πληγέντες είχαν κλείσει.
   
Πήγα προς το τραπέζι τους όταν κάποιος μου έκλεισε τα μάτια.
   
«Ποιος είναι ;» ρώτησα και προσπάθησα να βγάλω τα χέρια του.
   
Τα χέρια έφυγαν και γύρισα να δω. Ο Αχιλλέας με το γνωστό χαλαρό στυλακι του και τα αχτενιστα μαλλιά του στεκόταν χαμογελαστός.
   
«Καλημέρα τι κάνεις ;;» τον ρώτησα ευδιάθετη
   
«Τωρα που σε βλέπω καλύτερα.»

Ενιωθα τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν «Με ποιον ήρθες ;; Δεν βλέπω κανέναν γνωστό σου εδώ.»
   
«Περαστικός είμαι και είπα να πάρω έναν καφέ. Θα βγούμε καθόλου σήμερα ;»
   
«Δεν μπορώ έχω πολύ διάβασμα.»
   
«Τα λέμε αύριο τότε φυτουκλακι.» μου είπε και πήγε προς τον Γιάννη για να παραγγείλει.
   
Εγώ συνέχισα την πορεία μου μέχρι τον τραπέζι του Σάκη. Με είχε εντοπίσει ήδη που τον πλησίαζα και με κοιταγε έντονα.
   
«Γεια.» του είπα δειλά.
   
«Μπα μας θυμήθηκες ;;» είπε θυμωμένος
   
«Δεν σε καταλαβαίνω. Θέλω να μιλήσουμε λίγο.»
   
«Εγω όμως δεν θέλω. Όχι μέχρι να μου πεις τι στα αλήθεια συμβαίνει με εσένα και τον Αχιλλέα ή τουλάχιστον όχι μέχρι να μου περάσει ο θυμός.» είπε και έσφιξε το ποτήρι που κράταγε.
   
«Δεν έχεις κανένα λόγο να μου είσαι θυμωμένος!»
   
«Τόσο καιρό δεν έχουμε βγει καθόλου ούτε καν μου μιλάς πια. Όσες φορές σου είπα να βγούμε με απεφυγες για να βγεις με τον Αχιλλέα.» είπε πληγωμένος
   
«Οχι τι λες»
   
«Βανεσσα σας είδα. Δεν υπάρχει λόγος να με κοροϊδεύεις πια.»
   
«Ναι αλλά και εσύ με απέφευγες.» πέρασα στην επίθεση
   
«Δεν σε απέφευγα απλά εσύ είχες ξεκόψει από εμένα οπότε ξεκόψεις και εγώ. Απλά δεν ξέρω τι σου έκανα.» ήταν έτοιμος να δακρύσει
   
«Δεν μου έκανες τίποτα απλά-»
   
«Απλα προτιμάς τον Αχιλλέα. Σε παρακαλώ φύγε δεν έχω όρεξη να σου μιλήσω άλλο.» γύρισε το κεφάλι του από την άλλη και αναγκάστηκα να φύγω.
   
Κάθισα βαριά στην πολυθρόνα απέναντι από τα κορίτσια σε ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Οι δρόμοι ήταν βρεγμένοι από την χθεσινή βροχή και ο ουρανός συννεφιασμένος.
   
«Τι λέγατε με τον Σάκη ;;» ρώτησε η Δανάη
   
«Τιποτα τα ίδια. Δεν ξέρω τι θα κάνω μαζί του.»
   
«Κανε υπομονή λίγο να ηρεμήσει και ο ίδιος και θα δεις πως μετά θα είναι πρόθυμος να μιλήσετε. Καλό θα είναι να του εξηγήσεις τα πάντα.» με συμβούλεψε η Σοφία
   
«Ναι αυτό θα κάνω.»
   
Ο Αχιλλέας βγήκε από το μαγαζί με έναν καφέ στο χέρι και μου έκλεισε το μάτι πριν γυρίσει την πλάτη του σε εμάς και αρχίσει να φεύγει. Για λίγο τον παρακολουθούσα με το βλέμμα μου.
   
«Καλέ βλέπω τον Αχιλλέα διπλό.» είπε η Σοφία και η Δανάη από δίπλα γέλασε
   
«Σοφία καλύτερα να φοράς τα γυαλιά σου γιατί δεν βλέπεις τίποτα χωρίς αυτά. Ο δεύτερος δεν είναι ο Αχιλλέας αν και του μοιάζει πολύ.» είπε η Δανάη
   
Γύρισα και κοίταξα πάλι έξω από το παράθυρο εκεί όπου κοιταγαν. Ήταν ο Αχιλλέας και δίπλα ένα άλλο αγόρι. Είχε μαύρα μαλλιά, μπλε μάτια και έμοιαζε παρά πολύ στον Αχιλλέα. Απλά ήταν πιο ψηλός και φόραγε γυαλιά. Στο χέρι του κράταγε ένα λουρί και δίπλα του ήταν ένας σκύλος. Αναγνώρισα αμέσως το μικρό σκυλάκι ήταν ο Αζωρ.
   
Φαινόταν να γνωρίζονται οι δύο τους, βασικά τι λέω σίγουρα γνωρίζονται αφού κρατάει τον Αζωρ. Ο Αχιλλέας ήταν θυμωμένος και τσαντισμενος. Φώναζε στο άλλο αγόρι το οποίο τον κοιταγε λυπημένα. Στο τέλος κάτι του είπε και έφυγε.
   
«Τι ήταν τώρα αυτό ;;» ρώτησε η Σοφία αφού είχε ξανά βάλει τα γυαλιά της
   
«Δεν ξέρω αλλά θα μάθω.» της απάντησα.
   
Στον υπόλοιπο καφέ μιλάγαμε για ασχετα θέματα προκειμένου να ξεχάσουμε ότι μας προβληματίζει. Όταν το ρολόι έδειξε μια και μισή αποφάσισα πως ήταν ώρα να γυρίσω σπίτι.
   
Αγκάλιασα το σώμα μου με τα χέρια μου καθώς ένιωθα τα κρύο να με διαπερνά στην υπόλοιπη διαδρομή.
   
Μπήκα σπίτι και η μυρωδιά των μπισκοτων τρύπησε την μύτη μου. Άφησα το μπουφάν και τα παπούτσια στο δωμάτιο μου και πήγα γρήγορα στην κουζίνα.
   
«Έφτιαξα μπισκότα για μετά το βραδινό.» μου ανακοίνωσε η μητέρα μου μόλις εμφανίστηκα στην κουζίνα.
   
«Μπισκότα σοκολάτας ;;» μου έτρεχαν ήδη τα σάλια.
   
«Όπως σου αρέσουν.» 
   
Φάγαμε και ανέβηκα νωρίς για ύπνο.
   
Το επόμενο πρωί ξύπνησα κουρασμένη, σαν να μην είχα κοιμηθεί καθόλου όλο το βράδυ. Με βαριά καρδιά πήγα ως το μπάνιο και έριξα κρύο νερό στο πρόσωπο μου.
   
Ντύθηκα βιαστικά γιατί όπως κάθε πρωί δεν μπορώ να ξυπνήσω μια φορά στην ώρα μου και να μην τρέχω τελευταία στιγμή.
   
Πήγα στην κουζίνα να δω μήπως είχε ετοιμάσει κάτι η μητερα μου για το σχολείο πριν φύγει για την δουλειά. Αντί για αυτό βρήκα την ίδια στην κουζίνα να ετοιμάζει την τσάντα της.
   
«Δεν έφυγες για την δουλειά ακόμα ;;» είχα συνηθίσει να ξυπνήσω και να είμαι μόνη στο σπίτι.
   
«Οχι.»
   
«Ενταξει εγώ φεύγω φιλάκια.» της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο και πήγα να φύγω αλλά με σταμάτησε η φωνή της.
   
«Βανεσσα έγινε τίποτα με τον Σάκη ;; »
   
«Οχι γιατί το λες αυτό ;;» έκανα και καλά ότι παραξενεύτηκα
   
«Η μητέρα του μου τηλεφώνησε και η κουβέντα πήγε προς τα εκεί. Μου είπε πως δεν είναι πολύ καλά τελευταία. Αλλά και από εδώ έχει να έρθει παρά πολύ καιρό. Εσείς ήσασταν αυτοκολλητοι.»
   
Οι τύψεις με κατέκλυσαν καθώς εγώ φταίω για αυτήν την κατάσταση. Έχω πει ψέματα στον Σάκη σχετικά με εμένα και τον Αχιλλέα, δεν είχα πλέον χρόνο για αυτόν και απομακρυνθηκαμε. Η ευθύνη είναι όλη δικιά μου, δυστυχώς.
   
Αλλά και εκείνος μου έχει πει ψέματα. Τότε στο πάρτυ του Αχιλλέα στις αρχές τις χρονιάς κάτι έχει γίνει που δεν μου είπε ποτέ. Όταν το είδα χτυπημένο πάλι μου είπε ψέματα.
   
«Δεν έγινε τίποτα μαμά. Διάβασμα.» έφυγα από το σπίτι βλέποντας την πως ετοιμαζόταν να μου απαντήσει.
   
Στην διαδρομή σκεφτόμουν τον Σάκη. Καλύτερα να του μιλήσω σήμερα. Δεν ξέρω τι θα του πω αλλά θα του μιλήσω.
   
Φτάνοντας έξω από το σπίτι του Αχιλλέα ξέχασα τον Σάκη και στάθηκα λίγο εκεί. Ένα αμάξι που έβλεπα πρώτη φορά ήταν στην αυλή έξω από το πάρκινγκ.
   
Η πόρτα του πάρκινγκ άνοιξε σιγά σιγά και από μέσα βγήκε το αμάξι του Αχιλλέα. Προχώρησε λίγο αλλά σταμάτησε.
   
Δίπλα στο αμάξι είναι το αγόρι, με το οποίο μίλαγε χθες ο Αχιλλέας και μιλάνε.

Χελοου μαι φριεντς !!!

Αυτό ήταν το κεφάλαιο. Ελπίζω να σας άρεσε.

Τα λέμε στο επόμενο

Μπαιιιιιιιι ❤️

The dealWhere stories live. Discover now