Οι κινήσεις του μέχρι να φτάσει σπίτι ήταν όλες μηχανικές. Το μυαλό του είχε αδειάσει ή μάλλον είχε μουδιάσει. Ναι,σίγουρα ήταν μουδιασμένος. Μπαίνοντας στο σπίτι, άκουσε τη μάνα του να τον ρωτάει που ήταν και αν θα καθόταν να φάει μα το μόνο που κατάφερε να απαντήσει ήταν "όχι, είχα κουραστική μέρα, θα κάνω ενα μπάνιο και θα ξαπλώσω, καληνύχτα." και έφυγε για το δωμάτιο του χωρίς να περιμένει απάντηση. Όντως, αμέσως μόλις έμεινε πάλι μόνος, στο σκοτάδι του δωματίου του έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε για μπάνιο. Όταν, όμως, το κρύο νερό έπεσε ορμητικά στο ακόμη ταραγμένο κορμί του, αισθήσεις και σκέψεις τον κατέκλυσαν. Η αίσθηση των απαλών δάχτυλών της στα δάχτυλά του, των μεταξένιων μαλλιών της χέρια του...η αίσθηση των χειλιών της στα δικά του...είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά, ήταν ακριβώς όπως το θυμόταν το φιλί της -μεθυστικό, εθιστικό, μαγευτικό. Ασυναίσθητα, άγγιξε τα χείλη του. Είκοσι χρόνια μετά...μόνο ο Θεός ήξερε πόσες φορές το ειχε αποζητήσει -άλλοτε τρυφερά, όπως ένα παιδί αποζητά το αγαπημένο του γλυκό και άλλοτε απελπισμένα, όπως κάποιος που πνίγεται αποζητά τον αέρα. Μόνο ο Θεός ήξερε πόσες φορές είχε κρατηθεί να μην την αρπάξει και τη φιλήσει με όλο το πάθος που έκρυβε και ας καιγόταν το σύμπαν μετά ή πόσες φορές είχε κρατηθεί να μην πιάσει στα χέρια του τον Στεφανή, να μην τον χτυπήσει, να μην ξεσπάσει όλο του τον θυμό. Απόψε, όμως, κατάφερε να την νιώσει ξανά, τόσο κοντά του, και ας μην ήταν πάρα κλέφτης του φιλιού της, απόψε μια από τις βαθύτερες, τις πιο κρυφές του επιθυμίες...
Ο ήχος που έκανε το σαμπουάν όταν έπεσε, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Ούτε που ήξερε πόση ώρα έτρεχε το νερό πάνω του και με ποια κίνηση είχε ρίξει κάτω το σαμπουάν του. Αφού τελείωσε βιαστικά, βρήκε και έβαλε τη φόρμα με την οποία κοιμόταν -αν και ήξερε πως ούτε στιγμή δε θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του, με μοναδικό φως εκείνο του φεγγαριού που έλουζε το δωμάτιο κάθε βράδυ μέσα από το παράθυρο του. Λάτρευε εκείνη την νύχτα, ειδικά εκείνη την ώρα στο δωμάτιο του που όλα ήταν σκοτεινά, μια σκοτεινιά που "έσπαγαν" οι λεπτές ασημένιες κλωστές του φεγγαριού και όλα όσα φωτιζαν..Του θύμιζε μια μαύρη μικρή πέτρα που είχε κάποτε βρει στην παραλία, ήταν όλη μαύρη και είχε κάποιες λευκές λεπτές γραμμές και όπως την πρώτη φορά που την είδε τότε έτσι και κάθε φορά, του έφερνε στο μυαλό εκείνο που καπου είχε ακούσει "όλοι είμαστε λίγο σπασμένοι, από εκεί μπαίνει το φως". Εννοείται πως η πέτρα αυτή κοσμουσε το κομοδίνο του, δίπλα στο κρεβάτι. Η φράση, έτσι τουλάχιστον όπως εκείνος την είχε στο μυαλό του, η μαύρη πέτρα με τις λευκές γραμμές, το δωμάτιο το βράδυ έτσι όπως το έλουζε το φως του φεγγαριού του θύμιζε τον εαυτό του, τη ζωή του. Ήταν σκοτεινός και ειχε μια ζωή μέσα στον πόνο, μα είχε και μια καλή, φωτεινή πλευρά και στη ζωή του όσο υπήρχε η Βασιλική, υπήρχε και ομορφιά, ευτυχία.
Σκεφτόταν ξανά και ξανα τη συζήτηση και το φιλί τους, προσπαθώντας να μην παρασυρθεί από τις αισθήσεις του. Δε το είχε σχεδιάσει, δε σκόπευε να τη φιλήσει. Μα δεν κατάφερε να κρατηθεί και τώρα δεν ήξερε αν έπρεπε να καταραστεί τον εαυτό του. Άγγιζε το πρόσωπο της με τα χέρια του, αισθανόταν την αναπνοή της, της είχε μόλις ανοίξει την καρδιά του...ήταν τόσο κοντά του, για πρώτη φορά με τέτοιο τρόπο, μετά από τόσα χρόνια...
Προφανώς και δε θα γινόταν τίποτα που δεν ήθελε, όπως της ξεκαθάρισε. Είκοσι χρόνια έμαθε να ζει μόνο με το βλέμμα της, το ότι μπορούσε να είναι γύρω της τόσο συχνά τώρα, ήταν ήδη παραπάνω από αρκετό. Θα έκανε υπομονή, θα την περίμενε όσο χρειαζόταν. Θα της έδινε όσο χρόνο, όλο το χρόνο...μια ζωή ολόκληρη θα την περίμενε ακόμη και αν ήξερε πως την τελευταία μέρα της ζωής του θα ερχόταν σε εκείνον. Θα ζούσε για εκείνη την μια μέρα, την τελευταία, όλος ο πόνος, η υπομονή, η μοναξιά θα άξιζε τότε. Του περνούσε από το μυαλό ότι ίσως αυτή η μερα δεν έρθει ποτέ. Ίσως η Βασιλική δεν ένιωθε το ίδιο πια, ίσως ήθελε περισσότερα για εκείνη ούσα ελεύθερη πλέον. Μα στη σκέψη η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά, σαν να τον ειδοποιούσε πως δεν ήταν έτσι, σαν να ένιωθε πως δεν ήταν έτσι. Απλά έπρεπε να περιμένει και να επιμένει...ήξερε τι την απασχολούσε και δεν είχε άδικο. Η κοινωνία θα μιλούσε και η μητέρα του δε θα τον άφησε σε ησυχία, μα δεν τον ένοιαζε. Ήταν έτοιμος να τα βάλει με όλους αρκεί να είχε δίπλα του εκείνη -καμια πληγή δεν θα ήταν αγιάτρευτη αν την φρόντιζε η αγάπη τους. Θα της το έδειχνε, θα της θύμιζε πως είναι να σε αγαπούν, πως είναι να την αγαπάει εκείνος. Όχι, όχι πιέζοντας την. Το να την αγαπάει και το να της το δείχνει κρατούσε τον ίδιο ζωντανό, δεν ήξερε πως να μην το κάνει, δεν ήξερε πως να αναπνέει χωρίς να αναπνέει για εκείνη. Πλέον ήξερε και η Βασιλική, πως ήταν διατεθειμένος να προσπαθήσει, να μείνει. Της είχε ανοίξει την καρδιά του και όμως δεν της είχε πει σχεδόν τίποτα ακόμη. Μα ήξερε πλέον, ανοιχτά.
Πράγματι, δεν κοιμήθηκε όλο βράδυ καθόλου. Οι σκέψεις δεν τον άφησαν στιγμή και το επόμενο πρωί πάλι εκείνη σκεφτόταν. Αμφέβαλλε για το τι θα έπρεπε να κάνει τώρα, για το πως να μην είναι αμηχανη η επόμενη συνάντηση τους...αναρωτιόταν για την δική της συμπεριφορά, θα ήταν άραγε πιο μαλακή μαζί του ή θα τον απέφευγε? Για ενα ήταν σίγουρος, έπρεπε να ήταν προσεκτικός και να κρατήσει τον λόγο του, ούτε μισή κίνηση που να την πίεζε δεν θα έκανε. Ήταν περισσότερο το πως θα της το έδειχνε αυτό που ένιωθε...γιατί τα συναισθήματα του δεν τον απασχολούσαν. Ήξερε τι ένιωθε, τόσα χρόνια το είχε μάθει σε κάθε του μορφή, την είχε αγαπήσει σε κάθε, βαθμο με κάθε τρόπο...δεν ήξερε πως να μην το κάνει...Notes: Ορίστε και οι σκέψεις του Μαθιου!! Πώς σας φαίνονται? Κάθε σκέψη, σχόλιο ακόμη και κάποια ιδέα για επόμενο fic που θα θέλατε είναι χαρά μου!🤗🤗
YOU ARE READING
One Shot Collection - Μαθιος/Βασιλική
Short StoryΜικρές ιστορίες/Fics με τον Μαθιο και τη Βασιλική από τον Σασμο.