Το κεφάλι και ο λαιμός του πονούσαν απίστευτα και γύρω του τίποτα δεν ήταν σταθερό, ενώ τον διαπέρασε ένας οξύς πόνος από τις γρατζουνιές στις παλάμες του. Η μυρωδιά του ποτού είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο..πόσο είχε πιει το προηγούμενο βράδυ? Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο μπάνιο να πλύνει το πρόσωπο του. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη -κόκκινα, πρησμένα ματια, κουρασμένο πρόσωπο. Παρόλα αυτά, βέβαια ,παρά τα κόκκινα μάτια, την έντονη μυρωδιά, την αφόρητη ζαλάδα και την ενόχληση στο λαιμό, η προηγούμενη μέρα παρέμενε αναλλοίωτη, σχεδόν ανελέητα καθαρή στο μυαλό του. Θα ήταν υποτίθεται η καλύτερη μέρα του, θα είχε τη Βασιλική δίπλα του, θα ήταν μακρυά και μαζί, θα ήταν η πρώτη μέρα της καινούργιας κοινής ζωής τους. Και, όμως, ήταν στο δωμάτιο του, μεθυσμένος, ζαλισμένος και μόνος ενώ η Βασιλική ήταν δίπλα σε εκείνον, με το δικό του παιδί στα σπλάχνα της...στη σκέψη και μόνο αισθάνθηκε μια ύπουλη υγρασία στα μάτια του, την οποία φρόντισε να καταπνίξει αμέσως αν και η κατάσταση του δεν βοηθούσε. Είχε καταφέρει να φερθεί όπως έπρεπε, να τη γυρίσει στον άντρα της, όπου ανήκε εκείνη και το παιδί, μα μόλις χάθηκε μόνος στα βουνά, ξέσπασε. Στην αρχή περπατούσε γρήγορα προς το πουθενά για να εκτονώσει την οργή του μέχρι που κάποια στιγμή συνέβη κάτι που δεν του είχε συμβεί ποτέ μέχρι τότε...έσπασε.
Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς,να φωνάζει και να καταριέται τον Θεό, τη ζωή, την τύχη, να χτυπάει και να γδέρνει τις παλάμες των χεριών του στο έδαφος και ας πονούσαν και ας μάτωναν -ίσως αυτός ήταν ο σκοπός, η ανακούφιση που θα έφερνε ο σωματικός πόνος. Έκλαψε περισσότερο από όσο είχε κλάψει στον αρραβώνα, περισσότερο από όσο πίστευε ότι θα μπορούσε να κλάψει, ήταν λες και όλα όσα προσπαθούσε να πνίξει τόσο καιρό έγιναν χείμαρρος που έπνιγε τον ίδιο τελικά. Αν τότε η καρδιά του είχε θρυμματιστεί, η ανακοίνωση της εγκυμοσύνης έκανε ο,τι είχε απομείνει στάχτες. Πονούσε τόσο που καιγόταν ολόκληρος. Δεν κατάλαβε πόση ώρα ήταν εκεί,όταν ηρέμησε -ή μάλλον, εξουθενώθηκε, όταν η φωνή του είχε πια βραχνιάσει και τα μάτια του είχαν στερέψει, προχώρησε μέχρι την πιο κοντινή πηγή να πλύνει το πρόσωπο και τα ματωμένα χέρια του και μπήκε πάλι στο αυτοκίνητο. Δεν γύρισε σπίτι, κατέβηκε στο Ρέθυμνο και έμεινε εκεί, σε ένα μπαρ μέχρι αργά το βράδυ και έπινε. Έπινε, έπινε, έπινε μέχρι που έχασε το μέτρημα μα ακόμη και τόσο ποτό δεν έσβησε στο ελάχιστο τη φωτιά που μενόταν μέσα του. Φυσικά και τον γύρισαν άλλοι στο σπίτι, κάτι γνωστοί που λογικά τον λυπήθηκαν. Κοίταξε το ρολόι του, είχε φτάσει πια μεσημέρι. Αφού έκανε μπάνιο, πήγε στην κουζίνα για εναν δυνατό καφέ και παυσίπονα. Η προηγούμενη μέρα έπρεπε να είναι σαν μη συνέβη ποτέ,ειδικά εκείνο το ξέσπασμα στο βουνό. Περίμενε να ακούσει σύντομα τα "νεα" της εγκυμοσύνης -αν μέχρι τότε δεν είχε ήδη μαθευτεί- μα τελικά περίμενε πολύ. Είχαν περάσει πέντε μέρες και τίποτα ακόμη, τι στο καλό? Την έκτη μέρα, πήγε να τη συναντήσει στο σπίτι της με πρόσχημα να δει τον ξαδερφο του. Η Βασιλική τον απέφευγε σχεδόν επιδεικτικά. Στην αρχή, νόμιζε πως ήταν η ιδέα του αλλά όταν η στάση της δεν άλλαξε ούτε στις δύο επόμενες επισκέψεις του την ίδια εβδομάδα, κατάλαβε πως κατι δεν πήγαινε καλά, κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Την επόμενη φορά, φρόντισε να λείπει ο Στεφανής από το σπίτι ώστε να βρει την Βασιλική μόνη της. Χτύπησε την πόρτα αφού πήρε μια βαθιά ανάσα.
-Καλημέρα, έφερα κοχλιούς, στέλνει η μάνα μου.
Η Βασιλική τους πήρε χωρίς να του προτείνει να περάσει.
-Ευαριστουμε πολύ. Κάτι άλλο?
-Με αποφεύγεις?, άνοιξε την πόρτα με το σώμα του και μπήκε μέσα στο σπίτι.
-Δε νομίζω ότι έχουμε κάτι να πούμε.
-Φαινεσαι θυμωμένη.
-Όχι, απλά θέλω να κρατήσω απόσταση-
-Δεν έχεις πει ακόμη στον Στεφανή για το παιδί. Γιατί?
-Θα το κάνω, μην αγχώνεσαι.
-Δεν αγχώνομαι...Σταμάτα να μου μιλάς σαν να είμαι ξένος, τι συμβαίνει?!
-Ξένος είσαι! Ξάδερφος του Στεφανή, τέλος πάντων, του άντρα μου. Είμαι έγκυος, άλλωστε...
Η τελευταία φράση της έσταζε μια ειρωνεία που καθόλου δε θύμιζε τον χαρακτήρα της Βασιλικής...Ο Μαθιος αισθάνθηκε την καρδιά του να κλωτσάει.
-Γιατί το λες,έτσι...? Τι ήθελες να κάνω, Βασιλική?! Είναι το παιδί του, το παιδί του! Θα του στερησω το παιδί του?! Πατερας είναι, έχει δικαιώματα!
-Και εγώ είμαι η γυναίκα του! Τι σε νοιάζει εσένα, λοιπόν, το τι σκέφτομαι και τι όχι?!
-Δεν μπορώ να στερησω το παιδί από τον πατέρα..
-Το ξέρω, το κατάλαβα. Να φύγεις θέλω.
Όλες αυτές τις μέρες, η Βασιλική ήταν περισσότερο διχασμένη από ποτέ στη ζωή της. Ήξερε ότι έπρεπε να μείνει, ότι πραγματι δεν ήταν σωστό καθόλου να στερήσει το παιδί από τον Στεφανή...Ο,τι και να ήταν, ήταν ο πατέρας του. Εκείνη πως θα αισθανόταν αν της έπαιρναν το σπλάχνο της? Και μόνο η σκέψη την ανατριχιαζε...Ωστόσο, αισθανόταν να πνίγεται δίπλα του. Την κακοποιούσε ψυχολογικά και σωματικά και όσο και αν έλεγε και ξαναελεγε στον εαυτό της ότι δεν ήταν κακός και ίσως και εκείνη ήταν υπερβολικη και ότι,τέλος πάντων, ήταν ο άντρας της κάτι μέσα της επαναστατούσε...έστω και τόσο αργά. Μα και η τόσο απότομη στάση του Μαθιού όταν του το είπε...ούτε καν την παρηγόρησε. Ήταν λες και...αηδίασε μαζί της? Ήταν θυμωμένη -με εκείνον, με τον Στεφανη, με την τύχη της, με τον ίδιο της τον εαυτό.
-Δεν είσαι μόνη, Βασιλική. Και εγω εδώ είμαι. Δεν έφυγα, δε σε άφησα και ούτε πρόκειται. Εδώ θα είμαι, δίπλα σου, πάντα, το ακούς? Θα είμαι όσο πιο κοντά και στον Στεφανή, θα τον προσέχω,θα του μιλάω.
-Θα τον κάνεις και να με χτυπάει λιγότερο?
Αν τον είχε μαχαιρώσει, θα τον πονούσε λιγότερο, μα εκείνη συνέχισε,
-Όχι. Ούτε να με υποτιμαει λιγότερο, ούτε να μου κακομιλαει λιγότερο, ούτε να μου φωνάζει λιγότερο μα εγώ φταίω, εγώ φταίω που δεν αρνήθηκα στους δικούς μου, εγώ φταίω που αυτή είναι η ζωή μου, που αυτή θα είναι για πάντα η ζωή μου, δίπλα σε αυτον-
-Μη, μη μιλάς έτσι,αγάπη μου, σε παρακαλώ! Δεν φταις εσύ, μη σκέφτεσαι-
-Δεν είμαι η αγάπη σου.
Ο Μαθιός την πλησίασε αμέσως και την έπιασε απο τα μπράτσα.
-Πάντα θα είσαι η αγάπη μου, η μόνη μου αγάπη. Να το θυμάσαι. Δεν μπορώ να του στερησω το παιδί, μη μου το ζητάς, μα θα σε προστάτευσω με κάθε τρόπο, με κάθε τρόπο. Δεν θα σε αφήσω ποτέ. Θα αντέξουμε και οι δυο για το παιδί.
Η Βασιλική τον αγκάλιασε σφιχτά, όπως και εκείνος. Δίκιο είχε...άλλωστε,που ξέρεις,ισως ο Στεφανής γινόταν ένας καλός πατέρας.
-Όλα θα πάνε καλά,στο υπόσχομαι.
-Σε πιστεύω...τι έπαθαν τα χέρια σου? Τα είδα και τις προάλλες.
-Τιποτα, τίποτα να μην αγχώνεσαι. Δουλειές στα χωράφια.
Η Βασιλική δεν ήταν σίγουρη ότι τον πίστεψε αλλά δεν το σκέφτηκε περισσότερο. Τα πήρε στα χέρια της και φιλησε το κάθε ένα μια φορά.
-Έχεις δίκιο, όλα καλά θα πάνε. Εσύ κοιτα, όμως, να συνεχίσεις τη ζωή σου, θα τα καταφέρω εγώ. Θα είμαι καλά για το παιδί μου. Πήγαινε εσύ.
Η φωνή της ήταν σταθερή και αποφασιστική. Προσπέρασε τον Μαθιο και άνοιξε την πόρτα. Ήταν η πρώτη φορά που έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι, ούτε ένα βλέμμα στα μάτια δεν της έριξε. Φοβήθηκε? Ντράπηκε? Ακούγοντας την πόρτα να κλείνει πίσω του, κατάλαβε, ένιωθε πως αυτό ήταν όντως το τέλος...ένα τέλος που ο ίδιος είχε βάλει, του οποίου την ευθύνη ο ίδιος είχε. Και θα την αναλάμβανε. Θα ήταν, πράγματι, πάντα δίπλα της, θα την προστάτευε με κάθε τρόπο...και ας ήξερε πως δε θα ήταν αρκετό...και ας ένιωσε πως ήταν λάθος η απόφαση του αυτή....και ας του πέρασε, για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα,από το μυαλό, πως ίσως, ίσως στο μέλλον, χρόνια αργότερα την πληρωνε την επιλογή αυτή με τη συνείδηση του και αίμα.Notes: Δε το είχα υπολογίσει και ίσως είναι λίγο πιο πρόχειρο αλλά θα έσκαγα αν δεν "διόρθωνα" λιγάκι το χθεσινό flashback! Ελπίζω να σας αρέσει!!❤
YOU ARE READING
One Shot Collection - Μαθιος/Βασιλική
Short StoryΜικρές ιστορίες/Fics με τον Μαθιο και τη Βασιλική από τον Σασμο.