Πρωτοχρονιά.

622 17 12
                                    

31 Δεκεμβρίου 2002.

Πέντε μήνες πριν, στις 20 Ιουλίου, του Προφήτη Ηλία, είχε γίνει στο χωριό ο γάμος της χρονιάς, ο γάμος του μεγαλύτερου γιου των Σταματακηδων, του Μαθιού. Όλα είχαν γίνει σχετικά γρήγορα μα το γλέντι που στήθηκε τελικά ήταν μεγάλο. Η νύφη, η Βασιλική Καστρινάκη, απαστράπτουσα και ο γαμπρός δεν σταματούσε να χαμογελα. Το ζευγάρι χαιρόταν με την ψυχή του το γάμο του, η ευτυχία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα, στις κινήσεις, στα λόγια τους...παντού και έτσι όλο το χωριό χαιρόταν μαζί τους!

Να ζήσουν οι νεόνυμφοι, να ζήσουν!!

Οι ευχές έδιναν και έπαιρναν για μια ζωή μόνο χαρές και με πολλούς απογόνους -κατά προτίμηση κοπελια.

Ο κάθε κόκκος του ρυζιού που σήμερα σας ραίνει, να γενει κρίκος δυνατός για πάντα να σας δένει.

Νύφη μου το αντράκι σου να το ταϊζεις μέλι, για να σου κάμει μια βραδιά τ' αρσενικό κοπέλι.

Ο Μαθιος και η Βασιλική, ωστόσο, λίγα άκουγαν από αυτά. Ήταν και κι δύο μεθυσμένοι, χωρις να έχουν πιει ούτε λίγο, ήταν μεθυσμένοι απο την ευτυχία τους. Η Βασιλική του έπιανε το χέρι το δεξί και φιλούσε τη βέρα του και ο Μαθιος την αποκαλούσε "κυρία Σταματάκη". Ήταν ο άντρας της και ήταν η γυναίκα του πια.
Η μόνη μικρή σκιά του γάμου ήταν τα πεθερικά. Ούτε η μάνα του Μαθιού, η Καλλιόπη, αλλά ούτε και οι θείοι της Βασιλικής ενέκριναν αυτόν τον γάμο. Είχαν κιόλας προσπαθήσει να τον σταματήσουν μα οι νέοι επέμεναν και δικαιολογία οι μεγάλοι δεν κατάφεραν να βρουν -εκείνος ήταν από γνωστή οικογένεια την οποία όλοι σεβοντουσαν και ήταν δουλευταρας και τίμιος και εκείνη ήταν καλή νοικοκυρά και ήσυχη κοπέλα από σπίτι. Παρα τις διαφωνίες τους, λοιπόν, έδωσαν και οι δύο οικογένειες την ευχή τους, αλλά την αποδοκιμασία τους δεν την έκρυβαν πάρα μόνο όταν ήταν μπροστά κόσμος.
Μα ούτε αυτό ήταν ικανό να στερήσει από τους παντρεμένους πια την χαρά!
Ήταν οπως ακριβώς την είχαν ονειρευτεί εκείνη η βραδιά και ήταν η ομορφότερη της ζωής τους.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, λοιπόν.
31 Δεκεμβρίου 2002.
Η Βασιλική μαγειρευε και ετοίμαζε το σπίτι πυρετωδώς. Η πρώτη παραμονή στο δικό της σπίτι -όλα έπρεπε να ήταν άψογα! Το σπίτι τους δεν ήταν μεγάλο μα ήταν το σπίτι τους. Ήταν δικό τους, γεμάτο με την θαλπωρη και την ασφάλεια της αγάπης τους. Στην αρχή, η Καλλιόπη είχε προτείνει να μείνει η Βασιλική μαζί τους για τους πρώτους μήνες αλλά η κοπέλα το είχε αποκλείσει στο Μαθιο αμέσως και έτσι αγόρασαν ένα σπιτι μόνοι τους λίγο πιο κάτω από το πατρικο του. Τα Χριστούγεννα τα είχαν περάσει εκεί μα τώρα την παραμονή θα την γιόρταζαν όλοι μαζι στο σπίτι τους, η πρώτη μέρα του χρόνου άλλωστε ήταν και η ονομαστική γιορτή της Βασιλικής -επιβαλοταν να είναι η οικοδέσποινα. Από την προηγούμενη κιόλας μέρα, λοιπόν, είχε αρχίσει τις ετοιμασίες ώστε να μη τα έχει όλα σε μια μέρα. Ωστόσο, όσο περνούσε η ώρα το άγχος της μόνο αυξανόταν, όπως και τα νεύρα της. Ήξερε πολύ καλά πως τόσο η Καλλιόπη όσο και οι θείοι της ανυπομονούσαν να την κατακρίνουν απόψε -για το φαγητό, για τη διακόσμηση, για την καθαριότητα, για τα ρούχα, για οτιδήποτε. Ήταν σίγουρη πως θα σχολίαζαν κάτι αρνητικά μόνο και μόνο για να την προσβάλουν και να την κάνουν να νιώσει άσχημα, οι δικοί της γιατί δεν ήταν ακόμη έτοιμη να παντρευτεί και η πεθερά της γιατί δεν ήταν αρκετά ικανή να εχει τον αγαπημένο της γιο για άντρα. Η Καλλιόπη, άλλωστε, είχε ήδη καταστρέψει τις γιορτές της Βασιλικής. Οι θείοι της δεν είχαν χωνέψει τον γάμο ακόμη και δεν εχαναν ευκαιρία να της το δείξουν αλλά η Καλλιόπη ήταν αυτή που είχε βάλει στόχο να τον τελειώσει. Ο Μαθιος έλεγε στη Βασιλική να μη δίνει σημασία στη μανα του και ότι κανένας δε θα μπορούσε να τους χωρίσει ποτέ μα η κοπέλα αισθανόταν άβολα γύρω από την καπετάνισσα. Ήξερε ότι ο άντρας της της ειχε μιλήσει ξανά και ξανά και τον αγαπούσε ακόμη περισσότερο για αυτό -δεδομένου οτι η μάνα του ήταν ο,τι πιο ιερό για εκείνον, το γεγονός ότι της πήγαινε κόντρα για χάρη της της άγγιζε την καρδιά. Αποτέλεσμα, ωστόσο, κανένα. Και τα πρώτα τους Χριστούγεννα, η Καλλιόπη φρόντισε να υπενθυμίσει ξανά στη νύφη της πόσο θα προτιμούσε να μην υπήρχε στη ζωή του γιου της καλώντας μια κοπέλα για τις γιορτές να μείνει μαζί της. Την έλεγαν Αρετη, Αρετουλα,όπως την φώναζαν όλοι. Ήταν ένα χρόνο μικρότερη από τη Βασιλική και πανέμορφη κοπέλα. Ψηλή, ξανθιά, με γαλανά μάτια και ευγενεστατους τρόπους. Η Βασιλική την έβρισκε τέλεια για αυτό και όταν την πρωτογνωρισε, στο χριστουγεννιατικο τραπέζι, τη συμπάθησε, μέχρι που αντιλήφθηκε ότι καθόλου τυχαία δεν ήταν η παρουσία της εκεί. Η Αρετουλα δεν είχε εντυπωσιάσει μόνο τη Βασιλική αλλά και την Καλλιόπη, η οποία μάλιστα, την προοριζε κάποτε για τον Μαθιο. Ακόμη την προορίζει. Η κοπέλα προσπαθούσε να μην είναι υπερβολική μα όταν είδε την ξένη να λάμπει βλέποντας τον Μαθιο της άναψαν ολα τα λαμπάκια. Ο πατέρας της ο Παπαδογιαννης είχε πάρει τον Μαθιο δύο καλοκαίρια πριν να δουλέψει στα κτήματα του για βοήθεια και ετσι είχαν γνωριστεί μεταξύ τους. Η Αρετουλα δεν σταματούσε να τον κοίτα, να του χαμογελα και να του μιλά, είχαν άλλωστε τόσα να πουν...Κάθε φορά που η Βασιλική προσπαθούσε να συμμετέχει στη συζήτηση είτε η κοπέλα με εκνευριστική ευγένεια τη δυσκόλευε είτε η Καλλιόπη της τραβούσε την προσοχή. Αφού έφτασε απόγευμα πια, η Βασιλική και ο Μαθιος επέστρεψαν σπίτι τους όπου ακολούθησε καυγάς με την πρώτη να επιμένει ότι η Καλλιόπη επίτηδες εφερε την Αρετουλα σπίτι και τον δεύτερο να το αρνείται. Τα πνεύματα δεν άργησαν να ηρεμήσουν -ευτυχώς- αφού το ζευγάρι αποφάσισε να μην χαλάσει και το υπόλοιπο της ημέρας αλλά να μείνουν αγκαλιά μπροστά στον τζάκι κάνοντας όνειρα. Ωστόσο, κανένας από τους δύο δεν είχε ηρεμήσει πραγματικά -η Βασιλική μόνο για "παρεξήγηση" δεν είχε περάσει το γεγονός και ο Μαθιος προβληματιστηκε τόσο για την συμπεριφορά της μάνας του όσο και για της γυναίκας του που τελευταία η διάθεση της ήταν σαν τραίνο του λούνα παρκ. Ο ιδιος δεν ειχε παρατηρήσει πράγματι τίποτα παράξενο στην Αρετουλα και του φαινόταν εξωπραγματικη η ζήλια της Βασιλικής, στην οποία όχι απλά δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα αλλά κάθε μέρα έδειχνε την αγάπη του με κάθε τρόπο. Δεν ήθελε να δώσει έκταση στο θέμα, βέβαια, και έτσι το έληξαν. Θα μιλούσε στη μάνα του την επόμενη μέρα, ίσως.
Εφτά μέρες αργότερα, η Βασιλική δεν ειχε ησυχάσει. Λίγο την είχαν ξαναδεί αυτή την Αρετουλα, η οποία τελικά θα έμενε και για πρωτοχρονιά, θα ήταν, λοιπόν, και στο τραπέζι.
-Ματια μου?
-Μαθιο? Δε σου είπα να καθίσεις λίγο παραπάνω στο καφενείο σήμερα? Θέλω την ησυχία μου να τα τακτοποιήσω όλα.
-Ναι, θα ξαναπάω. Είναι και ο Αστέρης εκεί και βασικά, λίγο-πολυ, ολοι οι άντρες του χωριού..ηρθα να δω αν χρειάζεσαι κάτι.
-Οχι, όχι ευχαριστώ, πήγαινε.
Ο Μαθιος μπαίνοντας στην κουζίνα πήγε και αγκάλιασε την Βασιλική από πίσω τρυφερά, καθώς εκείνη ανακάτευε στην κατσαρόλα.
-Πόσο υπέροχα μαυρίζουν όλα! Την καλύτερη μαγείρισσα έχω για γυναίκα!
-Καλύτερη από τη μάνα σου, δε νομίζω.
-Καλύτερη και ομορφότερη από όλες!, της είπε εκείνος φιλώντας τα μαλλιά της σε μια προσπάθεια να της φτιάξει τη διάθεση.
-Ναι, ναι τι θα έλεγες...
-Έλα βρε Βασιλική, τέτοια μέρα...πρώτη πρωτοχρονιά μαζί, τελευταία μέρα του χρόνου!
-Τέλος πάντων, απλά έχω αγχωθεί με τις ετοιμασίες.
-Άκουσε με-
-Το φαγητό-
-Ναι, άσε το φαγητό για ένα λεπτό και άκουσε με, είπε γυρίζοντας τη και βάζοντας τα χέρια του στο πρόσωπο της.
-Μαθιο..
-Όλα θα είναι υπέροχα. Όλα είναι ήδη υπέροχα για μένα, Βασιλική. Και μόνο που σε έχω εδώ, δε θέλω τίποτα άλλο. Ξέρεις ότι σκέφτομαι τι να ευχηθώ να αποκτήσω το νέο έτος και δεν βρίσκω τίποτα? Είμαι ηδη ευτυχισμένος. Τα έχω ήδη όλα γιατί έχω εσένα. Σε παρακαλώ, μη σκοτιζεσαι άλλο. Μια εβδομάδα πέρασε, ας μην είμαστε έτσι και απόψε. Ξημερώνει και η γιορτή σου...μην αγχώνεσαι για τη μάνα μου, για τους θειους μου...πρώτη φορά θα ναι που θα σχολιάσουν κάτι? Άλλη δουλειά δεν κάνουν από τότε που τους ανακοινώσαμε τον αρραβώνα μας. Κατάφεραν ποτέ κάτι? Μην αγχώνεσαι, σε παρακαλώ...κάντο για μένα.
-Και η Αρετουλα?
-Η Αρετουλα τι?
-Και αν αρχίσει πάλι τα των Χριστουγέννων?
-Δε το πιστεύω ότι ζηλευεις, όντως...
-Γελάς?
-Τι να κάνω? Μόνο αστείο μου φαίνεται αυτό!
-Σου αρέσει? Επιβεβαιώνεις κάτι?
-Βασιλική, πρόσεχε λίγο...τι είναι αυτά που λες?! Τι σε έχει πιασει τελευταία? Έχω δώσει εγώ ποτέ δικαίωμα?
-Δίνει αυτή.
-Με εμένα είσαι παντρεμένη, όμως. Εγώ είμαι ο άντρας σου. Και δε σου έχω επιτρέψει να αμφισβητησεις την αγάπη μου ποτέ. Και ούτε θα το κάνω. Νόμιζα το ήξερες.
Η Βασιλική κοίταξε για λίγο κάτω.
-Εντάξει, εχεις δίκιο, ίσως...ίσως να είμαι λιγο υπερβολική.
-Γιορτή έχουμε...ας χαρούμε λίγο!
Αγκαλιάστηκαν και ο Μαθιος έφυγε ενώ η Βασιλική συνέχισε τις δουλειές της. Όταν επέστρεψε πάλι, είχε σκοτεινιασει έξω. Λίγο νωρίτερα, είχε πάρει την μάνα του ένα τηλέφωνο και την ειχε προειδοποιήσει να μην χαλάσει την μέρα της γυναίκας του γιατί θα ακολουθούσε άγριος καυγας.
-Βασιλικη? Επέστρεψα!
-Πως σου φαίνομαι?, ρώτησε η κοπέλα μπαίνοντας στο σαλόνι, φορώντας ένα κόκκινο φόρεμα μέχρι το γόνατο. Δεν της άρεσαν οι υπερβολές, δεν ήθελε άλλωστε να δωσει και για αυτό πάτημα για σχόλια. Το φόρεμα ήταν όμορφο παρα την απλότητα του και διαγραμμιζε κολακευτικά το σώμα της. Ειχε βάψει ελάχιστα τα μάτια της και είχε χρωματίσει τα χείλη της με το αγαπημένο της ροζ κραγιόν, ενώ είχε πιάσει τα μαλλιά της χαμηλό κότσο.
-Πανέμορφη! Όπως πάντα, της είπε ο Μαθιος και της έδωσε ένα πεταχτο φιλι για να μη χαλάσει το μακιγιάζ της.
Η ομορφότερη στον κόσμο όλο!
-Αλήθεια?, ρώτησε εκείνη με παινχιδιαρικο ύφος.
-Αλήθεια!! Αλλά θα στο αποδείξω αργότερα γιατί τώρα δεν θα θες να χαλάσω το κραγιόν σου, της είπε ψιθυριστά και χαμογέλασαν και οι δύο.
-Ελα να ντυθείς και εσύ καλύτερα!
-Θα βάλω το ζιβάγκο, αυτό που μου έφερε η θεία σου, το μπλε, να την τιμήσω κιόλας!
-Εντάξει, όπως θες. Θα φορέσεις και σακάκι, όμως, αυτό το πιο σκούρο μπλε που έχεις, ταιριάζει!
-Ο,τι πει η γυναίκα μου! Εσύ, αλήθεια, πως και δε φόρεσες το φόρεμα που έστειλε εκείνη η ξαδέρφη σου από Αθήνα?
-Α μπα...είναι πολύ φανταχτερό και πολύ επίσημο...δεν μου πάει εμένα. Έλα, έλα βιάσου, έρχονται!!
Και όντως, η Βασιλική άκουσε την φωνή του Αστέρη λίγο πιο μετά και έτρεξε στο παράθυρο να το διαπιστώσει. Μόνο που αυτό που είδε διέλυσε κάθε γιορτινή διάθεση που είχε. Η Αρετουλα φορούσε το ίδιο ακριβώς κόκκινο φόρεμα με εκείνη με ψηλές γόβες που αναδεικνυαν το σώμα και το ύψος της. Για οποιαδήποτε άλλη κοπέλα, η Βασιλική θα χαιρόταν και θα θαύμαζε το αποτέλεσμα -ποτέ πριν δεν είχε ζηλέψει καμία φίλη ή γνωστή της παρόλο που τις θεωρούσε πάντα ομορφότερες από εκείνη- μα τη συγκεκριμένη στιγμή ένιωθε την καρδιά της να παίρνει φωτια από ζήλια. Το φόρεμα τής πήγαινε πολύ περισσότερο από όσο πήγαινε στην ίδια και συνδυασμένο με τα συγκεκριμένα παπούτσια και το βάψιμο της...η Αρετουλα ήταν για άλλη μια φορά τέλεια. Η Καλλιόπη στάθηκε και γύρισε στην κοπέλα που ήταν πίσω της και έβαλε το χέρι στο μάγουλο της. Φυσικά...αυτή είναι γυναίκα για το γιο της. Η Βασιλική ένιωσε να της ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
-Αγάπη μου? Ήρθαν τελικά?
Η κοπελα γύρισε στον Μαθιό. Πανέμορφος...το μπλε ζιβάγκο φωτιζε τα γαλάζια, εκφραστικά του μάτια και τα στρωμένα του μαλλιά τόνιζαν το σχήμα του προσώπου του. Και εκείνο το ζεστό του χαμόγελο...η Βασιλική ένιωσε την καρδιά της να χάνει ένα χτυπο πριν βουλιάξει. Τόσο ωραίος άντρας και τόσο δυνατός...και εκείνη τόσο απλή και...τοσο ανασφαλής. Η Αρετουλα θα του ταιριαζε περισσότερο, ίσως. Η σκέψη και μόνο της έφερε μια ζαλάδα που χρειάστηκε να ακουμπήσει στο παράθυρο για να ισορροπήσει με τον άντρα της να τρέχει διπλα της.
-Βασιλική?
-Καλά είμαι, καλά, εμ...το κουδούνι!
-Ναι, το άκουσα, κάτσε εσύ εδώ και θα πάω εγώ να ανοίξω και να φέρω νερό.
-Όχι, όχι! Τι λες τώρα! Από την κούραση είναι!
-Μάτια μου...
-Μαθιο. Κατεβα άνοιξε εσύ και έρχομαι.
-Να μη σου φέρω κάτι να πιεις? Ζάχαρη? Μήπως-
-Πήγαινε, περιμένουν!! Με στενεύει το φόρεμα, θα αλλάξω και κατεβαίνω!
Ο Μαθιος καθόλου δεν πείστηκε αλλά η Βασιλική φάνηκε απόλυτη. Όταν έφυγε, εκείνη ήδη ξεκουμπωνε το φόρεμα -θα έβαζε το δώρο της ξαδερφης της. Ήταν ένα μακρυ φανταχτερό γκρι φόρεμα που είχε τους ώμους εξω και διαγραμμιζε το σώμα της μέχρι τη μέση και μετά έπεφτε. Αν και της αρεσε από τη στιγμή που το είδε, δεν πίστευε ότι θα της ταιριαζε ένα τόσο...πριγκιπικο φόρεμα που ήταν λίγο πολύ σαν να είχε βουτηχτει στην ασημοσκονη. Το φόρεσε, όμως, τελικά και δεν ήταν η μόνη αλλαγή -άφησε τα κοντά πλέον μαλλιά της λυτα, βαφτηκε λίγο πιο έντονα και έβαλε κόκκινο κραγιόν. Ήταν σίγουρη πως ήδη η καθυστέρηση της ειχε σχολιαστεί από την πεθερά της αλλά δε γινόταν να φοράει το ίδιο φόρεμα με την άλλη και, μάλιστα, ενώ δεν της πήγαινε τόσο. Στο δεύτερο κουδούνι ήταν έτοιμη. Η Βασιλική φώναξε πως θα άνοιγε εκείνη και βγήκε από το δωμάτιο παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Ήταν οι θείοι της αλλά δεν ήταν μόνοι τους...
-Καλησπέρα, ανιψιά, καλή Πρωτοχρονιά να έχουμε!!
-Καλησπερα, θείε, καλώς ορίσατε!!
-Θα φάει και ο Σωκράτης με την μητέρα του μαζί μας, δεν έχεις πρόβλημα έτσι? Μη τους αφήναμε τέτοια μέρα μόνους τους.
Ο Σωκράτης. Η Βασιλική γνώριζε τον Σωκράτη από παιδί, ήταν περίπου δύο χρόνια χρόνια μεγαλύτερος της. Η μάνα του ήταν πολύ καλή φίλη με τη θεία της και ετσι τα δύο παιδιά έπαιζαν συχνά μαζί. Πριν περίπου τρία χρόνια, της είχε εξομολογηθεί πως του αρέσει πολύ αλλά η ίδια του ειχε απαντήσει πως τον βλεπει μόνο φιλικά. Από τότε αραιωσαν οι συναντήσεις τους και δύο μήνες μετά, εκείνος έφυγε για σπουδές στην Αθήνα. Η Βασιλική τον είχε δει μόνο τρεις ή τέσσερις φορές από τότε...ούτε στον γάμο της είχε έρθει, παρόλο που τον είχε καλέσει. Μα, τώρα, ο άντρας που είχε μπροστά της δεν ήταν το αγόρι που θυμόταν -η πρωτεύουσα είχε ασκήσει ξεκάθαρα την επιρροή της πάνω του.
-Γειά σου, κορίτσι μου! Καλή Πρωτοχρονιά να έχουμε!! Συγνώμη για το απροόπτο, οι δικοί επέμεναν...
-Τι λέτε, κυρία Πελαγία, χαίρομαι πολύ που είστε εδώ, περάστε!
-Καλησπερα, Βασιλική.
-Γειά σου, Σωκράτη..πάει καιρός.
-Ναι, οντως...ξέρεις δουλειές και υποχρεώσεις, σπουδές..
-Ναι, φυσικά, φυσικά.
-Εισαι...εντυπωσιακή. Ορίστε τα λουλούδια είναι για σένα.
-Ευχαριστώ.
-Χαίρετε, Μαθιος Σταματακης, ο σύζυγος της Βασιλικής.
Η κοπέλα δεν τον είχε αντιληφθεί μέχρι που ένιωσε το χέρι του στη μέση της και άκουσε τη φωνή του.
Αφού συστήθηκαν και καθώς πήγαιναν προς το σαλόνι που ήταν και οι υπόλοιποι, ο Μαθιος σταμάτησε λίγο τη Βασιλική και της ψιθύρισε "πώς το κάνεις και κάθε φορά που λέω δε γίνεται πιο όμορφη, με βγάζεις λάθος? Σαν νεράιδα από παραμύθι είσαι!". Η Βασιλική του χαμογέλασε γλυκά και άγγιξε με το χέρι της τρυφερά το μάγουλο του, λάτρευε να το κάνει αυτό.
Μέχρι να καθίσουν στο τραπέζι κανένας δεν είχε σχολιάσει τίποτα αρνητικά, κάτι που αντί να ηρεμήσει τη Βασιλική, την έκανε να ανησυχήσει ακόμη περισσότερο. Η ατμόσφαιρα ήταν καλή και σχετικά χαλαρή. Στο τραπέζι, ωστόσο, το οποιο άνετο κλίμα διαλύθηκε. Και όλα ξεκίνησαν, φυσικά, από την Αρετουλα. Η κοπέλα προσφέρθηκε να βοηθήσει τη Βασιλική να πάει τα φαγητά που δεν ήταν ήδη εκεί, στο τραπέζι και, παρά τις ευγενικές αντιρρήσεις της, η Αρετουλα όντως πήρε δύο δίσκους και τους τοποθέτησε θέση τους. Όταν εκείνη γύριζε, όμως και καθώς η Βασιλική πήγαινε έναν τρίτο δίσκο, κατά λάθος...παραπατησε και πατησε το φόρεμα της Βασιλικής με αποτέλεσμα το φαγητό που κρατούσε να πέσει κάτω, να σπάσει η πιατέλα και να λερωθει και το χάλι. Όλοι γύρισαν αμέσως και την κοίταξαν και η Βασιλική αισθάνθηκε πιο ντροπιασμένη από ποτέ. Η Αρετουλα ζήτησε συγγνώμη αλλά το πρώτο λάθος είχε γίνει. Τουλάχιστον η Βασιλική δεν ειχε λερωθει καθόλου -παραδόξως, είχε όμως ήδη βουρκωσει από τα νεύρα και την ατυχία της. Ζήτησε να καθίσουν όλοι και θα τα μάζευε η ίδια μόνο που από την βιασύνη και τα δακρυα κόπηκε και έτρεξε αρκετο αίμα...δεύτερο λάθος. Ο Μαθιος το είδε πρώτος και σηκώθηκε να τη βοηθήσει λέγοντας της να προσέχει και αμέσως ακολούθησαν η Αρετουλα και η θεία της. Η Βασιλική σχεδόν φώναξε να καθίσουν όλοι κάτω και ότι ήταν εντάξει. Έτσι και αλλιώς, τα περισσότερα τα είχε ήδη μαζέψει από κάτω. Ευχαρίστησε το Θεό που είχε κάνει και αλλου είδους κρέας και δεν έμεινε χωρίς κυρίως πιάτο -για φαντάσου! Επιστρέφοντας στο τραπέζι, ο Μαθιος προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, αλλά τα βλεμματα που εισέπραξε η Βασιλική από τους θειους και την πεθερά της, την έκαναν να θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η Αρετουλα είχε ήδη αρχίσει να πιάνει την κουβέντα στον άντρα της. Κάθε διάθεση και κάθε όρεξη της είχαν κοπεί. Αισθανόταν, μάλιστα, ενα έντονο ανακάτεμα.
-Τι έχεις, βρε Βασιλικούλα! Τέτοια μέρα, οικοδέσποινα και είσαι έτσι? Χαμόγελα λίγο!
Το σχόλιο της Καλλιόπης ήταν το τρίτο που πήγε τόσο λάθος...έδειχνε και η γκρινιαρα τώρα η Βασιλική που χαλούσε και το κλίμα...μάλιστα.
-Μια χαρά είμαι, μην ανησυχεί κανείς, αλήθεια.
-Ναι βρε Βασιλική...άλλωστε όλα τα άλλα είναι τόσο υπέροχα, σιγά για μια πιατέλα?!
-Ευχαριστώ, Αρετη μου.
-Η σαλάτα έχει λίγο παραπάνω λάδι, βέβαια, να το προσέξεις την επόμενη φορά, σχολίασε η θεία της και η Καλλιόπη προφανώς και θα βιαζόταν να προσθέσει,
-Α και το αρνί έχει λίγο περισσότερο πιπέρι-
-Όλα ωραία είναι, Βασιλική! Πραγματικά, εμένα μου αρέσουν όλα, συγχαρητήρια! Τυχερός αυτός που σε έχει.
Ο Σωκράτης επενέβη σαν από μηχανής θεός και η Βασιλική τον κοίταξε με αληθινή ευγνωμοσύνη, ένα βλέμμα που κλώτσησε κατευθείαν στην καρδιά του Μαθιού.
-Είμαι όντως τυχερός πολύ! Εσύ, Σωκράτη, εχεις κάποια...κοπέλα? Σύντροφο?
-Όχι. Δεν έτυχε ακόμη...κάποτε ήθελα να είμαι στη θέση σου...είπα, τυχερός αυτός που την έχει.
-Ναι, την είχε ζητήσει αλλα...πότε μας άκουσε η ανιψιά μας.
Τέταρτο λάθος.
Η Καλλιόπη είχε ήδη αρχίσει να λέει κατι όταν, αυτή τη φορά, την κατάσταση έσωσε ο Αστέρης. Πόσο λάτρευε τον μικρό κουμπάρο της η Βασιλική! Η επιλογή να τους παντρέψει ο αδερφός του Μαθιού ήταν η καλύτερη και αμέσως είχε συμφωνήσει και η Βασιλική. Ο Αστέρης ήταν, αλλωστε, ο μοναδικός που απο την αρχη τους στηριξε.
-Τι εύχεστε για το νέο έτος? Εγώ δίνω πανελλήνιες φέτος και...
Ο Μαθιος, ωστόσο, καθόλου δεν ακουγε τις ευχές των άλλων. Ο Σωκράτης είχε ζητήσει τη Βασιλική σε γάμο. Και ήταν αυτή τη στιγμή, στο σπίτι τους, στο τραπέζι τους, να την κοιτάζει συνέχεια. Τα είχε παρατηρήσει τα βλεμματα του αλλά δεν ήθελε να γίνει υπερβολικός...τώρα, όμως, είχε τολμήσει να αναφερθει κιόλας στο ότι κάποτε ήθελε τη Βασιλική...τη γυναίκα του. Προσπάθησε να δείξει άνετος και χαλαρός μα μόνο έτσι δεν ήταν. Ειδικά όταν σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο ακριβώς την ίδια στιγμή που η Βασιλική μάζευε τα πιάτα για την κουζίνα και... κατά λάθος μπέρδεψε τις οδηγίες και βρέθηκε στην κουζίνα, άναψαν ολα του τα λαμπάκια του Μαθιού. Σηκώθηκε απότομα και βρέθηκε στην κουζίνα σε μισο δευτερόλεπτο.
-Τι έγινε?
-Τι ηθελε αυτός εδώ?
-Μπερδευτηκε.
-Μπερδεύτηκε?
-Ναι, στο μπάνιο πήγαινε.
-Δε νομίζω.
-Μαθιο, τι λες?
-Γιατί του είπες οχι τότε?
-Καλά, τώρα θα σου πω, πλησιάζει η αλλαγή χρονιάς και έχουμε κόσμο μέσα!
-Ήσουν ερωτευμένη μαζί του?
-Για να πω όχι, προφανώς δεν ήμουν. Άλλωστε ήμουν και μικρότερη, ανήλικη.
-Δε μου το είχες αναφέρει ποτέ.
-Τι να σου αναφέρω? Βρε Μαθιο...τι έπαθες?
-Εγω ήμουν ο πρώτος σου έρωτας, έτσι δεν είναι?
-Πρώτος και τελευταίος, το ξέρεις, του είπε η Βασιλική και έκανε να τον φιλήσει αλλά τότε μπήκε η Αρετουλα στην κουζίνα.
-Χρειάζεστε βοήθεια?
-Εμ, όχι, όχι, ο Μαθιος έψαχνε κάτι, ερχόμαστε, είπε η κοπέλα ενώ από μέσα της σιχτιρισε την καλεσμένη...

One Shot Collection - Μαθιος/ΒασιλικήWhere stories live. Discover now