Μούχρωμα, το χάσιμο της λάμψης, η αγαπημένη ώρα της Βασιλικής. Σε αντίθεση με τον Μαθιο, που λάτρευε την ανατολή του ήλιου, η Βασιλική λάτρευε την δύση του. Την σαγήνευαν τα τελευταία εκείνα χρώματα πριν εκείνο το βαθύ μπλε, το μετέπειτα μαύρο, απλώσει στον ουρανό. Έμοιαζε λες και το πορτοκαλί, το κόκκινο, το μωβ χόρευαν έναν χορο που κάνεις θνητος δεν ήξερε ή λες και ζωγράφιζαν για όσα μόνο ελάχιστοι μπορούν να νιώσουν. Για τη Βασιλική, αν ο έρωτας είχε χρώμα, αν μπορούσε να χωρέσει σε μια στιγμή, θα ήταν το μούχρωμα -η στιγμή που ο ήλιος φτάνει τη θάλασσα και όσο πλησιάζει, τόσο αυξάνει ο πόθος του, μέχρι που την αγγίζει τελικά, μέχρι που χάνεται μέσα της...μέχρι που λυτρωνεται για να βγει το επόμενο πρωί, πιο λαμπερός, πιο δυνατός να την φωτίσει, να τη ζεστάνει και μετά να αναζητήσει πάλι την αγκαλιά της.
Ήλιος και θάλασσα, τι έρωτας!, σκεφτόταν πάντα η Βασιλική όταν τύχαινε να βρεθεί και να το αντικρίσει.
Μερικοί περαστικοί στέκονταν για λίγο, να θαυμάσουν τη μαγική θέα. Ο Μαθιος και η Βασιλική καθόντουσαν σε έναν μεγάλο βράχο, ανάμεσα σε άλλους μικρότερους, με τα χέρια τους μπλεγμένα, νιώθοντας ο ένας την θαλπωρή του άλλου.
-Γιατί τόσο ήσυχος?, τον ρώτησε εκείνη, σχεδόν ψιθυριστά,μη και τρομάξει η φύση, μη και διαλύσει τη στιγμή.
-Απολαμβάνω την θέα...άλλωστε, ξέρω ότι λατρεύεις τον συνδυασμό "ηλιοβασίλεμα, θάλασσα, ησυχία". Θυμάσαι όταν ήμασταν νέοι, σου είχα πει θα σε φέρνω εδώ κάθε εβδομάδα, οπότε μπορούσαμε, αφού σου αρέσει τόσο..
-Και, όμως...μόνο μία φορά προλάβαμε να έρθουμε και αυτή στα κρυφά. Και τώρα, πάλι στα κρυφά.
-Φτανει που ήρθαμε και θα ερχόμαστε, Βασιλική. Σου είπα θα ζήσουμε όλα όσα μας χρωστάει η ζωή. Να δες, κράτησα το λόγο μου, έστω και το αργά...σε έφερα εδώ ξανα και θα σε ξαναφέρω.
Η Βασιλική δεν απάντησε, μόνο του εσφιξε περισσότερο το χέρι και κοίταξε πάλι μπροστά. Δεν ήταν καθόλου σίγουρη οτι ο Μαθιος θα μπορούσε να κρατήσει την υπόσχεση του, όπως και τότε...που μετά από λίγο ολα διαλύθηκαν. Τον πρώτο καιρό του γάμου της, που αναπολούσε περισσότερο τις στιγμές της με τον Μαθιο, επιανε τον εαυτό της να μετανιωθει που όλο βιαζόταν, όλο φοβόταν, που δεν τις απολάμβανε λιγο πιο πολύ. Για αυτό και δεν απάντησε, δεν ήθελε να σκέφτεται τόσο το αν θα το ξαναζουσαν, ήθελε να ζήσει τη στιγμή αυτή, αυτή που ήδη είχαν, ήθελε να την χορτάσει. Γύρισε για λίγο και παρατήρησε τον Μαθιο, το πως τα χρώματα του ουρανού φαίνονταν στα γαλανά δικά του μάτια, πως φωτιζοταν το πρόσωπο του, πως τα μαλλιά του έμοιαζαν με χρυσά δαχτυλίδια, πως το βλέμμα του είχε μαγνητιστει...
-Φωτιά ε?, είπε, ξαφνικά.
-Οριστε?, ρώτησε εκείνος λες και μόλις τον είχαν ξυπνήσει από κάποιο όμορφο, βαθύ ύπνο.
-Ο ουρανός...μοιάζει να παίρνει φωτια, τέτοια ώρα. Πορτοκάλι που κοκκινίζει όλο και περισσότερο για να σβήσει σε ένα μείγμα μωβ και μπλε, πριν εξαπλωθεί το σκοτάδι.
-Εσυ είχες πει ότι σου θυμίζει τον έρωτα.
-Ναι, αυτό μου θυμίζει. Αλλά νομίζω πως εσένα σου φαίνεται με φωτιά. Κάνω λάθος?
Ήξερε κάπου μέσα της ότι δεν έκανε. Αυτη δεν είναι, άλλωστε, η πιο βαθιά , η πιο ουσιαστική μορφή αγάπης, σύνδεσης? Αυτό δεν είναι που κάποιοι αποκαλούν "αδερφές ψυχές"? Όταν η θέα είναι γεμάτη χρώματα, αισθήσεις, σκέψεις, φαντασία μα ο ένας ξέρει, σε τι ακριβώς εστιάζει ο άλλος, νιώθει ο,τι νιώθει και εκείνος. Έτσι και η Βασιλική, κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα στα μάτια του Μαθιού, κατάλαβε τι σκεφτόταν.
-Οχι, δεν κάνεις. Όντως με φωτιά μου μοιάζει. Πάντα με φωτιά μου έμοιαζε. Ηλιοβασίλεμα, φωτιά, έρωτας...δεν έχουν διαφορά. Θυμάμαι που μου είχες περιγράψει την ιστορία σου για τον έρωτα ήλιου και θάλασσας. Οσο πλησιάζει, τόσο μεγαλώνει ο πόθος του για εκείνη...το κόκκινο δεν είναι το χρώμα του ποθου, του πάθους, το πιο βαθύ χρώμα της φωτιάς? Παίρνει φωτια, καίγεται ο ήλιος για τη θάλασσα του. Μέχρι που την αγγίζει και εκείνη τον ηρεμεί, τον λυτρώνει, σβήνει εκείνη τη φωτιά, μοιράζεται το πάθος του. Είδες? Ηλιοβασίλεμα, φωτιά, έρωτας...δεν έχουν διαφορά.
Η Βασιλική έμεινε να τον παρατηρεί πάλι ενώ σκεφτόταν τα λόγια του και έμεινε και εκείνος να την κοιτά, βαθιά στα μάτια ενώ ένιωθε την ανάσα της στα χείλη του, ενώ απολάμβανε αυτή την αίσθηση. Μετά από λίγο, τον πλησίασε λίγο ακόμη, σχεδόν αγγίζοντας τα χείλη του και ψιθύρισε για πρώτη φορά μετα από είκοσι χρόνια, "σε αγαπώ". Έκλεισε τα μάτια της, ενωσε απαλά τα χείλη τους για μια στιγμή και μετά απομακρυνθηκε χαμογελώντας γλυκά. Ο Μαθιος νόμιζε ότι όντως ονειρευόταν, ότι κάποιο περίεργο παιχνίδι έπαιζε το μυαλό του...όλο αυτό ήταν πολύ για να είναι αληθινό -πολύ περισσότερο από όσα τολμούσε να ευχηθεί. Η Βασιλική ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλο του, λες και κατάλαβε και ήθελε να τον βεβαιώσει πως μόνο πραγματικότητα ήταν. Μια ύπουλη υγρασία ένιωσε ο Μαθιος, μα πριν την αφήσει να εξαπλωθεί, τράβηξε πάλι κοντά του τη Βασιλική και την φιλησε με πάθος.
"Και εγώ σε αγαπώ, θάλασσα μου."Notes: Ρομαντικό❤ Ελπίζω να σας αρεσε!
"Μπουκλες σα χρυσά δαχτυλίδια" είναι παρομοίωση από το αγαπημένο μου μυθιστόρημα Ελληνίδας συγγραφέα, Δράκος στο χιόνι, της Οικονόμου -αν σας αρέσουν τέτοιου είδους βιβλία, το συνιστώ ανεπιφύλακτα!
YOU ARE READING
One Shot Collection - Μαθιος/Βασιλική
Short StoryΜικρές ιστορίες/Fics με τον Μαθιο και τη Βασιλική από τον Σασμο.