Η άλλη μισή αλήθεια...

214 28 20
                                    

Όλα είχαν γίνει ένα ατέλειωτο χάος μέσα του. Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να προσγειωθεί σε μια καρέκλα της κουζίνας και ξεκίνησε να ξύνει με βία το ήδη φθαρμένο ξύλο του μικρού τραπεζιού, σπάζοντας τα νύχια του. Μες στην τρέλα του δεν έμαθε σε ποιο νοσοκομείο είχαν την Κλειώ και ήταν αναγκασμένος να πάρει τηλέφωνο τη Φαίδρα. Η ανάσα του κόπηκε. Αν της τηλεφωνούσε, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην του πει πού την είχαν μεταφέρει. Μάζεψε τα ματωμένα δάχτυλά του αγγίζοντας απαλά την ανάγλυφη επιφάνεια του τραπεζιού, και τα έκλεισε αποφασιστικά μες στην παλάμη του. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να τη συναντήσει, αφού η διαίσθησή τού έλεγε πως δε θα τον άφηνε να της μιλήσει ή δε θα σήκωνε το ακουστικό. 

Περπάτησε μέχρι τη λευκή κονσόλα που ήταν τοποθετημένη πίσω από την εξώπορτα, έριξε μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος από πάνω της, απηυδισμένος από την κατάντια του, και μάζεψε τα κλειδιά της μηχανής με τα μάτια του να σταματούν στο χαρτάκι από κάτω τους, που ευθύς αμέσως ξεδίπλωσε και άρχισε να διαβάζει: 

" Μετροπόλιταν Παλαιού Φαλήρου, δωμάτιο 420. Εδώ θα τη βρεις. Σ' ευχαριστώ για όλα. Το κορίτσι σου, Λίζα!"

Το τσαλάκωσε και το έβαλε στην τσέπη του, βγαίνοντας από το διαμέρισμα με ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη. Αυτό το κορίτσι του ξυπνούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα. Ναι... η αθώα αφέλεια, ο κωμικός ερωτισμός και το βάθος που διέκρινε στον κατά τα άλλα επιφανειακό χαρακτήρα της, τον έκαναν να γελάει με την καρδιά του και να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο, ακόμα κι αν έφυγε μακριά του. Θα την έβλεπε ξανά και αυτή τη φορά θα τη διέκρινε ανάμεσα στο πλήθος εκατομμυρίων ανθρώπων, γιατί ρίσκαρε τη ζωή της για χάρη του, γιατί τον έβγαλε για λίγο από το σκοτάδι του, γιατί έκανε τα σκουρόχρωμα μάτια του - που άλλοτε έπαιρναν το χρώμα του έβενου και άλλοτε της σοκολάτας - να γεμίζουν από φωτεινές ραβδώσεις στο χρώμα του μελιού.

Ο ουρανός άρχισε να βάφεται κόκκινος και η μαυρίλα έσπαγε από το γκρίζο χρώμα που απλωνόταν πάνω από το κεφάλι του, με το φεγγάρι να γίνεται διάφανο, χαιρετώντας τον αδύναμο ήλιο που ξεκινούσε από την αρχή το ταξίδι του στον χρόνο. Μέχρι να φτάσει στο νοσοκομείο, οδηγούσε κλείνοντας πού και πού τα μάτια, με την αίσθηση της Κλειούς πίσω του να του βαστά γερά τη μέση, σαν να μη χωρίστηκαν ποτέ. Σταμάτησε στην πίσω πλευρά του νοσοκομείου, σταθμεύοντας στο πιο απόμακρο σημείο του πάρκινγκ, αφού σκόπευε να μπει και να βγει σαν κλέφτης, μόνο και μόνο  για της πει την αλήθεια που της χρωστούσε. Ανέβασε την κουκούλα του μαύρου τζάκετ, κάλυψε καλά το πρόσωπό του και προχώρησε με μεγάλα βήματα μέχρι το δωμάτιό της, με το βλέμμα του να ψάχνει τον άδειο χώρο εξονυχιστικά. 

Νιώσε με: Η αλήθεια... ( Βιβλίο πρώτο)Where stories live. Discover now