μόνος σέρνεις το κουφάρι σου
και αυτή την άδεια νύχτα
σφίγγεις τα σαγόνια σου
καμία για σένα ελπίδα πια...
μπλεγμένος στον ιστό του θανάτου
της ηδονικής μοναξιάς τη τρέλα
καμία ελπίδα για σένα πια...
κάτω από μια πανσέληνο ξεφτισμένη
σέρνεσαι με βαριά βήματα...
προς ένα λυτρωτικό ,χωρίς πόνο τέλος
μιας εφιαλτικής, σιχαμένης και άδειας ζωής...
οι αναμνήσεις έγιναν απρόσωπα αγάλματα...
αποσβολωμένα, παγωμένα, κενά , λευκά...
και παρά την προσπάθεια να κρατηθείς...
γονάτισες ρε και εσύ...σε τσάκισαν...
γονάτισες αδιόρθωτε άνθρωπε...
σαν ξεραμένο, σπασμένο, τσακισμένο δέντρο...
γονάτισες κλαίγοντας άνθρωπε...
πέφτεις και χάνεσαι στο αιώνιο κενό...