~23~

157 22 4
                                    

Τα τροία πλοία του βασιλικού στόλου έριξαν άγκυρα ανοιχτά του νησιού και έστειλαν μερικές βάρκες για να παραλάβουν τους πειρατές που κυνηγούσαν. Τρεις βάρκες βγήκαν μέχρι την αμμουδιά και αρκετοί οπλισμένοι άνδρες με στολές κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος τους, ζητώντας τους να παραδοθούν. Φυσικά, κανένας δεν προέβαλε την παραμικρή αντίσταση. Έδεσαν τα χέρια όλων με βαριές αλυσίδες και τους ανέβασαν χωριστά στις βάρκες προτού επιστρέψουν στα πλοία. Στη συνέχεια, τους ανέβασαν στο μεγαλύτερο από αυτά που έφερε το όνομα «Queen Christiana». Εκεί τους περίμενε με ανυπομονησία ο ναύαρχος Bridget. Ήταν ένας άνδρας στα τριάντα του, με φανταχτερή στρατιωτική στολή γεμάτη παράσημα. Καλοξυρισμένος, χωρίς καμία τρίχα στο πρόσωπό του. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν τραβηγμένα προς τα πίσω και έρχονταν σε πλήρη αρμονία με τα ψυχρά μαύρα μάτια του. Όταν αντίκρισε την Iris, ένα χαιρέκακο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.

“Κάπτεν Iris, επιτέλους η μοίρα μας οδήγησε στο να συναντηθούμε ξανά,” είπε. 

Η Iris κοίταξε απαυδισμένη τον ουρανό. “Ώστε έτσι φωνάζεις τώρα το φιλαράκι σου τον Denneth;” του πέταξε περιφρονητικά. “Θα σε παρακαλέσω να μην μου βγάλεις κι εμένα παρατσούκλι.”

Ο Bridget την πλησίασε περνώντας ανάμεσα από τους άνδρες του. “Θα έπρεπε να σε έχω ήδη σκοτώσει,” σφύριξε προειδοποιητικά. “Ωστόσο, θα αφήσω τη δικαιοσύνη να σε τιμωρήσει όπως σου αρμόζει.”

“Φυσικά. Οτιδήποτε σε βοηθάει να κοιμηθείς το βράδυ,” αποκρίθηκε κουρασμένα εκείνη. 

“Πάρτε τους από εδώ,” διέταξε και οι άνδρες του τους οδήγησαν στο αμπάρι του πλοίου, σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο που έμοιαζε με πρόχειρη φυλακή, με κελιά που αποτελούνταν μόνο από μεταλλικές μπάρες. Τη δουλειά τους πάντως την έκαναν, αυτό ήταν το μόνο βέβαιο. Τους χώρισαν σε τρία διαφορετικά κελιά και τους άφησαν αλυσοδεμένους μέσα στη μούχλα και στην υγρασία. Η Iris σωριάστηκε στο πάτωμα και ακούμπησε το κεφάλι της στον ξύλινο τοίχο με τα μάτια κλειστά. Οι υπόλοιποι απλώς κοιτάχτηκαν μουδιασμένοι. Η Evie ένιωθε τους καρπούς της να πονάνε, αλλά αμφέβαλε αν θα τους αφαιρούσαν τις αλυσίδες σύντομα, δεδομένου ότι δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους. 

“Θα ζητήσω να μιλήσω με τον ναύαρχο,” είπε τελικά ο Δράκουλας. “Ίσως μπορέσω να φτάσω σε μία συμφωνία μαζί του και να μας αφήσει να φύγουμε.”

“Δεν θα χρειαστεί,” είπε η Iris δίχως να ανοίξει τα μάτια της. “Θα σε φωνάξει αυτός όταν θελήσει. Δεν είναι τόσο ανόητος όσο δείχνει. Αυτός έχει το πάνω χέρι τώρα, αυτός ορίζει τους κανόνες.”

Τα Χρονικά Του Dragonmere: Το Χαμένο Νησί {Book 2}Where stories live. Discover now