-Σας αγαπώ, Μαθιό...να προσέχετε.
-Και εμείς σε αγαπάμε, καρδιά μου, άντεξε λίγο ακόμη, λίγο. Έρχομαι.Η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα και δυνατά, τόσο δυνατά που νόμιζε θα βγει από το στήθος του και τα χέρια του έτρεμαν, έτρεμαν...γιατί έτρεμαν? Πρώτη φορά έτρεμαν τα χέρια του...και τα μάτια του είχαν γεμίσει δακρυα μα έκαιγαν, τον έκαιγαν ολόκληρο. Δεν έβλεπε καθαρά στον δρόμο παρόλο που η ταχύτητα ήταν η μέγιστη -ήταν λες και κάπου μέσα του ήξερε πως ήταν μάταιη η προσπάθεια του...ήταν αδύνατο να προλάβει να φτάσει, ήταν πολύ μακρυά και ήταν τόσο, τόσο το σκοτάδι...
-Βασιλική? Βασιλική, μίλησε μου, σε παρακαλώ, να ακούσω λίγο τη φωνή σου. Βασιλική? Βασιλική? Με ακούς? Βασιλική, ειμαι εδώ, με ακούς? Βασιλική? ΒΑΣΙΛΙΚΉ?
"Βασιλική, Βασιλική, Βασιλική" συνέχιζε να την παρακαλεί με τη φωνή του να σβήνει κάθε φορά και περισσότερο. Η Βασιλική δεν απαντούσε. Τίποτα δεν ακουγόταν πάρα μόνο ο ήχος της φωτιάς που έκαιγε, έκαιγε...έκαιγε. Το σπίτι του, την Βασιλική του, τον ίδιο. Και τότε έβγαλε μια κραυγή που όμοιά της ποτέ δεν είχε βγάλει...ούρλιαξε τόσο λες και έτσι θα έβγαζε την ψυχή του, λες και θα σταματούσε το χρόνο, λες και είχε πάρει ο ίδιος φωτιά, λες και είχε σειστεί η γη ολόκληρη -ίσως όντως είχε σειστει, ίσως όντως είχε πάρει φωτιά ο ίδιος, ίσως όντως σταματούσε το χρόνο...ίσως όντως έβγαινε η ψυχή του. Δεν ήταν για όλα αυτά αρκετός ο πόνος, ο σπαραγμος ενός άντρα που αγάπησε μα δεν πρόλαβε? Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, όπως είχε τρέξει τοτε, είκοσι χρόνια πριν, και πατησε το γκάζι στο τέρμα όπως το είχε πατήσει τότε, εκείνο το βράδυ, μα δεν πρόλαβε να την πάρει από τη φωτιά, όπως δεν είχε προλάβει τότε, να την πάρει από τον αρραβώνα, από τον Στεφανη. Δύο φορές. Δύο φορές έτρεξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και δεν πρόλαβε. Μόνο που τώρα η Βασιλική ίσως ήταν πια νεκρή. Ή ίσως ήταν ο ίδιος? Την κραυγή ακολούθησε ένας άλλος δυνατός ήχος, ο ήχος του αυτοκινήτου που χάνει την πορεία του και προσκρούει επειδή ο οδηγός του δεν πατησε ποτέ φρένο...
-Βασιλική...Νωρίτερα την ίδια μέρα:
Θρήνος και σιωπη. Όλο το χωριό είχε βυθιστεί στον θρήνο και στη σιωπή. Το προηγούμενο απόγευμα, ο Πέτρος Βρουλακης είχε πέσει νεκρός. Είκοσι χρόνια πριν, όταν το αίμα του Μάρκου Βρουλακη ποτιζε την αυλή του σπιτιού του, η Μαρίνα ούρλιαζε από τον θρήνο και η μικρή κόρη, η Αργυρώ είχε χάσει την μιλιά της -τώρα κανένας δεν μπορούσε να ησυχάσει την Αργυρω μα κανένας δεν αντεχε τη σιωπη της Μαρίνας. Τη σιωπη της μάνας που την επόμενη μέρα θα έθαβε το σπλάχνο της. Εκείνη τη σιωπη που κρύβει μέσα της χίλιες κραυγές -μα ποια κραυγή ή πόσες έφεραν ποτέ πίσω έναν νεκρο? Τα ξαδέρφια του Πετρή ήταν έξω και συζητούσαν έντονα...κάτι, κάτι έπρεπε να κάνουν. Το αίμα τους έβραζε για αίμα, μα οι Σταματάκηδες ήταν άφαντοι. Ο φονιας Αστέρης, ο Νικηφόρος και ο Μαθιος είχαν φύγει λίγο μετά τον φονο και κανένας δεν μπορούσε να τους βρει, ούτε η αστυνομία, ούτε οι Βρουλακηδες. Κάτι έπρεπε να κάνουν, λοιπόν, για να τους αναγκάσουν να γυρίσουν πίσω. Το αίμα με αίμα θα πληρωνόταν.
BINABASA MO ANG
One Shot Collection - Μαθιος/Βασιλική
Short StoryΜικρές ιστορίες/Fics με τον Μαθιο και τη Βασιλική από τον Σασμο.