19. Άλεξ

197 11 41
                                    

Πάμε μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν, στην Ισπανία του 16ου αιώνα όπου έζησε ο συγγραφέας Μιγκέλ Θερβάντες. Μεταξύ άλλων, είχε πει πως "Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τρέλα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος από το να απελπιστεί".

Δεν θα μπορούσε λοιπόν να υπάρξει άλλη φράση που να περιγράφει με καλύτερο και πιο παραστατικό τρόπο την ζωή του.

Από μικρός ήταν αναγκασμένος να υπομένει τα βασανιστήρια του πατέρα του, τα οποία προέρχονταν εξ'ολοκλήρου απ'τον εθισμό του στο τζόγο και το ποτό.

Κάθε φορά που έχανε ή έπινε παραπάνω, επέστρεφε στο σπίτι και εκτόνωνε τον θυμό του. Έναν θυμό που τον έπνιγε, μια λύσσα κακιά που είχε ως αποτέλεσμα να βασανίσει το μικροκαμωμένο σώμα του ίδιου του του παιδιού.

Άλλες φορές, όταν τα πράγματα γίνονταν χειρότερα, εκφραζόταν με κλωτσιές και συνάμα με το να σβήνει τα τσιγάρα του πάνω στον μικρό.

Στο μυαλό του, κάθε ήττα του πατέρα του έπρεπε να συνοδεύεται με ένα κύμα συναισθημάτων κατευθυνόμενο απευθείας πάνω του. Ήταν μόλις 6 χρονών και η ζωή είχε ήδη αρχίσει να του δείχνει το χειρότερο της πρόσωπο.

Ακόμη όμως και τις φορές που ο άντρας κέρδιζε στα χαρτιά, ξόδευε τα όποια χρήματα κέρδιζε στο ποτό με αποτέλεσμα να γίνεται βίαιος ξανά, να συνεχίζει την παράνοια του σαν να επρόκειτο να πάρει ζωή μέσα από αυτήν, την ζωή εκείνου, του μικρού του παιδιού. Θα έλεγε κανείς πως το μικρό αγοράκι δεν είχε καμία ελπίδα σωτηρίας. Δεν τον έσωζε ούτε η νίκη του πατέρα του, ούτε η ήττα, ούτε καν η μητέρα του στην οποία στρεφόταν απελπισμένα για λίγη βοήθεια.

Η γυναίκα, ήταν μια κλασσική μοντέρνα παρουσία γεννημένη στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Ψηλή, με δύο μάτια εκφραστικά και μια καρδιά μάλαμα. Τα μαλλιά της ήταν μακριά και τα χείλη της ζουμερά, ήταν το αντίθετο από αυτό του εξάλλου άνδρα. Ένας άγγελος δίπλα σε έναν δαίμονα. Η απόλυτη αντίφαση. Μα ήταν εκεί, πάντα στεκόταν εκεί, δίχως να βοηθά. Ένα θύμα παγιδευμένο μέσα σε μια κόλαση που αγαπούσε το "τέρας" το οποίο αδυνατούσε να το σταματήσει.

Τα πρώτα χρόνια, ήταν ιδανικά για τη σχέση του ζευγαριού. Ο άντρας της στα μάτια της ήταν Θεός, ήταν ο άνθρωπος στον οποίο στρεφόταν μετά από κάθε δυσκολία και εκείνος πάντοτε έβρισκε λύση σε κάθε πρόβλημα της. Ήξερε πως οτιδήποτε και να προέκυπτε, εκείνος θα ήταν δίπλα της να τη στηρίζει.

Καθημερινά, γυρνούσε σπίτι με ένα λουλούδι και της το προσέφερε γιατί, όπως έλεγε, ήταν το άνθος στη ζωή του. Η φωτεινή ηλιαχτίδα, η ελπίδα του, ο λόγος για να ζει.
Πήγαιναν ταξίδια σε κάθε πιθανό προορισμό, όπου και αν ήταν. Ονόμαζε η Στέλλα έναν προορισμό και ο Χρήστος της έλεγε απλά να ετοιμάσει βαλίτσες. Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς πως και γιατί, έκλεινε απλά εισιτήρια και έφευγαν την επόμενη στιγμή.

Νύχτες ΚαλοκαιρινέςNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ