Τέλος

160 6 2
                                    

[Αναστασία] - 2 μήνες μετά

Καθόμουν στο μπαλκόνι και χάζευα. Χάζευα τους λιγοστούς περαστικούς που περπατούσαν στους δρόμους, τα ελάχιστα οχήματα που περνούσαν και την ασυνήθιστη ησυχία κι ομορφιά που υπήρχε γύρω μου. Μια πόλη σαν κι αυτήν δεν είναι πότε ήσυχη, αλλά λόγο καραντίνας όλα είχαν ηρεμήσει.

Η βαβούρα και το περισσότερο καυσαέριο είχαν εξαφανιστεί κάνοντας το Ηράκλειο να μοιάζει διαφορετικό από τις φωτογραφίες που είχα δει κάποτε στο Ίντερνετ. Όλο αυτό ήταν μια απόλαυση πλέον για μένα. Μια απόλαυση που δεν πετυχαίνεις συχνά στις μέρες μας.

Ένιωσα ένα κρύο αεράκι να χτυπάει τα μάγουλά μου με αποτέλεσμα να με ανατριχιάσει και να μου θυμίσει τη σκέψη που είχα κάνει προηγούμενος για το αν έπρεπε να βάλω και κασκόλ εκτός από το μπουφάν μου. Ο Δεκέμβριος είχε μπει για τα καλά και είχε φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή μας.

Όλα ήταν διαφορετικά τώρα. Όλα είχαν ηρεμήσει... Ο Λιάκος κι εγώ περνάγαμε όλη τη μέρα μας μαζί πειράζοντας ο ένας τον άλλον, παίζοντας βιντεοπαιχνίδια, μαγειρεύοντας και περνώντας ποιοτικό χρόνο μαζί. Μας άρεσε που ζούσαμε μαζί, ακόμα κι αν κράτησε για λίγο γιατί όταν εμείς πήγαμε η μητέρα του Λιάκου έφυγε για να μας αφήσει για λίγο ήρεμους, που μόνο αυτό δεν ήμασταν, και μετά επέστρεψε ξανά στο σπίτι. Κι οι δικοί μου είχαν μάθει για τη ξαφνική μου μετακόμιση κι αυτό επειδή δεν κατάφερα να εμποδίσω το Λιάκο απ'το να αποσύρει τη μήνυση κατά τις Τριάδας και των κοριτσιών.

Αυτές κατέληξαν σε ξεχωριστά αναμορφωτήρια, μετά από μία χρονοβόρα δίκη. Ευτυχώς καταφέραμε να βρούμε έναν μάρτυρα ο οποίος είχε δει το συμβάν και να δώσει ακριβή στοιχεία και περιγραφή για το τι είχε γίνει εκείνη τη μέρα.

Λι: Αναστασία...

Τον άκουσα πίσω μου με αποτέλεσμα να γυρίσω. Είχε σταθεί ανάμεσα από τα ανοιγμένα φύλα της μπαλκονόπορτας και με κοίταγε γλυκά. Παρατήρησα πως είχε βάλει κι εκείνος το μπουφάν του, κι επιτέλους φορούσε και μια φόρμα. Τον έπρηζα συνέχεια να φορέσει έτσι ώστε να μην κρυώσει αλλά αυτός αρνιόταν κι απλά συνέχιζε να κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι με τη βερμούδα, αφήνοντας το καλοριφέρ να καίει στους 23 βαθμούς.

Λι: Έλα μέσα. Θα κρυώσεις.

Είπε χαμογελώντας μου κι αμέσως ανασήκωσα το σώμα μου από τα κάγκελα του μπαλκονιού και χόθηκα στην αγκαλιά του σπρώχνοντάς τον προς τα μέσα. Ένιωσα τα χέρια του με σφίγγουν μες τη ζέστη αγκαλιά του.

Η ΣυγγραφέαςWhere stories live. Discover now