Πληγωμένα αισθήματα

169 28 6
                                    

Η Κλειώ είχε πέσει σε μια φυλακή χειρότερη από αυτή που πίστευε πως ήταν. Από τη μία ο Ερμής εκτελούσε εν μέρη τις εντολές της σκύλας Φαίδρας, που ήθελε να την κάνει έρμαιο μέσα από τις αισθήσεις - ή ίσως να την εθίσει σε αυτές- και από την άλλη ο Αλέξανδρος αντλούσε όλη τη γοητεία και την καλή συμπεριφορά του για να την αιχμαλωτίσει σε έναν γάμο από τον οποίο θα ευνοούταν, εφόσον εκείνη κοιμόνταν σε ύπνο βαθύ. 

Όλα τα σημάδια ήταν μπροστά στα μάτια της. Εκείνο το απόγευμα στο μικρό δωμάτιο της εστίας, κοιτούσε σαν χαμένος τις ειδήσεις να εξυμνούν τη Φαίδρα κι εκείνη δεν έδωσε καμία σημασία καθώς πίστευε πως αν έδειχνε οποιαδήποτε αντίδραση στο άκουσμα του ονόματός της, ο Αλέξανδρος θα καταλάβαινε την αληθινή της ταυτότητα. Αλλά και στην παραλία της Αλθέας, όταν δέχτηκε το τηλεφώνημα που τον ενημέρωσε για την πώληση των μετοχών του, οι κινήσεις του της δήλωναν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σε τίποτα δεν έδωσε βάση, η ανάγκη της να ξεφύγει από τον πατέρα της την έκανε το πιο εύκολο θύμα στα χέρια των δαιμόνων.

Ήθελε να κλάψει, να ουρλιάξει, να είχε τη δύναμη να σκοτώσει όλους αυτούς που έγιναν η αιτία του μαρτυρίου της. Παρόλα αυτά, δε θα τους έδινε την ικανοποίηση να γίνει κι αυτή ένας δαίμονας που εισβάλει στην ψυχή κάθε ανθρώπου και του τρώει τα σωθικά, αφήνοντάς τον κενό - ένα τίποτα- μα συνάμα όλα όσα ποθεί ο κυρίαρχός του. Η Κλειώ Αυγερινού επέστρεψε και είχε σκοπό να οδηγήσει τους δαίμονες μέχρι την κόλαση και να τους φυλακίσει παντοτινά, με κάθε κόστος.

" Ακαταμάχητε μέλλοντα, σύζυγέ μου." Απαιτούσε απ' όλους την αλήθεια και δεν υπήρχε περίπτωση να μην τη διεκδικήσει και από τον όμορφο Αλέξανδρο, που μέχρι και τη Φαίδρα είχε γοητεύσει. Αυτή η γυναίκα της είχε πάρει τον πατέρα και σκόπευε να πάρει και τον Αλέξανδρο, το είδε στο βλέμμα της όταν τον κοιτούσε. Το μεγάλο κακό που θα ερχόταν στη Φαίδρα θα την έκαιγε πριν καν προλάβει να αντιδράσει για να σώσει τον εαυτό της.

" Από πού θα ξεκινήσεις;" τον ρώτησε καρφώνοντας το σκληρό βλέμμα της στο δικό του.

Ο Αλέξανδρος βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα, σταύρωσε τα χέρια κι έγειρε προς τα μπρος τον κορμό του, κοιτώντας την μπερδεμένος από όσα προηγήθηκαν. '' Κανονικά, εσύ δε θα έπρεπε να κάνεις την αρχή; Αφού δέχτηκες την πρότασή μου, εξαφανίστηκες. Επέστρεψα το βράδυ στην εστία και δεν ήσουν εκεί, μα τα πράγματά σου ήταν όλα στη θέση τους. Σε έψαξα και δε βρήκα πουθενά ούτε ένα σημάδι σου. Έτσι, υπέθεσα πως άλλαξες γνώμη για το γάμο και ήθελες κι άλλο χρόνο για να σκεφτείς. Πού ήσουν Κλειώ, και πώς έμαθες την αλήθεια για την καταγωγή σου;''

Νιώσε με: Η αλήθεια... ( Βιβλίο πρώτο)Where stories live. Discover now