Δεν ήταν σίγουρη τι την ξύπνησε μα όσο περνούσε η ώρα, τόσο μεγάλωνε ο φόβος μέσα της. Η βροχή έπεφτε ορμητικά και οι βροντές έσπαγαν τον ουρανό σε χίλια κομμάτια μα η Βασιλική ένιωθε πως κάτι άλλο προκαλούσε αυτόν τον φόβο. Σηκώθηκε και φόρεσε την ρόμπα της, μήπως ήταν απλά η ξαφνική, ανεπαίσθητη παγωνιά που την τάραξε αλλά και πάλι, η αγωνία μόνο αυξανόταν στο στήθος της. Βγήκε από το δωμάτιο προσεκτικά και πήγε προς εκείνο του Νικηφόρου μα το βρήκε άδειο. Το κρεβάτι στρωμένο, τα πράγματα του όλα τακτοποιημένα λες και δεν είχε επιστρέψει καθόλου σπίτι από το πρωί. Μα πού ήταν? Με τέτοιο καιρό...που ήταν το παιδί? Όσο και αν προσπαθούσε να θυμηθεί, το μυαλό της δε λειτουργούσε, είχε ήδη αρχίσει να τρέμει ολόκληρη. Τι συνέβαινε? Γιατί φεροταν έτσι? Μια καταιγίδα ήταν! Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα επιπληττοντας τον εαυτό της για την παιδιάστικη συμπεριφορά και αγνοώντας την ακόμη ανταριασμένη ανησυχία της. Μα όταν έφτασε εκεί, νόμιζε πως είδε μια φιγούρα έξω από το παράθυρο -πέτρωσε. Δεν ήταν οι βροντές, ούτε η βροχή, δεν ήταν η απουσία του Νικηφόρου...κάποιος ήταν έξω από το σπίτι. Η Βασιλική δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται πως υπήρχε όντως κάποιος έξω...και όχι οποιοσδήποτε κάποιος. Ο δολοφόνος του Στεφανή. Είχε πάψει κάθε λογική στο μυαλό της, δεν μπορούσε να το εξηγήσει μα ξαφνικά, ήταν σίγουρη πως έξω ήταν ο δολοφόνος. Σιχτίρισε τον εαυτό της που έδωσε εκείνο το όπλο στον Μαθιό, τι θα έκανε τώρα? Έψαξε το κινητό της να τον καλέσει μα δε το έβρισκε πουθενά, ούτε καν το σταθερό, που ήταν το σταθερό?! Δεν έτρεμε μόνο πια, έκλαιγε κιόλας. Ένιωθε εγκλωβισμένη στο ίδιο της το σπίτι, με την βροχή και τον αέρα να χειροτερεύουν την κατάσταση και με την αίσθηση ότι ο δολοφόνος κάτι ήθελε έξω από το σπίτι...γιατί δεν είχε μπει ακόμη, τι περίμενε? Η Βασιλική δεν μπορούσε να ησυχάσει με τίποτα, πήγαινε πάνω-κάτω σε όλο το σπίτι μόνη της, φοβόταν να πλησιάσει τα παράθυρα να δει αν όντως υπήρχε κάποιος και δεν έβρισκε πουθενά, πουθενά ούτε το σταθερό ούτε το κινητό της. Όταν κατάφερε να πάρει ανάσα και να σκεφτεί λίγο καθαρά -ή τουλάχιστον θαρραλέα- αποφάσισε να βγει έξω. Αφού δε μπορούσε να καλέσει τον Μαθιό, θα πήγαινε η ίδια σε αυτόν, θα άνοιγε την πόρτα και θα έφευγε πολύ γρήγορα -το λιγότερο ήταν που θα γινόταν μούσκεμα. Επέστρεψε στην κουζίνα για να πάρει ένα μαχαίρι, να το είχε πάνω της έστω και αν ήξερε πως στην πραγματικότητα δεν θα το χρησιμοποιούσε ακόμη και αν έπρεπε. Καθώς, ωστόσο, πήγαινε στο δωμάτιο της να αλλάξει, να βάλει κάτι πρόχειρο άκουσε έναν χτύπο έξω από την πόρτα. Ένιωσε να παγώνει ολόκληρη. Γύρισε προσεκτικά και πλησίασε την πόρτα περιμένοντας να ακούσει ξανά τον χτύπο -ίσως ήταν η ιδέα της, ίσως κάτι έπεσε έξω από τον αέρα. Μα τότε-
-Βασιλικη?
Στο άκουσμα του ονόματός της τινάχτηκε και γύρισε απότομα προς την πλευρά από που ακούστηκε η φωνή, λίγο πιο πίσω της. Αμέσως, έπεσε το μαχαίρι από το χέρι της και άρχισε να κάνει βήματα προς τα πίσω μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε στην πόρτα. Απέναντι της στεκόταν ο Στεφανής, βαμμένος με αίμα παντού, στον θώρακα κυρίως μα και στα χέρια και στο πρόσωπο -παντού. Ήταν χλωμός μα τα μάτια του την είχαν καρφώσει.
-Στεφανή? Τι...τι κάνεις εσύ εδώ?! Εσύ...εσύ...
-Τι φοβάσαι, Βασιλική? Τι ψάχνεις έξω?
Μα η Βασιλική δε μπορούσε να μιλήσει πια...βλέποντας τον νεκρό μπροστά της, μέσα στα αίματα από τις σφαίρες, να την κοιτάει, να της μιλάει...να ήταν απέναντι της...
-Δεν υπάρχει τίποτα έξω. Κανένας. Μέσα εδώ είναι ο δολοφόνος, Βασιλική, μέσα στο σπίτι. Ήδη εδώ.
Δεν άντεξε. Και η ελάχιστη λογική που είχε, χάθηκε -γύρισε, άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι έτσι, με τις πιτζάμες, τη ρόμπα, τις παντόφλες της. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και ας την πονούσε σχεδόν η βροχή καθώς τη χτυπούσε τώρα και ας φοβόταν τόσο πολύ και ας έτρεμε από το κρύο...και ας έκλαιγε. Δεν έβλεπε καν που πήγαινε, δεν σκεφτόταν, μόνο συνέχιζε να τρέχει μακρυά από το σπίτι και τον δολοφόνο και τον Στεφανή. Η εικόνα του απέναντι της, μέσα στα αίματα είχε κολλήσει στο μυαλό της. Μα με πιτζάμες και παντόφλες και κλαίγοντας και τρέμοντας ποιος πήγε μακρυά μέσα στην καταιγίδα?! Έτσι η Βασιλική έπεσε και το πόδι της ματωσε. Σιχτιρισε για ακόμη μια φορά τον εαυτό της -ήταν σε απόγνωση. Προσπάθησε να καταλάβει που ήταν μέχρι που ξανάκουσε το όνομα της...
- Βασιλική? Βασιλική,είσαι καλά?
Αυτή τη φορά, ήταν ο Μαθιος. Του χαμογέλασε περισσότερο από ποτέ, ήθελε να σηκωθεί και να τον αγκαλιάσει, να νιώσει ασφάλεια στα χεριά του.
- Μαθιό! Ευτυχώς! Έψαχνα να σε πάρω μα δεν έβρισκα-
-Ελα, έλα σήκω και θα τα πούμε σπίτι. Πώς βρέθηκες εδώ, μέσα στην καταιγίδα...πάμε μην κρυώσεις! Δώσε μου το χέρι σου..., της είπε και έτεινε το δικό του προς το μέρος της. Και τότε η Βασιλική το πρόσεξε και όλη η ανακούφιση που είχε νιώσει βλέποντας τον, εξαφανίστηκε. Ο φόβος που ένιωθε πριν είχε επιστρέψει χειρότερος. Το χέρι του Μαθιού είχε αίμα. Αίμα μα καμία πληγή. Κοίταξε και το άλλο χέρι του για να δει πως ήταν, επίσης, βαμμένο με αίμα. Όχι δικό του αίμα.
-Μαθιό...τι έπαθε το χέρι σου? Γιατί...γιατί είναι βαμμένο με αίμα?
Ο Μαθιος την κοίταξε βαθιά στα μάτια που πάρα την τόση βροχή φαινόντουσαν ξεκάθαρα σε εκείνη.
-Δεν ξέρεις, Βασιλική? Δε θυμάσαι?
YOU ARE READING
One Shot Collection - Μαθιος/Βασιλική
Short StoryΜικρές ιστορίες/Fics με τον Μαθιο και τη Βασιλική από τον Σασμο.