Την επόμενη μέρα το απόγευμα αποφάσισα πως θα πήγαινα να μιλήσω στον Γιάννη. Αφού εκείνος δεν είχε κάνει κάποια κίνηση να μου μιλήσει, κάποιος έπρεπε να το κάνει. Έτσι άφησα το διάβασμα στην μέση και ντύθηκα. Λογικά θα ήταν στην καφετέρια του θείου του μαζί με την Σάρα. Θα προσπαθήσω να την αποφύγω γιατί δεν θελω να είμαι επηρεασμένη από τίποτα όταν θα μιλήσω στον Γιάννη.
Ο αέρας του Νοέμβρη ήταν κρύος και παρόλο που φόραγα φούτερ, ζακέτα και μπουφάν πάλι κρύωνα. Η διαφορά της θερμοκρασίας στην καφετέρια με το έξω ηταν τεράστια. Ο Γιάννης είχε σκύψει το κεφάλι του πάνω από ένα βιβλίο αλλα έδειχνε αρκετά αφηρημένος. Η Σάρα σέρβιρε σε ένα τραπέζι και όταν ακούστηκε το καμπανάκι της πόρτας γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν για λίγο και μετά εξαφανίστηκε πίσω από μια πόρτα του μαγαζιού.
Πλησίασα τον Γιάννη που ήταν καθισμένος σε ένα τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού και του έκλεισα το βιβλίο. Τότε, σαν να ξύπνησε από τις σκέψεις του με κοίταξε και αμέσως ανακαθισε.
«Γεια.» είπε δειλά και χαμογέλασα.
«Ήρθα να μιλήσουμε.»
«Το περίμενα πως θα ερχόσουν. Και εγώ θέλω να μιλήσουμε απλά δεν είχα το θάρρος να σε πάρω τηλέφωνο.»
«Γιάννη εγώ σε βλέπω σαν φίλο. Σαν ένα πολύ καλό μου φίλο.» του έπιασα το χέρι και με κοίταξε κατάματα.
«Το ξέρω. Το ήξερα πως δεν νιώθεις τίποτα παραπάνω για εμένα. Απλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου να σου κρύβομαι πια. Σε θέλω. Δεν θα δικαιολογηθω.» χαμογέλασε και ένιωσα να τον λυπάμαι λίγο. «Θα προσπαθήσω να σε ξεχάσω όμως. Λοιπόν φίλοι ;;»
Η ερώτηση του με βρήκε πολύ απροετοίμαστη. Δεν το περίμενα κάτι τέτοιο αλλά χάρηκα γιατί δεν ήθελα να χαλάσει αυτό που είχαμε.
«Ναι αν το θες και εσύ. Τώρα πρέπει να πηγαίνω γιατί έχω αφήσει το διάβασμα στην μέση.»
Με αποχαιρέτησε και γύρισε στην δουλειά. Η Σάρα είχε φύγει, δεν φαινόταν πουθενά στο μαγαζί. Βγήκα έξω και ένιωσα μια επιθυμία να πάω στον τάφο του αδελφού μου. Μπήκα σε ένα ταξί που βρήκα λίγο παρακάτω στον δρόμο.
Όταν έφτασα στο νεκροταφείο δεν υπήρχε κανείς. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θρόισμα των φύλλων στα λιγοστά δέντρα που είχαν ακόμη φύλλα. Σε λίγο θα ξεκίναγε να νυχτώνει οπότε καλό θα ήταν να βιαστώ. Το μέρος μου προκαλούσε μια μικρή ανατριχιλα. Δεν έπρεπε να έρθω μόνη.
Στο βάθος του νεκροταφείου σε έναν τάφο ήταν γονατισμενη μια κοπέλα. Τα ροζ μαλλιά που ανέμιζαν από τον αέρα πρόδιδαν την ταυτότητα της. Στο μυαλό μου ήρθαν τα λόγια του Σάκη, ότι είναι καλή και όλα τα χαριτωμένα επίθετα με τα οποία την στολίζει συνέχεια. Ένιωσα κάποιες τύψεις για την συμπεριφορά μου όλον αυτόν τον καιρό. Πήρα μερικές ανάσες και την πλησίασα. Είχα φτάσει σε τέτοιο σημείο που μπορούσα να την ακούω να μιλάει.
«Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Μαμά αν ήσουν εδώ θα με συμβουλευες. Όλα πάνε στραβά. Δεν αντέχω άλλο αυτήν την ζωή. Ο Σάκης...» έκανε μια παύση και εγώ σταμάτησα να προχωράω και έμεινα να ακούσω.
YOU ARE READING
The deal
Random«Τι θες για να μην κρατήσεις τις φωτογραφίες;; » του είπα ηττημένη «Σου είπα. Να με βοηθήσεις να κερδίσω την κοπέλα που αγαπάω.» «Και πως θα το κάνω εγώ αυτό ;; » «Θα μου δείξεις πως πρέπει να είναι το τέλειο αγόρι. Αυτό που θέλουν τα κορίτσια.» «Κ...