-Μαθιό, δεν τον σκότωσες εσύ, έτσι δεν είναι?
Με τα χείλη της τον ρωτούσε μα στα μάτια της ήταν ζωγραφισμένη η σιγουριά για την απάντηση του -όχι, δεν τον σκότωσα εγώ. Ψέμματα πολλά είχε πει από τον θάνατο του Στεφανη και μετά -στο χωριό, στην αστυνομία, στην οικογένεια του, στη Βασιλική, ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό- μα αυτη τη στιγμή ήταν λες και είχε χαθεί η φωνή του, λες και είχε κοπεί η αναπνοή του. Κάτι κλώτσησε στην καρδιά του, κατι κλώτσησε στο είναι του όλο. Η μέρα ήταν υπερβολικά έντονη, σε μόνο λίγες στιγμές είχαν φτάσει όλα τόσο κοντά στο να καταρρεύσουν, ο,τι είχε χτίσει, ο,τι είχε κρύψει στο σκοτάδι είχε σχεδόν βγει στο φως. Σχεδόν. Η αστυνομία ήταν κυριολεκτικά ένα βήμα πριν βρει το όπλο, πριν τα τελειώσει όλα μα από όλα τα όπλα, το όπλο εκείνο δε το βρήκαν. Στοιχεία, λοιπόν, αποδεικτικά δεν υπήρχαν, ακόμη και αν υποψιαζοταν κάτι κάποιος, δεν είχε τίποτα στα χέρια του -ο Μαθιος ήταν ασφαλής. Μα ήταν και πολύ κουρασμένος. Οι τύψεις είχαν αρχίσει να αυξάνουν, να τον βυθίζουν όλο και περισσότερο στο σκοτάδι και η αντίδραση του Νικηφόρου ως προς το ενδεχόμενο νέου άντρα δίπλα στη Βασιλική δεν βοηθούσε καθόλου. Όλα στραβά πήγαιναν...όλο εμπόδια δημιουργούνταν. Τόσο προσπάθησε να πείσει τη Βασιλική να κάνει βήματα για εκείνη και για τη σχέση τους, τόσο άντεξε μέχρι η μάνα του να αποφασίσει να τους αφήσει να παντρευτούν και τώρα είχαν και το θέμα του Νικηφόρου να λύσουν. Η Βασιλική χωρίς την ευχή του γιου της δε θα έκανε τίποτα, μαζί του δε θα τα έβαζε. Ανάμεσα σε εκείνον και στον Μαθιό, θα διάλεγε τον γιο της, που ήταν και το λογικό. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί λύση να πειστεί ο Νικηφόρος. Παράλληλα, είχε και τον Αστέρη και την Αργυρω, είχε και τον Άγγελο...ήταν όλα, πραγματικά πολλά. Το μυαλό του κόντευε να σπάσει, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Μα είχε τη Βασιλική, τη Βασιλική του, το φως του, σε όλη αυτή την τρικυμία εκείνη ήταν η ηρεμία του.
Θεέ μου, να ήξερε κάποιος άλλος, εκτός από εσένα, πόσο την αγαπώ...καμία λέξη, καμία φράση, ίσως και καμία πράξη δεν μπορεί να το εξηγήσει σε κανέναν. Μόνο εσύ ξέρεις, μόνο εσύ που αισθάνεσαι τι αισθάνομαι.
Δε μπορούσε να τη χάσει, δε θα άντεχε να τη χάσει, καλύτερα χίλιες σφαίρες στο σώμα του πάρα να χάσει τον βασιλικό του τώρα που τον βρήκε, τώρα που τον είχε. Άρα δε μπορούσε να της πει την αλήθεια. Οπως είχε ήδη αποφασίσει, την αλήθεια αυτή θα την έπαιρνε μαζί του στον τάφο, μαζί του στην κόλαση. Και, όμως, η διαίσθηση του ούρλιαζε πως από όλες τις φορές αν αυτή έλεγε ψέμματα, δε θα υπήρχε επιστροφή. Ήταν η πρώτη, η μοναδική φορά που τον ρωτούσε ευθέως πάρα την σιγουριά στο βλέμμα της...μια σιγουριά που τον σκότωνε. Δε μπορούσε η Βασιλική του να τον φανταστεί να σκοτώνει, δε μπορούσε να φανταστεί πως ήταν τέτοιο τέρας. Είχε στον Μαθιό απόλυτη εμπιστοσύνη, τυφλή, ίσως, εμπιστοσύνη. Και αυτός την είχε ήδη προδώσει με το χειρότερο τρόπο. Το να υποκρίνεται, ωστόσο, ή το να κάνει τον αδιάφορο φάνταζε ευκολότερο γιατί ήταν μια στάση που ήξερε ότι θα κρατούσε αν δεν παραδινοταν μόνος του, ήταν πιο γενικό. Ήταν σαν πριν να έλεγε ψέματα στον κόσμο όλο, μέρος του οποίου ήταν και η Βασιλική μα τώρα έπρεπε να την κοιτάξει στα μάτια και να πει στην ίδια ψέματα. Το χειρότερο ψέμα. Όχι ότι ίσως δε βρεθεί ο φονιας, όχι ότι δεν ήξερε κάτι παραπάνω για τον φονο...έπρεπε να το πει, πως δεν τον σκότωσε εκείνος. Ίσως ήταν παιχνίδια του μυαλού του, ίσως οι τύψεις που τον κατέβαλαν. Δεν μπορούσε να το σκεφτεί καθαρά, δε μπορούσε να το περιγράψει. Μόνο το ένιωθε να τον μουδιάζει να τον πλημμυρίζει φόβος, ενοχή. Μια άγρια διαίσθηση, ανελέητη σχεδόν, πως αυτή τη στιγμή θα την πλήρωνε περισσότερο από τις άλλες.
Με κοίταξες στα μάτια όταν σε ρώτησα σε αυτό το σπίτι. Με κοίταξες στα μάτια και μου είπες πως δεν τον σκότωσες εσύ. Το αρνήθηκες και σε πίστεψα. Σε εμπιστεύτηκα.
Τον τρελαινε η σκέψη. Ίσως ήταν η ευκαιρία του, τώρα. Σίγουρα θα τον έδιωχνε, σίγουρα θα τον κατηγορούσε μα αν της έλεγε την αλήθεια τώρα, ίσως είχε μια ελπίδα να τον συγχωρέσει. Θα το παραδεχοταν ο ίδιος, θα το ομολογουσε. Έτσι θα της εξηγούσε κιόλας, θα ήταν ειλικρινής. Θα μετρούσε κάποια στιγμή αυτό, σωστά?
Μα σίγουρος δεν ήταν και ο φόβος πως ίσως τα διαλύσει όλα με τα ίδια του τα χέρια του φούντωνε. Ίσως δεν τον συγχωρούσε ποτέ, ίσως ούτε η ειλικρίνεια του μετρούσε. Φόνο είχε κάνει...ας μην γελούσε και τον εαυτό του ξανά. Αν μαθευοταν η αλήθεια, θα την έχανε, οριστικά. Τι και αν το ομολογουσε ο ίδιος? Και να τη χάσει δε μπορούσε. Όχι έτσι τουλάχιστον, όχι από δικό του λάθος, ξανά. Θα παλευε μέχρι το τέλος να την κρατήσει δίπλα του, θα πνιγοταν ο ίδιος στις ενοχές αλλά δε θα έπνιγε και εκείνη. Είχε συνηθίσει, αλώστε, είκοσι χρόνια αυτό το πνίξιμο και παράλληλα, κάψιμο στο κορμί του. Αυτή ήταν η ευκαιρία τους να ευτυχισουν ή έστω να ευτυχισει εκείνη απόλυτα. Και αυτό αρκούσε. Θα την έκανε ευτυχισμένη και ας ήξερε μέσα του την αλήθεια και ας υπήρχαν στιγμές -σαν αυτή- που αηδίαζε με τον ίδιο του τον εαυτό, με το ποσό καλός υποκριτής ήταν τελικά. Και ας τον σκότωνε η σκέψη πως ίσως τελικά ούτε ο ίδιος άξιζε την Βασιλική...
Αισθάνθηκε ένα ελαφρύ σφίξιμο στο χέρι, η Βασιλική ήταν ακόμη απέναντι του, περιμένοντας. Πρέπει να είχαν περάσει μερικές στιγμές -έπρεπε να πάρει την απόφαση του. Προσπάθησε να πνίξει κάθε συναίσθημα, λοιπόν, σε μια βαθιά ανάσα και σαν δεύτερος Ιούδας την κοίταξε στα μάτια και της είπε ακόμη ένα ψέμα, το χειρότερο από όλα.-Όχι, Βασιλική. Δεν τον σκότωσα εγώ. Το ξέρεις.
Notes: Πολύ δυνατές σκηνές, πολύ δυνατή πλοκή, πολλά δυνατά συναισθήματα!! Ελπίζω να σας αρέσει και η δική μου εκδοχή της συζήτησης τους...ανυπομονώ για τη Δευτέρα 🖤
YOU ARE READING
One Shot Collection - Μαθιος/Βασιλική
Short StoryΜικρές ιστορίες/Fics με τον Μαθιο και τη Βασιλική από τον Σασμο.