Η τρέλα τους...

264 40 15
                                    

Η έπαυλη στο Κολωνάκι σείστηκε από το χτύπημα της πόρτας και ο αντίλαλος απλώθηκε σε κάθε της γωνιά. Η Φαίδρα πέταξε με δύναμη την τσάντα της στον καφέ καναπέ και έβγαλε άτσαλα τις κόκκινες σουέτ γόβες της με τα βήματά της να σταματούν στο μπαρ. " Ηλίθιο τσουτσέκι", αναφώνησε και πέταξε το ποτήρι της στο πάτωμα, κάνοντάς το θρύψαλα. Πώς τόλμησε να τη φιλήσει, πώς τόλμησε να απλώσει τα χέρια του επάνω της; Ήταν τελειωμένος, θα τον εξαφάνιζε από προσώπου γης. Τα δάχτυλά της ασυναίσθητα έκαναν τον κύκλο των χειλιών της και ακόμα ένα ποτήρι έγινε κομμάτια από τον θυμό που την έπνιγε.

Είχε δώσει μια υπόσχεση, είχε ξοδέψει όλη της τη ζωή σε αυτή τη δουλειά και δε θα επέτρεπε σε κανέναν, ούτε καν στον όμορφο Αλέξανδρο, να της πάρει ό,τι μόχθησε να κατακτήσει. Έκλεισε αγανακτισμένη τα μάτια και η μορφή του ήταν εκεί° το ψηλό ανάστημα, το λαμπερό χαμόγελο  και τα καταραμένα σπινθηροβόλα μάτια του, η μυρωδιά του και το παθιασμένο του φιλί.

" Κάθαρμα είσαι, σαν τον πατέρα σου", φώναξε δυνατά και ακόμα ένα ποτήρι είχε την τύχη των δύο προηγούμενων, όταν είδε μια γνώριμη φιγούρα να στέκεται στην άκρη της σκάλας με την πλάτη της ακουμπισμένη στον τοίχο, χαμογελώντας. 

" Εσύ γιατί γελάς;" του είπε καθώς τα νεύρα της βγήκαν εκτός ελέγχου.

'' Είναι η πρώτη φορά που τα μάτια σου δεν πέφτουν αμέσως πάνω μου.''

Η Φαίδρα  περπάτησε χωρίς να νοιάζεται για τα γυαλιά που είχαν απλωθεί στο λευκό μάρμαρο, σταμάτησε μπροστά του και έφερε το πρόσωπό της σε απόσταση αναπνοής από το δικό του° στη συνέχεια γύρισε την πλάτη της και ανέβηκε ένα σκαλί. 

" Κατέβασε το φερμουάρ ", τον διέταξε κι εκείνος εκτέλεσε τη διαταγή της, αφήνοντας το κόκκινο φόρεμα να γλιστρήσει από το σώμα της. Η Φαίδρα άρχισε να ανεβαίνει σχεδόν ημίγυμνη τις σκάλες για την κρεβατοκάμαρά της, και ο Ερμής την ακολούθησε σαν υπνωτισμένος. 

Ο φωτισμός του δωματίου ήταν χαμηλός και τα κόκκινα, μεταξωτά σεντόνια είχαν την ίδια έντονη απόχρωση με τα δαντελωτά εσώρουχά της. Πήρε μια απαλή εισπνοή να συγκρατήσει την ορμή του, όμως τη στιγμή που την είδε να λυγίζει τα γόνατα στην άλλη άκρη του κρεβατιού, βαδίζοντας αισθησιακά με τα τέσσερα άκρα της προς το μέρος του, η ανάσα του βάθυνε από ηδονή:

'' Ποιος είναι το κάθαρμα;'' ρώτησε εντέλει, αφού η ζήλια άρχισε να κατακαίει την ήδη φλεγόμενη σάρκα του.

Νιώσε με: Η αλήθεια... ( Βιβλίο πρώτο)Where stories live. Discover now