21. Τα χρώματα

18 2 1
                                    

Είχα ένα φόρεμα. Χρωματιστό με χάντρες. Φούσκωνε τα απογεύματα από καλοπέραση. Τα στάχυα ψήλωναν όταν το έφερνα στο σώμα μου. Δεν έβλεπε κανένας το ποσό ωραίο ήταν. Έβλεπαν μόνο το ποσό δεν ήταν.

Χάντρες είχε. Όχι διαμάντια. Όχι πούλιες ούτε μεταξένιο ήταν. Φορτωμένο με χρώματα της χαράς και πολλές αναμνήσεις απάνω του. Αυτό είχε.

Οι άλλες φόραγαν θυμάμαι παντελόνια με ιδιαίτερες γραμμές και σχήματα. Πουκάμισα μεταξωτά και με ειδών ειδών κλωστές που τριγύρω λαμπίριζαν από το φως του ήλιου.

Κάποιες φορέματα που είχαν, ήταν απίστευτα. Όμορφα και μακριά. Μαύρα όμως. Το μαύρο δεν είναι της χαράς. Εγώ το φορούσα με χρώματα γιατί χαιρόμουν.

Πίστευα τότε πως ήταν κακό άμα φόραγες χρώμα. Ήμουν άβγαλτη και άμαθη. Επειδή όλες είχαν κομψά ρούχα και εγώ είχα αυτό που δεν έπρεπε. Το διαφορετικό.

Το ριζοσπαστικό πάνω μου. Το χρώμα τα έφταιγε όλα. Εκείνο. Ή και το υλικό. Ήταν μάλλινο και στις κορφές βαμβακερό. Ενώ τα δικά τους αλλιώτικα.

Με κοίταζαν σαν να είχα βάλει πανοπλία πάνω μου. Όμως δεν με ένοιαζε. Καθόλου κιόλας. Ξέρεις γιατί μήπως;

Γιατί από όλους εκεί, ένα ζευγάρι μάτια ήταν το μόνο που με κοίταγε διαφορετικά από όλα. Ένα ζευγάρι γκρίζα μάτια που φωτιά έπιαναν στα σκοτεινά.

Ήταν τόσο επιβλητικός. Τυλιγμένος σε ένα μπλε πέπλο. Από πάνω μέχρι κάτω. Με έβλεπε σαν όχι ένα κορίτσι του χωριού αλλά σαν μια βασίλισσα από ένα μακρινό μέρος.

Το μέρος δίχως τρόπους και συνδυασμούς. Με φραγμούς όχι δυνατούς αλλά υπαρκτούς. Με μικρά μικρά βήματα προόδου και συνοχής.

Αυτό ήμουν. Γιατί τότε ήταν η μέρα μου. Αρραβωνιαζόμουν και θα το θυμόμουν για πάντα.

Ανθολόγιο ποιημάτων ♡Where stories live. Discover now