Τις πρώτες νύχτες, η Βασιλική φοβόταν πολύ, μα ο Μαθιος επέμενε και έτσι του έκανε τη χάρη -άλλωστε εκείνη το είχε περισσότερη ανάγκη κατά βάθος. Μετά από τρεις εβδομάδες, ωστόσο, που κανένας φόβος της δεν είχε πραγματοποιηθεί, πλέον ο Μαθιος ερχόταν στο δωμάτιο της μόλις κοιμόταν ο Νικηφόρος και κοιμοντουσαν μαζί χωρις ανησυχίες. Ο γιος της δεν υποψιαζοταν τίποτα. Έτσι, εκείνο το κρυο πρωινό, η Βασιλική ξύπνησε στην αγκαλιά του άντρα που αγαπούσε -ακόμη απίστευτο της φαινόταν! Του χάιδεψε το μούσι και ανασηκώθηκε λίγο για να του δώσει ένα απαλό φιλί στα χείλη.
-Ξύπνα, Μαθιό μου. Ξημέρωσε.
-Κιόλας?
-Ναι...κιόλας! Σηκώνομαι να φτιάξω πρωινό, σε λίγο θα ξυπνήσει και το παιδί.
-Μη, μείνε λίγο ακόμη στην αγκαλιά μου, είπε εκείνος και την τράβηξε πάνω του.
-Είναι ήδη περασμένες οχτώ!
-Και?
Η Βασιλική, αντί για απάντηση, του έδωσε ένα ακόμη φιλί με περισσότερο πάθος αυτή τη φορά και μετά σηκώθηκε αμέσως να ντυθεί.
-Και πρέπει να φτιάξω πρωινό!
Ο Μαθιος δεν κουνήθηκε, παρά μόνο την παρατηρούσε καθώς εκείνη αποφάσιζε τι θα φορούσε και έφτιαχνε λίγο τα μαλλιά της. Γύρισε από την άλλη για να την αφήσει να ντυθεί -ήξερε πως ένιωθε άβολα παρόλο που δεν είχε κάτι να κρύψει.
-Μαθιο?
-Ναι?
-Έρχεσαι να κουμπώσεις το φόρεμα μου, σε παρακαλώ?
Σηκώθηκε αμέσως και την πλησίασε για να κουμπώσει τα τρία κουμπιά που υπήρχαν στο πίσω μέρος του φορέματος μα πριν το κάνει, άφησε ένα ζεστό φιλί στο λαιμό της.
-Έτοιμη.
Η Βασιλική γύρισε και τον αγκάλιασε.
-Ακόμη νομίζω πως ονειρεύομαι.
-Δεν ονειρεύεσαι, μάτια μου. Και σου υπόσχομαι πως σύντομα, θα κοιμόμαστε και θα ξυπνάμε μαζί χωρίς το φόβο του Νικηφόρου.
Η κοπέλα έβαλα το χέρι της στο μάγουλο του και χαμογέλασε γλυκά.
-Παω για το πρωινό, πήγαινε και εσύ να αλλάξεις. Α και αν μπορείς, φέρε μου απο το δωμάτιο σου εκείνον τον μικρό καθρέφτη που έχω στο κομοδίνο. Αρεσε στη Τζένη που το είδε τις προάλλες που το είχα στο σαλόνι και λέω να της το δώσω!
-Θα το φέρω.
Πριν αλλάξει, ο Μαθιος έκανε ένα ζεστό ντουζ, η μέρα που ξεκινούσε ήταν δύσκολη. Είχαν συνάντηση όλοι στο σπίτι της μάνας του με τη Στέλλα για να τους ενημερώσει για την εξέλιξη της υπόθεσης του Αστέρη και μετά, θα πήγαινε με τον Νικηφόρο στο αλουμινάδικο να του δείξει λίγο τη δουλειά. Είχαν συμφωνήσει πως ο μικρός δε θα άφηνε τη σχολή του αλλά, εφόσον, θα έμενε στην Άνω Πορια για εναν-δυο μήνες ακόμη, ήταν καιρός να μάθει τη δουλειά του εργοστασιου. Άλλωστε, αν και δεν παραπονιοταν, ο Μαθιος δυσκολευοταν να τα κάνει όλα μόνος του τώρα που έλειπε ο Αστέρης. Αφού τελείωσε και άλλαξε, λοιπόν, κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη που του ζήτησε να κατεβάσει η Βασιλική. Ήταν ένας μικρός καθρέφτης χειρός και δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει γιατί άρεσε στη Τζένη -ήταν πράγματι ιδιαίτερος.
-Μαθιό, αργείς? Θα κρυώσει ο καφές σου!
-Έρχομαι!
Έκλεισε την πόρτα πίσω του και κατέβηκε τις σκάλες γρήγορα -στο τελευταίο σκαλοπάτι, ωστόσο, παραπάτησε και έπεσε ο καθρέφτης κάτω.
-Τι έγινε?!
-Τίποτα, παραλίγο να πέσω. Αλλά..., όταν σήκωσε τον καθρέφτη από κάτω ήταν σπασμένος.
-Έσπασε?
-Ναι, συγγνώμη, αλήθεια, δε το ήθελα.
-Κόπηκες?
-Όχι, όχι...
-Ωραία...αν και λένε πως είναι γρουσουζιά να σπάει καθρέφτης, κάτι κακό θα συμβεί...
-Τίποτα κακό δε θα συμβεί, καρδιά μου, μην ανησυχείς.
-Καλά, δεν πειράζει να προσέχετε λίγο σήμερα, εντάξει?, είπε η Βασιλική και πήγε να φέρει κάτι από την κουζίνα. Ο Μαθιός κοίταξε ξανά τον πλέον σπασμένο καθρέφτη...είχε μία βαθιά ρωγμή που τον χώριζε σε δύο κομμάτια διαγώνια. Στιγμιαία, αναρωτήθηκε και αν ο ίδιος έτσι ήταν -από τη μία το φως, από την άλλη το σκοτάδι και στη μέση μια ρωγμή, ένα βαθύ σπάσιμο. Από τη μία ο γιος, ο αδερφός, ο άντρας που αγαπούσε, ο πατέρας και από την άλλη ο φονιάς.
-Δεν πειράζει, μη το σκέφτεσαι..., τον επανέφερε η γλυκιά φωνή της Βασιλικής.
-Θα πάρουμε άλλον..
-Μη το ξαναπείς! Σιγά βρε Μαθιό μου, δεν ήταν τίποτα τόσο σημαντικό! Έλα, κάτσε να μου πεις αν έφτιαξα καλή την σπανακόπιτα.
-Όλα καλά τα κάνεις εσύ!, είπε χαμογελαστά αλλά μέσα του είχε ήδη φωλιάσει μια σκοτεινιά...Τράβηξε τη Βασιλική στην αγκαλιά του και έκρυψε το πρόσωπο του στον λαιμό της, εισπνέοντας το άρωμά της.
-Μαθιό...
-Είσαι η δύναμή μου, το ξέρεις? Ό,τι και αν συμβαίνει, αν έχω εσένα δίπλα μου, δε φοβάμαι.
-Πάντα είμαι δίπλα σου, μη το ξεχνάς. Πάντα.
Κάθισαν, λοιπόν, στο τραπέζι και ξεκίνησαν το πρωινό τους. Μετά από λίγο κατέβηκε και ο Νικηφόρος. Ήταν περίπου δέκα και μισή όταν έφτασαν στο σπίτι της Καλλιόπης, η Στέλλα ήταν ήδη εκεί. Όσο περισσότερο έβλεπε την Καλλιόπη η Βασιλική τόσο περισσότερο τη λυπόταν αλλά και τόσο περισσότερο φοβόταν. Η Καλλιόπη ήταν πολλά. Τα περισσότερα μάλλον κακά. Και στην ίδια τη Βασιλική είχε φερθεί αρκετά άσχημα. Μα στα μάτια της τελευταίας, για πρώτη φορά, η Καλλιόπη δεν ήταν μια καπετάνισσα που ήθελε να τα έχει όλα υπό τον έλεγχό της, μια γυναίκα σκληρή και απότομη αλλά μια μάνα -μια μάνα που φοβόταν για τη ζωή του γιου της. Και για αυτό τη λυπόταν...για αυτό θα ήθελε να της επέτρεπε να τη στήριζε...και εκείνη μάνα ήταν. Αλλά και φόβος θέριευε μέσα της, τα πράγματα ήταν ακόμη πολύ σοβαρά. Και έτσι ήταν και ο Νικηφόρος σε κίνδυνο και ο Μαθιός.
-Μάνα, τι έγινε, τι θραύσματα είναι αυτά κάτω εκεί?, ρώτησε ξαφνικά ο Μαθιός, δείχνοντας το σημείο δίπλα από τις σκάλες.
-Άστα, Μαθιό μου...κακό θα μας βρει, να το θυμάσαι. Έσπασα έναν καθρέφτη κατά λάθος νωρίτερα, έτσι όπως ξεσκόνιζα λίγο...ποιος, εγώ! Που μόνο δύο φορές έχω σπάσει πράμα τόσα χρόνια νοικοκυρά!
-Είναι που είστε αναστατωμένη, κυρία Καλλιόπη...,είπε ευγενικά η Στέλλα.
Ο Μαθιός σφίχτηκε στην απάντηση και κοίταξε τη Βασιλική. Δε σημαίνει τίποτα, προσπάθησε να του πει εκείνη με το βλέμμα της, αν και βαθιά μέσα της ήξερε πως αν αυτό ήταν απλά μια σύμπτωση, ήταν μια κακή σύμπτωση...Η Στέλλα είχε αρχίσει να τους ενημερώνει για τεκτενόμενα στην υπόθεση του Αστέρη, όταν ζήτησε λίγο ακόμη νερό. Όλοι ήταν το ίδιο αναστατωμένοι τελικά. Η Βασιλική έκανε να σηκωθεί μα η Καλλιόπη της έκανε νόημα να κάτσει και πήγε η ίδια στην κουζίνα. Και τότε ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Όλοι σάστισαν για λίγο και ήταν ο Νικηφόρος αυτός που τελικά πήγε να ανοίξει, με την Καλλιόπη να έρχεται από την κουζίνα κρατώντας δίσκο με νερό.
Στην πόρτα στεκόταν ο Φραγκιαδάκης.
-Καλημέρα, αστυνόμε. Πώς και από εδώ?
-Έπαθε κάτι ο γιός μου?, πετάχτηκε η Καλλιόπη.
Ο Αντώνης, ωστόσο, αργούσε να απαντήσει...σαν να ζύγιζε πολύ προσεκτικά τα λόγια του...Όσο προσεκτικά και αν ζυγίσεις τα λόγια σου, όμως, νόημα δεν έχει όταν αυτό που ετοιμάζεσαι να πεις ξέρεις τι θα προκαλέσει...
-Ο Αστέρης δέχτηκε μια επίθεση στη φυλακή σήμερα τα ξημερώματα. Είναι ακόμη ζωντανός μα η κατάστασή του κρίσιμη.
YOU ARE READING
One Shot Collection - Μαθιος/Βασιλική
Short StoryΜικρές ιστορίες/Fics με τον Μαθιο και τη Βασιλική από τον Σασμο.