15 : φιλί

941 70 3
                                    

Εκείνος έχει στηρίξει τα χέρια του στο χαμηλωμένο παράθυρο και ο Αχιλλέας του μιλάει από την θέση του οδηγού.
   
«Αχιλλεα βγες έξω τώρα !! Δεν έχεις δίπλωμα και είσαι ανήλικος. Δεν μπορείς να οδηγήσεις το αμάξι, απαγορεύεται !!» Του φώναξε το αγόρι και εγώ είχα πλησιάσει τον φράχτη του σπιτιού και άκουγα καθαρά την κουβέντα τους.
   
«Πανο τράβα να συνεχίσεις τον ύπνο σου και παρατάμε επιτέλους. Δεν καταλαβαίνεις πως δεν με νοιάζει η γνώμη σου καθόλου ;;!» είπε ο Αχιλλέας στον άλλο.

Ο Πάνος φάνηκε να λυπάται αλλά δεν έφυγε. Φόραγε μια άσπρη φόρμα και από πάνω τίποτα. Τα μαύρα μαλλιά του, που δεν είναι τόσο πυκνά όσο του Αχιλλέα, ήταν ανακατεμένα. Φανερό πως είχε σηκωθεί από τον ύπνο. Μία τρελή ιδέα περασε από το μυαλό μου και όσο την σκεφτόμουν τόσο πιο πολύ πίστευα πως μάλλον αυτό συνέβαινε.
   
«Γιατι μου μιλάς έτσι ;;Ο αδελφός σου είμαι γαμωτο όχι ο εχθρός σου !!» η μπάσα φωνή του Πάνου έκανε για λίγο αντίλαλο αφού είχε φωνάξει παρά πολύ.
   
Ο αδελφός του. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν. Μοιάζουν πάρα πολύ με τον Αχιλλέα, αν εξαιρέσεις το ότι ο Πάνος είναι πιο ψηλός, λιγότερο γυμνασμενος και τα μάτια του είναι μπλε όχι γαλανά σαν του Αχιλλέα. Επίσης φοράει και γυαλιά, στρογγυλά με μαύρο σκελετό.
   
«Αν είναι έτσι τα αδέλφια τότε προτιμώ τους εχθρούς.» είπε ήρεμα ο Αχιλλέας και ο Πάνος ήταν σαν να του είχε ρίξει μπουνιά.
   
«Καλα σε αφήνει ο μπαμπάς να οδηγείς αμάξι ;; » απόρησε ο Πάνος
   
«Δεν το ξέρει. Όταν φεύγω για το σχολείο πάντα λείπει ήδη και γυρνάει όταν έχω γυρίσει. Άλλωστε αυτό το αμάξι το είχε παρατημένο. Όταν βγαίνω έξω παίρνω την μηχανή.»
   
«Αχιλλεα τελευταία φορά στο λέω, βγες έξω και δεν θα πω τίποτα στους γονείς. Θα μείνει μεταξύ μας. Αλλά θα πας με τα πόδια στο σχολείο.» προσπάθησε να ηρεμήσει την κατάσταση ο Πάνος.
   
Ο Αχιλλέας ρολαρε τα μάτια του και το βλέμμα του έπεσε πάνω μου. Γουρλωσε τα μάτια του και κατέβηκε από το αμάξι σβήνοντας την μηχανή. Ο Πάνος παραξενεύτηκε όταν δεν του έδωσε τα κλειδιά και ο Αχιλλέας κάθισε στο καπό του αυτοκινήτου. Δεν είχε πάρει το βλέμμα του από το δικό μου και δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν θυμωμένος, ήρεμος, εκνευρισμένος που άκουγα την κουβέντα τους.
   
«Βανεσσα μην στέκεσαι στο πεζοδρόμιο. Ότι ήταν να ακούσεις το άκουσες.»
   
Ένιωσα σαν να είχε σταματήσει η καρδιά μου για ένα δευτερόλεπτο και ξεκίνησε πάλι μετά πολύ γρήγορα λες και έτρεχα μαραθώνιο. Δειλά δειλά προχώρησα στην αυλή και προσπάθησα να μην τρέμω.
   
«Γεια» είπα ανάλαφρα αλλά δεν ξέρω καν αν ακούστηκε ή αν το ψιθύρισα στον εαυτό μου.
   
«Ελα να σε πάω εγώ στο σχολείο γιατί έχουμε αργήσει και πρώτη ώρα έχουμε την Πλαστικια οπότε πάλι θα μας πριξει που αργήσαμε.» η φωνή του ήταν ζέστη και φιλική. Ευτυχώς.
   
«Αχιλλεα δεν θα με συστήσεις στην κοπέλα ;;»
   
Ο Αχιλλέας τον κοίταξε δολοφονικά και με έπιασε από το χέρι τραβώντας με πίσω από την πλάτη του.
   
«Οχι. Δεν κάνω το ίδιο λάθος δύο φορές.» έφτυνε την κάθε λέξη.

The dealWhere stories live. Discover now