14. Φυγή

76 7 0
                                    

Χωρίς να τραβήξω την προσοχή τυλίχτηκα με την γούνα μου και όδευσα προς την κουζίνα όπου υπήρχε μια μικρή πόρτα η οποία οδηγούσε στον στάβλο.
Αφού έφτασα εκεί άρπαξα ένα τόξο που είχαν για εξάσκηση και μπροστά μου αντίκρισα το πελώριο άλογο του Φίλιπ να δεσπόζει βασιλικά.

«Σσσς ήσυχα ήσυχα»του είπα καθώς το πλησίαζα σιγά σιγά.
Για καλή μου τύχη δεν έκανε καμία κίνηση να απομακρυνθεί καθώς ανέβαινα πάνω του.
Πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Σε παρακαλώ βοήθησε με να σώσω το παιδί μου από εκείνον».
Ο πατέρας μου κάποτε ανέφερε πως αν του δώσω ένα παιδί θα κερδίσω την ελευθερία μου. Όμως έκανε λάθος γιατί δεν θα εγκατέλειπα ποτέ το παιδί μου,δεν πρόκειται να γινόμουν  σαν αυτόν που με πούλησε ενώ ήξερε ότι θα με σκοτώσει ύστερα από τα δεινά που η δική μου οικογένεια προκάλεσε στην δική του.
Αυτές οι ζοφερές  σκέψεις έφεραν δάκρυα στα μάτια μου.

Ξεκίνησα γρήγορα την επιστροφή μου πίσω στην πατρίδα,άλλωστε ήταν η ιδανική εποχή το τέλος του καλοκαιριού καθώς ο καιρός ακόμα ήταν γλυκός. Ανυπομονούσα να ξαναδώ τις καταπράσινες πεδιάδες της Σκωτίας.
Αν και η διαδρομή μεγάλη τόσο που χρειάστηκε αρκετές φορές να διανυκτερεύσω, το παράδοξο ήταν πως δεν συνάντησα κανένα εμπόδιο,αλλά δεν ήθελα να επιβαρυνθώ πάλι με αρνητικές σκέψεις.

Ύστερα από αρκετές μέρες κατάφερα να φτάσω στο αγρόκτημα σε ένα μικρό σπιτάκι που είχα την τύχη να κληρονομήσω από την μητέρα μου. Αν και το χωριό βρισκόταν στα  σύνορα με την Αγγλία, σε αυτό το μέρος που είχα ονειρευτεί τόσες πολλές φορές να ζήσω μόνη μου τελικά θα ζούσαμε δυο.

Άνοιξα την πόρτα με λίγη δυσκολία και έτρεξα να βρω το κομπόδεμα που μου είχε εκμυστηρευτεί η μητέρα μου ότι υπήρχε.
Και ναι όντως υπάρχει δίπλα στο τζάκι.
Αύριο το πρωί θα έβαζα μια τάξη, θα το καθάριζα και θα αγόραζα ένα πρόβατο και δυο κοτούλες από την αγορά.
              ~~~~~~~~~~~~~~~~~~
5 μήνες αργότερα.

«Κυρία Κυρία Έστερ θα μας διαβάσετε κι άλλο παραμύθι; Έμαθα να γράφω το Α»φώναξε ο μικρούλης περήφανος.
«Ριμπ καλέ μου θα συνεχίσουμε αύριο»
Τελικά η ζωή μου εδώ πραγματικά θύμιζε όνειρο, ανέλαβα το σχολείο του χωριού και ξεκίνησα τη ζωή μου ως δασκάλα να τους μαθαίνω γράμματα.Ευτυχώς οι χωρικοί πείστηκαν εύκολα ότι ήμουν ανίψια της μητέρας μου και ο άντρας μου είχε πεθάνει στον πόλεμο.
«Ωχ κλοτσάει πάλι» είπα χαρούμενη και όλα τα παιδάκια μαζεύτηκαν να αγγίξουν την κοιλιά μου,ένιωθα πως του άρεσε η προσοχή που του έδειχναν.

Όλα ήταν πανέμορφα, ο καθαρός αέρας,τα γέλια που ταξίδευαν στα αυτιά μου και τα υπέροχα κουλουράκια που μύριζαν και έπρεπε οπωσδήποτε να φάω .Καθώς γύριζα σπίτι ανέμελη , μαζεύοντας λουλούδια για το βάζο ξαφνικά μια κραυγή φόβου έπνιξε την φωνή μου.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, ο χειρότερος εφιάλτης τρύπωσε στο όνειρο μου.
«Φίλιπ» ψιθύρισα έντρομη.
Το τόξο.

Midnight  LoversWhere stories live. Discover now