Αφέσου...

238 29 5
                                    

" Κι αν βρεθεί κανένα γατάκι στο δρόμο μας;" τον ρώτησε με το άγχος της να την κατακλύζει. Όσο κι αν την ενθουσίαζε η ιδέα, αγαπούσε τη ζωή της και δε θα την έβαζε σε κίνδυνο, αν και μια φωνή μέσα τής φώναζε να ανέβει στη μηχανή και να το απολαύσει σαν να μην υπήρχε αύριο.

'' Θα το πάρουμε στην εστία να σου κάνει παρέα'', της χάρισε ένα ζεστό μειδίαμα καβαλώντας τη μηχανή. '' Έλα μικρή, μη φοβάσαι. Αφέσου στην τρέλα!'' συμπλήρωσε δίνοντάς της το κράνος του.

Αυτό είχε ανάγκη! Να αφεθεί, να ζήσει στην τρέλα, να κοχλάσει το αίμα της όπως κάθε φορά που πηδούσε τον τεράστιο τοίχο του οικοτροφείου, για να περάσει μια ξέφρενη νύχτα. Ανέβηκε χωρίς να το σκεφτεί, φόρεσε το κράνος, και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη γυμνασμένη μέση του. " Έχω ανάγκη να πετάξω!" του είπε αποφασιστικά και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της, καθώς δεν άντεχε άλλο αυτό μαρτύριο που επέλεξε να ζει.

Ο μηχανόβιος την κοίταξε από τον καθρέφτη και τα μάτια του μιμήθηκαν τα δικά της. Όσο κι αν ήθελε να ξεγελάσει τον εαυτό του, μοιραζόταν τα ίδια συναισθήματα. Ποτέ δε γεύτηκε την αίσθηση της ελευθερίας, ποτέ δεν ήταν πραγματικά ελεύθερος. Ήταν ένα ψάρι κλεισμένο σε ένα ενυδρείο γεμάτο ψεύτικα φυτά και βραχώδεις κρυψώνες, που ο ιδιοκτήτης του το τάιζε δυο τρεις φορές τη μέρα κι εκείνο ένιωθε ευγνωμοσύνη που διατηρούταν ζωντανό, υποθέτοντας πως αυτή η τέλεια ζωή ήταν η αληθινή, εφόσον η ζωή στην άπειρη λίμνη με τα τέρατα δεν του παρείχε καμία ασφάλεια.

'' Ας πετάξουμε μαζί, λοιπόν'', της φώναζε καθώς έβγαζε σιγανά την τεράστια, μαύρη μηχανή στον δρόμο, οδηγώντας με χαμηλή ταχύτητα προς την Αττική οδό. '' Είσαι έτοιμη ν' αφεθείς;'' της φώναξε μόλις βγήκαν στη μεγάλη λεωφόρο.

Ένα νεύμα της ήταν αρκετό κι αμέσως ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος από τις γρήγορες αλλαγές του συμπλέκτη, με τη μηχανή να ανεβάζει σταδιακά ταχύτητα, τόσο που δεν προλάβαινε να δει τίποτα στο διάβα τους παρά μόνο ένιωθε τον αέρα να φουσκώνει τα ρούχα της και να χαϊδεύει τα μαλλιά της, κι εκείνη έσφιγγε περισσότερο τα χέρια της στη μέση του. Σε κάθε στροφή τα γόνατά τους έγλειφαν την άσφαλτο κι εκείνη είχε αφεθεί στην καθοδήγησή του, να έχει τον πλήρη έλεγχο της μηχανής αλλά και του κορμιού της. Τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα, η ψυχή της μέχρι πριν λίγα λεπτά ήταν αλυσοδεμένη στις σκιές και τώρα πετούσε στα σύννεφα, κρατώντας τη μέση του.

'' Με νιώθεις;'' η βραχνή φωνή του έσκασε σαν απαλό κύμα στα αφτιά της.

" Όχι, έχω μουδιάσει από την αίσθηση της ταχύτητας", του απάντησε με τρεμάμενη φωνή από την ένταση που είχε κυριεύσει το κορμί της.

Νιώσε με: Η αλήθεια... ( Βιβλίο πρώτο)Where stories live. Discover now