Τα Γενέθλια.

1.2K 23 17
                                    

«Νόμιζα έμοιασες στον πατέρα σου, μα τελικά έκανα λάθος».

Αν και δεν το είχε δείξει, ο Μαθιός είχε νιώσει αυτά τα λόγια της μητέρας του σαν μαχαίρι στην καρδιά. Ο πατέρας του ήταν πάντα το πρότυπό του και κάπου μέσα του αισθανόταν ικανοποίηση κάθε φορά που η Καλλιόπη επιβεβαίωνε την ομοιότητά τους. Έπρεπε, όμως, να το ήξερε πως μετά από ό,τι έκανε, και κυρίως το γεγονός ότι τώρα κρυβόταν, η απόσταση ανάμεσα στον πατέρα του και εκείνον ήταν χασματική. Δεν ήταν ότι φοβόταν την ευθύνη της πράξης του, βέβαια δεν μπορούσε όμως τώρα να μπει στη φυλακή. Τον χρειαζόντουσαν ελεύθερο. Εκείνη τον χρειαζόταν. Ευχήθηκε, λοιπόν, ο πατέρας του από εκεί ψηλά να τον καταλάβει, να κατανοήσει τον λόγο που έκανε ό,τι έκανε και τον λόγο που τώρα κάνει ό,τι κάνει.

Απορροφημένος στις σκέψεις αυτές παραλίγο να στρίψει σε λάθος σημείο καθώς κατευθυνόταν προς το σπίτι της Βασιλικής. Το τηλεφώνημα του Νικηφόρου φάνταζε σωτήριο στον Μαθιό, ο οποίος μετά την κάπως έντονη συζήτηση με τη μητέρα του, ήθελε οπωσδήποτε να πάρει αέρα, να καθαρίσει το μυαλό του. Ο μικρός είχε ξεχάσει το πορτοφόλι του στο αμάξι του Μαθιού και τον παρακάλεσε να του το φέρει για να μην κάνει διπλάσιο δρόμο﮲ το σπίτι της Τζένης ήταν από την άλλη πλευρά. Ο Νικηφόρος τον περίμενε στον δρόμο, ακριβώς έξω από το σπίτι, και φάνηκε να μην κρατιέται﮲ ευχαρίστησε γρήγορα τον Μαθιό, τον καληνύχτισε, και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Εννοείται, βέβαια, πως από τη στιγμή που πήγε μέχρι εκεί και αφού με τίποτα δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι του, κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του σπιτιού της Βασιλικής. Ήταν, άλλωστε, ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να ηρεμήσει τις σκέψεις του.

- Γεια σου, Μαθιό, πώς είσαι; Ελπίζω να μη σε ταλαιπώρησε πολύ ο Νικηφόρος, εγώ του είπα να έρθει ο ίδιος από εκεί.

- Μην ανησυχείς, εσείς ποτέ δε με ταλαιπωρείτε. Είπα μιας και ήρθα, να δω τι κάνεις. Είναι και ήδη αργά, ελπίζω να μην αργήσει ο μικρός και σε αφήσει πολύ μόνη τη νύχτα.

Η Βασιλική χαμογελούσε απλά και αφού τον παρότρυνε να καθίσει, πήγε να φέρει νερό και ρακί. Δεν είχε άλλωστε και κάποια ικανοποιητική απάντηση. Ακόμη και αν δεν αργούσε ο Νικηφόρος απόψε, θα το έκανε στο μέλλον, δεν μπορούσε να μαραζώσει δίπλα της. Η μοναξιά θα γινόταν, πλέον σίγουρα, η καλύτερή της φίλη﮲ ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Επέστρεψε με έναν δίσκο με νερό, ρακί και τέσσερα άδεια ποτήρια. Ο Μαθιός παραξενεύτηκε που θα έπινε και η Βασιλική, αλλά δεν το σχολίασε. Εκείνη επέστρεψε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Στο τρίτο ράφι, σε ένα κουτί, υπήρχε ένα μικρό γλυκό. Το είχε αγοράσει για τον Μαθιό, ήταν τα γενέθλιά του εκείνη τη μέρα. Υπολόγιζε να του το προσφέρει την επόμενη μέρα, ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για εκείνον﮲ να θυμηθεί τα γενέθλιά του. Το σκέφτηκε. Επέστρεψε στην τραπεζαρία χωρίς τίποτα τελικά και κοντοστάθηκε στην άκρη.

One Shot Collection - Μαθιος/ΒασιλικήWhere stories live. Discover now