«Έμαθα για την σχέση σου με τον γιο του Σιδέρη. »
Έριξα ένα βλέμμα στον Σάκη ο οποίος κοιταγε τα δάχτυλα του. Ήξερα ήδη τι ήθελε να μου πει στην συνέχεια οπότε τον πρόλαβα.
«Ναι και είναι δικιά μου απόφαση. Δεν πρόκειται να τον χωρίσω για αυτήν την κόντρα σας ότι και αν κάνεις.»
«Σου είπα να μην με διακόψεις.» τώρα ακουγόταν νευριασμένος.
«Λοιπον θα σου πω για την κόντρα όπως λες, θα σου πω γιατί δεν θέλω να είσαι μαζί με τον Αχιλλέα. Γιατί είναι δολοφόνος. Ναι δολοφόνος καλά άκουσες. Και ξέρεις ποιον σκότωσε ;; Τον αδελφό σου, τον γιο μου. Αυτός τον πήρε μακριά μας. Καταλαβαίνεις ;; Θες να στο πω πιο απλά μήπως ;; » είχε χάσει κάθε ίχνος ψυχραιμίας.Τον άκουγα χωρίς να καταλαβαίνω. Δεν έβγαζα νόημα.
«Αν μου επιτρέπεται καλύτερα να μιλήσω εγώ.» πήρε δειλά τον λόγο ο Σάκης, ο πιο ψύχραιμος. Οι γονείς μου δεν μίλησαν οπότε ξεκίνησε.
«Βανεσσα εγώ μίλησα στους γονείς σου. Μην με κοιτάς με αυτό το ύφος θα καταλάβεις στην πορεία το γιατί. Λοιπόν όπως λογικά θα έχεις ακούσει υπάρχουν διάφορες συμμορίες, ειδικά εδώ στην Αθήνα, αναρχικοί, πράγματα που ακούγονται συνέχεια αλλά πάντα νομίζουμε πως είναι μακριά από εμάς, πως δεν αγγίζουν τον τέλειο κόσμο στον οποίο ζούμε. Αλλά δεν είναι έτσι. Υπάρχει μια συμμορία, ή μάλλον μια από τις πολλές που κάνει εμπόριο ναρκωτικών, όπλων και άλλα. Αυτοί που είναι πίσω από όλα αυτά εχουν την συμμορία σαν κάλυψη, χρησιμοποιούν τα παιδιά που μπαίνουν σαν πιόνια για τις δουλειές τους ώστε να μην φαίνονται αυτοί. Βέβαια οι περισσότεροι εκεί πέρα το θέλουν γιατι πληρώνονται, αλλά αρκετούς τους έχουν απλά για να ρίχνουν το απαραίτητο ξύλο, χωρίς να γνωρίζουν τι πραγματικά συμβαίνει. Είναι απλά αναρχικοί. Νομίζω όμως ξέφυγα λίγο από το θέμα.
Ο αδελφός σου είδε κάτι που δεν έπρεπε ένα βράδυ που γυρναγε σπίτι. Δεν ξέρουμε ακριβώς τι, αλλά λογικά κάποιους να κάνουν χρήση ναρκωτικών, ή εμπόριο, δεν μάθαμε ποτέ. Και αυτός ήταν ο λόγος που τον δολοφόνησαν. Επειδή τον είδαν και δεν είχαν άλλη λύση, θα τους κάρφωνε στην αστυνομία.»
Τόση ώρα ήταν ήρεμος σαν να έλεγε ένα παραμύθι όμως τώρα ο θυμός μέσα του φούντωσε. Το καταλάβω, έσφιξε τις γροθιές τους, τα μάτια μου σκουρυναν, τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν. Η μητέρα μου με κόπο συγκρατούσε τα δάκρυα της.
«Η αστυνομία βρήκε ίχνη DNA στο πτώμα που ταίριαζαν στον Αχιλλέα και τον Άλεξ. Τους συλλαβανε και τους πήγαμε στα δικαστήρια. Κρίθηκαν προφυλακιστεοι και η δική θα ξανά γινόταν σε έναν μήνα. Αυτόν τον ενα μήνα ο Αχιλλέας και ο Άλεξ έμειναν στην φυλακή. Αλλά βλέπεις ο Αχιλλέας με πατέρα επιχειρηματία δεν γινόταν να μπουν φυλακή. Παρόλο που όλα τα στοιχεία αποδεικνύουν πως αυτοί σκότωσαν τον αδελφό σου, την γλίτωσαν χάρη στον μπαμπά του Αχιλλέα και τις γνωριμίες του. Αλλά θα αναρωτιεσαι γιατί αυτοί οι δύο σκότωσαν τον αδελφό σου.
Ο Αχιλλέας και ο Άλεξ ανήκουν στην συμμορία για την οποία σου μίλησα και φαίνεται να γνωρίζουν καλά που είναι μπλεγμένοι. Από τότε που αθωώθηκαν έβαλα σκοπό της ζωής μου να τους καταστρέψω. Για αυτό και όλη αυτήν η κόντρα και η κόντρα των γονιών σας. Πλέον προσπαθώ να βρω στοιχεία για να κλείσω στην φυλακή άτομα που έχουν σχέσεις με ναρκωτικά και με αυτήν την συμμορία. Έχω βοηθήσει αρκετά την αστυνομία. Έχω την προστασία της.»
«Νομιζω πως κάτι δεν κατάλαβα. Είπες ότι ο Αχιλλέας και ο Άλεξ...» άφησα μετέωρη την φράση μου.
«Ναι σκότωσαν τον αδελφό σου επειδή τους έπιασε επαυτοφορο να κάνουν κάτι που δεν έπρεπε να μάθει η αστυνομία. Βέβαια αυτοί στα δικαστήρια είπαν πως ο αρχηγός της συμμορίας τους είχε σκοτώσει τον αδελφό σου και εκείνοι έτυχε να βρεθούν εκεί την λάθος στιγμή. Ότι είδαν όλο το σκηνικό και πως είναι αθώοι. Αλλά τα δικά του δακτυλικά αποτυπώματα και DNA βρέθηκαν στο πτώμα. »
«Ψέματα. Μου το λέτε για να χωρίσω τον Αχιλλέα. Δεν γίνεται να είναι δολοφόνος. Δεν γίνεται. Η ιστορία σας είναι εξωφρενική. Απίστευτη. Δεν πιστεύω να νομίζετε πως θα το πιστέψω.»
«Ειναι η αλήθεια Βανέσα. Δεξου την.» είπε η μητέρα μου μετά από τόση ώρα και η φωνή της έτρεμε επηρεασμένη από το κλάμα.
Τα δάκρυα της αυλακωναν το πρόσωπο της και μερικά δάκρυα μαζευτηκαν στα μάτια μου βλέποντας την έτσι. Όχι η μητέρα μου δεν θα συμφωνούσε ποτέ σε ένα τέτοιο ψέμα. Είναι η αλήθεια.
«Και....και γιατί μου τα λέτε τώρα όλα αυτά ;;» είπα δύσπιστα.
«Δεν θέλαμε να σου πούμε την αλήθεια γιατί θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο για εσένα. Φοβήθηκαμε μην θελήσεις να πάρεις εκδίκηση και μπλέξεις με αυτά τα άτομα και χάσουμε και εσένα.» απάντησε η μητέρα μου.
«Και αν έλεγε όντως αλήθεια και δεν σκότωσε αυτός τον αδελφό μου ;;»
«Βανέσα όλα τα στοιχεία αυτόν κατηγορούν. Συν το ότι ο άνθρωπος που κατηγόρησε, ο αρχηγός της συμμορίας του έχει άλλοθι.»
«Φυσικα και θα είχε αν το είχε κάνει αυτός. Μιλάμε για έναν κακοποιό. Θα βρήκε κάποιο άλλοθι.» είπε η Σοφία και βιαστηκα να συμφωνήσω.
Την ένιωθα απίστευτα. Ο Άλεξ ήταν το αγόρι της εδώ και κάτι μήνες. Ένιωθα την ανάγκη της να βγει ψεύτικη αυτήν η ιστορία.
«Είναι η αλήθεια. Για αυτό έκανα και τέτοιο αγώνα να σας κρατήσω μακριά τους» είπε ψυχρά ο Σάκης.
«Δεν μπορεί.» είπαμε εν χορό με την Σοφία και την Δανάη.
«Κι όμως.»
Για λίγο επικράτησε σιωπή. Τα δάκρυα μου κύλησαν στα μάγουλα μου και τα σκούπισα βιαστικά. Δεν είχαμε τελειώσει ακόμη.
«Ποιοι ήταν αυτοί με τους οποίους μίλαγες το προηγούμενο Σάββατο βράδυ ;;»
«Α αυτήν η συνάντηση που είδες κατά λάθος. Θα σου μιλήσω και για αυτήν. Ήταν κάποια παιδιά από την συμμορία που ήταν τα καμάρια σας και ήρθαν να με τρομοκρατήσουν γιατί κατάφερα να στείλω στην φυλακή ένα φιλαράκι τους για παράνομη κατοχή όπλου.» είπε ευχαριστημένος με τον εαυτό του.
«Ο αρχηγός τους βέβαια θέλει να μείνουν μακριά μου γιατί φοβάται μην ανακαλύψω και άλλα σχέδια τους. Ο άμοιρος. Και αυτός ένα πιόνι είναι. Αρχηγός της συμμορίας αλλά και αυτός εντολές εκτελεί από κάποιον ανώτερο του που και αυτός από κάποιον άλλο. Σας είπα είναι ολόκληρη σπείρα.»
«Και η Σάρα ποια είναι ;;» Με βασάνιζε ώρα αυτήν η ερώτηση.
«Αυτήν την ερώτηση περίμενα τόση ώρα. Η Σάρα ανήκει στην συμμορίας τους αλλά είναι καλό κορίτσι. Μου δίνει πληροφορίες όσο μπορεί και εγώ τις δίνω στην αστυνομία για να πιαστούν αυτοί που πρέπει. Θέλει να φύγει από εκεί μέσα αλλά δεν μπορεί. Είναι καλό κορίτσι.» είπε ξανά και χαμογέλασε με χαμένο το βλέμμα στο κενό.
«Και γιατί δεν φεύγει ;;» ρώτησε η Δανάη με βραχνή φωνή επειδή δεν είχε μιλήσει καθόλου εδώ και ώρα.
«Οι γονείς της δεν ζουν. Πέθαναν σε τροχαίο όταν ήταν 15. Τώρα είναι 17 σαν εμάς. Ο αρχηγός της συμμορίας την περιμάζεψε, την στήριξε, την γλίτωσε από το ορφανοτροφείο που ετοιμαζοντουσαν να την κλείσουν κάτι συγγενείς της και της έδωσε στέγη. Μπήκε στην συμμορία χωρίς να ξέρει που πήγαινε, του είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Όταν το ανακάλυψε ήταν αργά. Αν έφευγε θα την σκότωνε.» μας εξήγησε.
«Και γιατί μου επιτέθηκε το Σάββατο ;; Γιατί με παρακολουθεί;;»
Οι γονείς μου γουρλωσαν τα μάτια τους. Προφανώς δεν τους τα είχε πει αυτά ο Σάκης.
«Το Σάββατο νόμιζε πως την παρακολουθούσες. Νόμιζε πως σε είχε στείλει ο αρχηγός της. Αν μάθαινε ότι είχε μιλήσει μαζί μου ποιος ξέρει τι θα της έκανε. Αλλά όχι δεν σε παρακολουθεί. Σε προστατεύει. Φοβήθηκαμε μήπως σε είχαν δει και οι άλλοι εκείνο το βράδυ οπότε αποφασίσαμε για λίγο να σε προσέχουμε.»
Αυτό δεν το περίμενα. Είχα σοκαριστεί από αυτήν την συζήτηση.
«Ναι αλλά εκείνο το βράδυ με απείλησε με όπλο και...και όταν με είδε από κοντά έτρεξε και εξαφανίστηκε.»
«Της είχα μιλήσει εγώ για εσένα. Ήξερε ποια ήσουν. Η αδελφή του ατόμου που δολοφόνησε ο Αχιλλέας με τον Άλεξ.» είπε με κακία
«Και τι σχέση έχει με τον Αχιλλέα η Σάρα ;;»
«Έλεος βρε Βανέσα μην χώνεις την μύτη σου εκεί που δεν σε παίρνει.» μου φώναξε
«Θα μου πεις ;;»
«Δεν ξέρω αν σου έχει μιλήσει ο γλυκός σου Αχιλλεας-» είπε ειρωνικά «Για τον έρωτα του πριν από εσένα.»
Την υπόλοιπη σύνδεση την είχα κάνει ήδη μόνη μου μόλις άκουσα αυτά.
«Ναι μου έχει πει κάτι για μια κοπέλα εξαιτίας της οποίας μάλωσε με τον αδελφό του, τον Πάνο.»
«Ναι αυτήν η κοπέλα είναι η Σάρα. Την πλήγωσε παρά πολύ όταν την χώρισε.»
«Ο Αχιλλέας μου είπε ότι δεν του είχε σταθεί σε μια δύσκολη στιγμή του...» Ήξερα πως και σε αυτήν την ερώτηση την απάντηση θα είχε ο Σάκης.
«Ναι εννοεί όταν ήταν φυλακή και η Σάρα δεν τον στήριξε. Αλλά είχε λόγους. Ο αρχηγός της είχε απαγορεψει να έχει σχέσεις μαζί του επειδή τους είχε προδώσει λέγοντας στην αστυνομία ότι εκείνος ήταν ο αληθινός δολοφόνος, ο αρχηγός. Ο Αχιλλέας δεν την πίστεψε και τέλος πάντων.»
«Ξερεις η Σάρα του τηλεφώνησε εκείνο το βράδυ πριν έρθω σπίτι.»
Ανασηκωσε τα φρύδια του και ανακαθισε στην πολυθρόνα του.
«Γιατι ;;» ρώτησε με περιέργεια και μίσος.
«Εμενα ρωτάς ;;» είπα άφωνη.
«Περίεργο. Τον Αχιλλεα πλέον στην συμμορία τον κοιτάνε με μισό μάτι. Μόνο η Σάρα ακόμη τον στηρίζει. Και εκείνος δεν θέλει ούτε να την βλέπει.»
«Ο Αχιλλέας είναι ακόμη στην συμμορία ;;»
«Ναι η Σαρα μου είπε ότι ξανά μπήκε πρόσφατα. Το καθίκι. Αλλά θα μου πεις στον υπόκοσμο ανήκει.»
Και άλλα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να το χωνέψω. Στην μνήμη μου έφερα την κουβέντα που είχα ακούσει άθελά μου ανάμεσα στον Σάκη και την Σάρα.
«Η Σάρα εκείνο το βράδυ έλεγε ότι ο αρχηγός θέλει να σκοτώσει κάποιον και ότι εκείνη θέλει να τον προστατέψει.»
«Ναι.» έκανε μια παύση διαλέγοντας προσεκτικά τα επόμενα λόγια του «Τον Αχιλλέα θέλει να σκοτώσει ο αρχηγός. Τον θεωρεί πολύ επικυνδινο και ότι θα τον προδώσει στην αστυνομία. Η Σάρα θέλει να τον προστατέψει.»
«Γιατι ;;» ρώτησα σκουπίζοντας τα μάτια μου.
«Ειναι σίγουρη πως δεν σκότωσε αυτός τον αδελφό σου αλλά ο αρχηγός τους.»
«Μα ο αρχηγός είχε άλλοθι»
«Δεν ξέρω Βανέσσα. Παίρνει όρκο. Η σιγουριά της με τρομάζει.»
«Οπως και να εχει αυτα είναι όλα.» είπε ο πατέρας μου. «Εμεις θα είμαστε στην κρεβατοκάμαρα μας Βανέσα μου, αν μας θελήσεις.» βοήθησε την μητέρα μου να σηκωθεί που είχε γίνει ράκος και απομακρύνθηκαν.
Ο Σάκης ήρθε δίπλα μου σπρώχνοντας την Δανάη και με αγκάλιασε.
«Καλύτερα τώρα που ήταν στην αρχή η σχέση σας.» μου είπε και σκούπισε μερικά δάκρυα μου.
«Εγω πάω να βρω τον Άλεξ. Να του πω μερικά λογακια όπως "χωρίζουμε" ή είναι προτιμότερο το "άι στο διάολο κοπρόσκυλο" ;;» προσπάθησε να γελάσει με το αστείο της αλλά απέτυχε. Τα δάκρυα της ήταν πολλά, σαν τα δικά μου.
«Σοφια καλύτερα να πας σπίτι. Θα σε πάω μέχρι εκεί.» της είπε η Δανάη και έφυγαν αφού μου έκανα μια σφιχτά αγκαλιά.
Πήγα στο δωμάτιο μου με τον Σάκη να με ακολουθεί. Λογικά περίμενε κάποια έκρηξη από την μεριά μου, κάποια άλλη αντίδραση. Αλλά η ψυχική μου δύναμη είχε εξαντληθεί από όσα είχα ακούσει.
Η όραση μου ήταν θολή εξαιτίας των δακρύων που είχαν συσσωρευτεί στα μάτια μου. Ένα ένα στέγνωναν στα δέρμα μου αφού είχαν κυλήσει χωρίς να τα σκουπίσω.
Πήγα στο δωμάτιο μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ένιωσα το στρώμα να βουλιάζει στην άκρη του κρεβατιού εκεί που τελειωναν τα πόδια μου.
«Εισαι καλά ;;» ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Οχι.»
Για λίγο δεν μίλησε κανείς μας. Έσφιξα στην αγκαλιά μου ένα μαξιλάρι και άφησα τα δάκρυα μου να το λερώσουν. Η τελευταία εβδομάδα ήταν πολύ καλή για να κρατήσει αρκετά.
«Αφου ο Αχιλλέας σκότωσε τον αδελφό μου και ήξερε ποια ήμουν γιατί με πλησίασε ;;» αυτό ήταν κάτι που δεν είχα σκεφτεί
«Δεν ξέρω, πραγματικά. Αυτός ήταν και ο λόγος που ανησύχησα τόσο.» ακούστηκε σκεπτικός
«Η Σάρα τι γνωρίζει σχετικά με εμένα ;;» ήθελα να μάθω περισσότερα σχετικά με την Σάρα να είμαι σίγουρη πως πλέον δεν υπήρχε τίποτα που να μην γνωρίζω.
«Δεν ξέρει πολλά για εσένα, μόνο ότι της έχω πει εγώ, ότι είσαι καλή, η κολλητή μου τέτοια. Ξέρει και για τον αδελφό σου. Όλη η συμμορία τους ξέρει. Ο αρχηγός της συμμορίας ασχολήθηκε γιατί έγινε μεγάλος σαματας τότε. Μέλος της συμμορίας να κατηγορήσει τον αρχηγό ;; Ήταν εξωφρενικό αυτό που έκανε ο Αχιλλέας. Όποτε όλοι έμαθαν τι είχε γίνει.»
Κούνησα θετικά το κεφάλι για να δει ότι κατάλαβα και σκούπισα μερικές δάκρυα. Το μαξιλάρι είχε βραχεί.
«Και εσύ...εσύ τώρα τι είπες ότι κανείς ;;» ήξερα πως μου είχε πει αλλά δεν είχα συγκρατήσει πολλές λεπτομέρειες από αυτά που μου είπε στο καθιστικό.
«Βοηθάω την αστυνομία. Βρίσκω πληροφορίες όσο μπορώ για άτομα από την συμμορία που είναι ο Αχιλλέας με την βοήθεια της Σάρας. Ρισκάρει την ζωή της για να με βοηθάει...τέλος πάντων. Από εμένα θα το βρει ο Αχιλλέας και ο Άλεξ. Θα πάρω εκδίκηση.»
Εκδίκηση...Οι μύες του προσώπου του σφιχτηκαν, μια φλέβα πετάχτηκε από το σαγόνι του και τον λαιμό του.
Του έπιασα το χέρι και το έσφιξε στο δικό μου. Ξάπλωσε δίπλα μου και γυρίσαμε στο πλάι ώστε ο ένας να κοιτάζει τον άλλον.
«Τι θα κάνεις τώρα ;;»
«Ότι είναι να κάνω θα κάνω.» με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει την απάντηση μου αλλά ούτε εγώ ήξερα ακόμη τι θα κάνω. Όλα ήταν ένα κουβάρι στο μυαλό μου.
Ο ήχος της κιθάρας πλημμύρισε το δωμάτιο μου και το κινητό άρχισε να δονείται. Ο Σάκης όταν είδε πως δεν έκανα καμία κίνηση να το σηκώσω, σηκώθηκε από το κρεβάτι και το πήρε στα χέρια του.
«Η Δανάη είναι. Δεν θα το σηκώσεις ;»
«Σήκωσε το εσύ δεν έχω όρεξη για κουβέντες.»
Ξεφυσιξε και το σήκωσε.
«Ναι Δανάη ο Σάκης ειμαι.» παύση από την μεριά του «Ναι θα της το πω. Γεια.» Το έκλεισε και κάθισε στο κρεβάτι. «Η Δανάη λέει να πας στο σπίτι της. Είναι πολύ επειγων να σας μιλήσει. Είναι εκεί και η Σοφία. Οι γονείς της λείπουν, θα γυρίσουν αργά το βράδυ. Θα πας ;;»
«Δεν έχω όρεξη. Θα θέλει να μας πει πάλι για τον Κώστα. Έχω πιο σοβαρά προβλήματα.» απάντησα κοφτά.
«Βανεσσα θα πας. Δεν θέλω να πέσεις σε κατάθλιψη. Σήκω να πας στις φίλες σου. Μην ξεχνάς πως ούτε αυτές είναι καλά.» μου είπε με νόημα.
Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Έριξα κρύο νερό στο πρόσωπο μου. Τα μάτια μου είχαν πρηστεί, είχαν γίνει κόκκινα από το κλάμα. Κοίταξα το είδωλο μου στον καθρέφτη σαν να ήταν ένα πρόσωπο που έβλεπα πρώτη φορά. Αυτό που έβλεπα ήταν ένα λυπημένο πρόσωπο που ήθελε απλά όλα αυτά να αποδειχθούν ένα κακό όνειρο.
Άνοιξα το φερμουάρ από το τσαντάκι με τα καλλυντικά μου που ήταν αφημένο πάνω στο πλυντήριο και έψαξα λίγο το περιεχόμενο του. Βρήκα ένα μισοτελειωμένο κονσιλερ και αμέσως το άνοιξα. Έβαλα λίγο κάτω από τα μάτια μου, βουρτσισα τα μαλλιά μου και έβαλα λίγο άρωμα.
Πηγαίνοντας προς το δωμάτιο μου να πάρω το κινητό μου και να φύγω άκουσα τον Σάκη να μιλάει στο κινητό του.
«Τα έμαθε όλα και δεν είναι πολύ καλά. Παρεμπιπτόντως θέλω να σου πω άλλη μια φορά ευχαριστω που τόσες μέρες προσεχές την Βανέσσα. Δεν ήθελα να σκέφτομαι την περίπτωση να την είχαν δει και οι άλλοι εκείνο το βράδυ.» ανακάτεψε τα μαλλιά του με το χέρι που δεν κράταγε το κινητό του. Πέρασαν λίγα λεπτά μέχρι να ξανά μιλήσει.
«Μην αρχίζεις πάλι Σάρα. Η αστυνομία βρίσκεται ήδη κοντά στα χνάρια πολλών από την συμμορία. Κάποια στιγμή θα βρω κάτι να τον ενοχοποιεί τον Αχιλλέα.» ξεχείλιζε μίσος «Ξερω πως για ένα μυστήριο λόγο είσαι σίγουρη πως δεν σκότωσε αυτός τον φίλο μου αλλά όλα τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο.»
Ξανά άλλη μια παύση από την μεριά του.
«Καταλαβαίνω γιατί ο αρχηγός σας τον πήρε πίσω στην συμμορία. Αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι εσένα. Τον θες ακόμα ;;» ξεροκαταπιε και περίμενε με κομμένη την ανάσα. Το ίδιο και εγώ. Μακάρι να μπορούσα να ακούσω τι του απάντησε.
«Καλα καλά σε πιστεύω. Αλλά τότε γιατί του τηλεφώνησες το βράδυ που μου είχαν στήσει ενέδρα ;;»
Ανατριχιασα καθώς θυμήθηκα ξανά τι έγινε εκείνο το βράδυ, το ποσό είχα τρομάξει στην όψη του όπλου που κράταγε η Σάρα.
«Σαρα είσαι τρελή ;; Ήθελες να του πεις για την ενέδρα που είχες μάθει ότι μου είχαν στήσει ώστε να έρθει να με βρει επειδή εσύ θα έπαιρνες από πίσω τους τύπους που μου την είχαν στημένη ;; Αποκλείεται να βοηθούσε.»
Πήγα να κάνω ένα βήμα να πλησιάσω πιο πολύ την πόρτα για να ακούω καλύτερα αλλά έσπρωξα κάτι κούτες και φανέρωσα την παρουσία μου.
«Θα σε πάρω αργότερα.» είπε βιαστηκα και το έκλεισε. Πήρα το πιο αθώο ύφος μου και μπήκα στο δωμάτιο.
«Εγω πάω στο σπίτι της Δανάης.» ανακοίνωσα στους γονείς μου
«Να προσέχεις.» μου άφησε η μητέρα μου ένα φιλί στο μέτωπο και κατέβηκα την σκάλα γρήγορα με τον Σάκη από πίσω.
Πέρασα από την κουζίνα από την οποία μου ήρθε η μυρωδιά του κέικ και βγήκα από το σπίτι. Ο καιρός δεν ήταν πολύ καλός. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμενος και μουντός, σαν την διάθεση μου.
Με τον Σάκη πήραμε χωριστές κατευθύνσεις. Με αποχαιρέτησε με μια ζεστή και σφιχτή αγκαλιά. Μόλις έφυγε και ξεκίνησα να πηγαίνω προς το σπίτι της Δανάης άφησα τα δάκρυα μου να κυλήσουν ελεύθερα. Δεν ήθελα να με δει έτσι κανείς από τους ανθρώπους που αγαπώ, όπως ο Σάκης και οι γονείς μου, για να μην τους στεναχωρήσω κι άλλο. Τα δάκρυα κυλαγαν και στέγνωναν σχεδόν αμέσως στα μάγουλα μου από το κρύο που επικρατούσε.
Φυσιξα την μύτη μου σε ένα χαρτομάντιλο και εκείνη την ώρα σταμάτησε ένα αυτοκίνητο δίπλα μου. Ένα τόσο γνωστό αυτοκίνητο. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και κατέβηκε από την θέση του οδηγού ο Αχιλλέας. Με κοίταξε με ένα χαμόγελο και με πλησίασε. Εγώ είχα παγώσει στην θέση μου και για κάποιον λόγο δεν μπορούσα να κουνηθώ, να φύγω. Ήθελα να ουρλιαξω αλλά δεν το εκανα. Τον άφησα να με φτάσει.
«Μωρό μου τι έχεις εκλεγες ;;» με κοίταξε ανήσυχος. Πόσο θέατρο παίζει τελικά.
«Ενα πράγμα δεν έχω καταλάβει από όλο αυτό. Γιατί πλησιάσεις εμένα. Γιατί μου μίλησες ;; Γιατί με φίλησες ;; Γιατί έπαιξες όλο αυτό το παιχνίδι εις βάρος μου ;;» του είπα και τα μάτια μου βουρκωσαν.
«Ποιο παιχνίδι δεν καταλαβαίνω.» έσμιξε τα φρύδια του μεταξύ τους και με κοίταξε ανήσυχος
«Τα ξέρω όλα Αχιλλέα. Ο Σάκης και οι γονείς μου μου τα είπαν όλα. Ξέρω τι έχεις κάνει. Ξέρω ότι εσύ σκότωσες τον αδελφό μου με τον φίλο σου τον Άλεξ.»
Η έκφραση του έγινε σοβαρή και σκληρή. Με κοιταγε με ένα θυμωμένο και ψυχρό βλέμμα. Έκανα μερικά βήματα πίσω κοιτάζοντας τον στα μάτια και μετά ξεκίνησα να τρέχω. Ήθελα να φτάσω στο σπίτι της Δανάης όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί εκεί ήξερα πως θα ήμουν ασφαλής.
Είχα σχεδόν φτάσει. Το αμάξι του ήρθε και σταμάτησε πάλι μπροστά μου. Το μισό αμάξι είχε ανέβει πάνω στο πεζοδρόμιο όπου έτρεχα και το άλλο μισό ήταν στον δρόμο κάθετα. Πήγα να το προσπεράσω αλλά με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε μέχρι τις πίσω θέσεις. Μπήκαμε μέσα και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του.
«Ασε με να σου εξηγήσω δε είναι έτσι τα πράγματα.»
«Αλλα πως είναι ;; Τόσο καιρό με κοροϊδεύεις. Δεν θέλω να σε ξανά δω μπροστά μου. Μείνε μακριά μου. Σε φοβάμαι.»
«Αγγελε μου δεν χρειάζεται να με φοβάσαι.» πήγε να με φιλήσει αλλά τον χαστουκισα.
«Δεν σκότωσα εγώ τον αδελφό σου. Δεν το έκανα εγώ.» απάντησε ήρεμα σαν να μην είχε δεχτεί ποτέ αυτό το χαστούκι.
«Αλλα τότε ποιος ;; Όλα τα στοιχεία είναι εναντίον σου οπότε νομίζω πως όλα είναι ξεκάθαρα.»
Πήγα να φύγω από το αμάξι αλλά με κράτησε από το χέρι και έκλεισε την πόρτα. Με κοίταξε νευριασμένος και λυπημένος ταυτόχρονα.
«Άκουσε με επιτέλους. Δεν τον σκότωσα εγώ. Με κόβεις για δολοφόνο ;;» με ρώτησε αλλά δεν απάντησα. Κοίταξα άλλου για να μην δει τα μάτια μου που βουρκωσαν.
«Σου λέω την αλήθεια. Ο αρχηγός της συμμορίας μου τον σκότωσε. Απλά δημιούργησε ένα ψεύτικο άλλοθι, υπήρχε το DNA μου στο πτώμα και έτσι την γλύτωσε. Έτσι έγινε. Σου το ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό.»
«Το θέμα είναι πως δεν έχεις τίποτα ιερό. Τελειώσαμε.» πήγα να φύγω αλλά με κόλλησε επάνω του και πήγε να με ξανά φιλήσει.
Τον χαστουκισα ξανά και έφυγα από το αμάξι. Έτρεξα και έφτασα στο σπίτι της Δανάης γρήγορα. Αυτήν την φορά δεν με ακολούθησε. Άλλο ένα κομμάτι της καρδιάς μου έσπασε. Πώς μπορεί και με αντικρίζει ;; Με τι θράσος ;; Θεέ μου είναι δολοφόνος. Ακόμη δεν το έχω συνειδητοποιήσει.
Μπήκα στην αυλή και περπάτησα γρήγορα φτάνοντας στην πόρτα. Χτύπησα το κουδούνι και μια υπηρέτρια μου άνοιξε. Με κοίταξε λίγο σαστισμένη και ανήσυχη αλλά την προσπέρασα και ανέβηκα την σκάλα. Το ήξερα καλά το σπίτι οπότε μπήκα κατευθείαν στο δωμάτιο της Δανάης και τις είδα στο κρεβάτι, αυτήν και την Σοφία. Ήταν αγκαλιασμενες και άκουγαν μουσική, κάτι πολύ χαλαρό και λυπητερό. Είχαν διάφορα χαρτομάντιλα στα πόδια τους χρησιμοποιημένα, ο κάδος ήταν γεμάτος και τα μάτια τους βουρκωμενα. Καλά η Σοφία κλαίει επειδή ο Άλεξ, το αγόρι της είναι συνένοχος με τον Αχιλλέα. Η Δανάη όμως γιατί ;;
Ξαφνικά ένιωσα ένα πλακωμα στο στήθος μου και ένα τσιμπιμα στο στέρνο μου. Ένιωθα να πονάω και να μην μπορώ να πάρω ανάσα καλά. Προσπάθησα να στηριχτώ επάνω στο χερούλι της πόρτας γιατί τα πόδια μου έτρεμαν λίγο. Αλλά δεν κατάφερα. Όλα γύρω μου μαύρισαν.Χελοου !
Αυτό ήταν το κεφάλαιο. Ελπίζω να σας άρεσε.
Τα λέμε στο επόμενο...
Μπαιιιιιιιι ❤️
YOU ARE READING
The deal
Random«Τι θες για να μην κρατήσεις τις φωτογραφίες;; » του είπα ηττημένη «Σου είπα. Να με βοηθήσεις να κερδίσω την κοπέλα που αγαπάω.» «Και πως θα το κάνω εγώ αυτό ;; » «Θα μου δείξεις πως πρέπει να είναι το τέλειο αγόρι. Αυτό που θέλουν τα κορίτσια.» «Κ...