Εφιάλτες...

205 24 2
                                    

Η σκιά του έμοιαζε πελώρια έτσι όπως απλωνόταν, παραμορφωμένη, απ' άκρη σ' άκρη στον τοίχο του μικρού δωματίου με τον χαμηλό φωτισμό. Δε μιλούσε, μόνο έψαχνε τον χώρο περπατώντας αργά, με τη ζώνη του παντελονιού στο χέρι, κι εκείνος κρυβόταν στο στενό διαδρομάκι που σχηματιζόταν ανάμεσα στην ντουλάπα και τον τοίχο, σφιγγοντας τα βλέφαρά του. Κανείς άλλος δε χωρούσε εκεί εκτός από ένα μικρό παιδάκι. 

Έβαλε τα χέρια του στο στόμα μην ακουστεί η ανάσα του ή του ξεφύγει κάποιος αναστεναγμός φόβου όπως και την τελευταία φορά που τον βρήκε να κρύβεται πίσω από την πόρτα της αποθήκης, αφού τον είχε κυριεύσει τόσο πολύ ο τρόμος που ακούγοντάς τον να φωνάζει δυνατά το όνομά του, ξέχασε να την κλείσει πίσω του, ενώ η συγκεκριμένη πόρτα άνοιγε σπάνια, κι αυτό μόνο όποτε ο πατέρας του ήθελε να πάρει από κει τα κρυφά σύνεργα της δουλειάς του, μα εκείνη τη μέρα ο μικρός τρύπωσε στην αποθήκη για να εξερευνήσει τον θησαυρό, όπως νόμιζε, μιας και τον έκρυβαν πάρα πολύ καλά.  

'' Έλα 'δώ, Αλέξη. Δε θα πειράξω'', φώναξε χτυπώντας με τη ζώνη το στρώμα του κρεβατιού και ευθύς αμέσως γονάτισε, κοιτώντας από κάτω. '' Βγες έξω, ρε κωλόπαιδο, γιατί θα σε λιανίσω.'' 

Ούρλιαξε αυτή τη φορά, και ο μικρός άνοιξε τα μάτια και αντιλήφθηκε πως ο πατέρας του βρισκόταν ακριβώς απέναντί του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και έκλεισε ξανά τα μάτια να μην τον βλέπει, αφού ήξερε πως και πάλι ήταν ανίκανος να γλιτώσει από τα χέρια του. '' Ποιος έσπασε το μπουκάλι με το ουίσκι, ρε μαλακισμένο;'' συνέχισε ψάχνοντας ολόγυρα με τα μαύρα, γυάλινα μάτια του.

Ήθελα μόνο δοκιμάσω, σκέφτηκε ο μικρός. Συνέχεια τον έβλεπε με αυτό το μπουκάλι στο χέρι, έπρεπε να δοκιμάσει τη γεύση του διάφανου υγρού που τόσο πολύ του άρεσε, να ανακαλύψει τι το ιδιαίτερο είχε. '' Συγγνώμη, μπαμπά. Ήθελα να το ανοίξω. Ήταν βαρύ και... έπεσε'', είπε μόλις τα βλέμματά τους συναντήθηκαν από μακριά, και τα μεγάλα χέρια του τον γράπωσαν από τους καρπούς και τον πέταξαν πάνω στο κρεβάτι, με τη ζώνη να σκάει δυνατά στα πλευρά και στα χέρια αλλά κυρίως στις γυμνές γάμπες, βάφοντας κόκκινο το δέρμα του. 

'' Συγχώρα με. Ήθελα μόνο να δοκιμάσω σου λέω.'' Φώναζε διαρκώς καθώς κυλούσε το κορμί του στο κρεβάτι και τίναξε ψηλά τον κορμό του, τρίβοντας τις πονεμένες γάμπες του. Έλιωνε από τον ιδρώτα και ένιωθε το οξυγόνο να στερεύει στα πνευμόνια του. 

" Ερμή, Ερμή, είσαι καλά;" η Κλειώ τον κράτησε στην αγκαλιά της, " εφιάλτης είναι, μωρό μου. Είσαι καλά, σε έχω στην αγκαλιά μου", συνέχισε να λέει χαϊδεύοντας το πρόσωπό του.

Νιώσε με: Η αλήθεια... ( Βιβλίο πρώτο)Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang