Η Βασιλική έκλαιγε με λυγμούς για περισσότερο από μισή ώρα. Ήταν μόνη, στον καναπέ του σαλονιού και δεν μπορούσε παρά να κλαίει τόσο ώστε να της κόβεται η ανάσα κάποιες στιγμές. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε. Πολλές φορές στη ζωή της, όλα όσα βιωνε -η συμπεριφορά των δικών της, του Στεφανη, η καθημερινότητα της- δε χωρούσαν πια κλεισμένα μέσα της και ξεχειλίζαν με τη μορφή δακρύων και λυγμών όταν έμενε μόνη. Πάντα μόνη. Και ποτέ κανένας δεν πρόσεχε ούτε τα κόκκινα μάτια της, ούτε την βραχνή φωνή της, ούτε το χλωμό πρόσωπο της. Κανένας δε τη ρώτησε ποτέ αν έκλαιγε,αν είχε κάτι, ακόμη και αν είχε σταματήσει να κλαίει μόλις δέκα λεπτά πριν. Έτσι και σήμερα, για ακόμη μια φορά, έκλαιγε τόσο. Ξεσπούσε. Μέχρι που άκουσε το όνομα της
-Βασιλική?
Γύρισε και είδε, κάπως θολά από το κλάμα, τον Μαθιο να έρχεται γρήγορα προς το μέρος της και να γονατίζει μπροστά της. Αμέσως βάλθηκε να σκουπίσει το πρόσωπο της.
-Τι συνέβη?
-Τιποτα,τίποτα. Πως μπήκες?
-Είχατε αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Χτύπησα μια φορά μα δεν απάντησε κανένας. Τι συμβαίνει, γιατί κλαις?
-Τιποτα, κάθισε, να σου φέρω λίγο νερό, μία ρακί?, έκανε να σηκωθεί αλλά ο Μαθιος δεν την άφησε. Έκλεισε τα χέρια της στα ζεστά δικά του και επανέλαβε την ερώτηση:
-Βασιλικη, τι συνέβη? Ποιος σε έκανε έτσι? Μιλησε μου.
-Κανένας, Μαθιό. Είναι όλα αυτά...δεν είναι καλή μέρα σήμερα. Κάθισε και άφησε με να σου σε περιποιηθω.
-Δε σε αφήνω. Δεν είσαι μόνη, Βασιλική -
-Ειμαι,Μαθιο!, τον έκοψε, τραβώντας τα χέρια της και υψώνοντας τη φωνή της. Πριν καταφέρει να ελέγξει τον εαυτό της, τα λόγια έφυγαν σαν χείμαρρος από τα χείλη της. Σαν λιοντάρι, φυλακισμένο χρόνια, που κατάφερε να βρει τρόπο επιτέλους να ελευθερωθεί. Έτσι ήταν και η Βασιλική, άλλωστε...φυλακισμένη.
-Μόνη μου είμαι! Πάντα μόνη μου ήμουν! Από μικρή! Από όταν πέθαναν οι γονείς μου, έμεινα μόνη! Όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να είμαι αρκετά καλή. Αρκετά καλή ανιψιά, υπακοή, αρκετά καλή σύζυγος, αφοσιωμένη και τι κατάφερα?! Οι θείοι μου με έδωσαν όπου ήθελαν και χάρηκαν λες και τους έφυγε ένα βάρος γιατί δε με αγάπησαν ποτέ πραγματικά και ο Στεφανής ούτε που εκτίμησε ποτέ τίποτα, κλεισμένη εδώ μέσα με είχε, να μεγαλώνω το παιδί του, να κρατάω το σπίτι του όσο αυτός γυρνούσε έξω με τη μια και με την άλλη, σπαταλώντας τα λεφτά του με τον πιο ηλίθιο τρόπο ενώ χρωστούσε παντού! Κανένας τους ούτε με αγάπησε ούτε με υπολόγισε ποτέ! Μια ζωή γεμάτη πρέπει και μη και μοναξιά, Μαθιό! Ξέρεις πόσες φορές έχω κλάψει σε αυτόν τον καναπέ? Και στο κρεβάτι του δωματίου μου? Και στην καρέκλα της κουζίνας? Ξέρεις?! Χρόνια ολόκληρα...χαμένα, κατεστραμμένα. Δεν χώρεσα ποτέ εγώ, πουθενά. Πάντα περισσεύα. Προσπαθούσα τόσο πολύ, Μαθιό, έκανα ό,τι έπρεπε, όσο και αν πονούσα...προσπαθούσα τόσο και...και πάλι δεν ήμουν αρκετή. Για κανέναν τους. Τι πάει λάθος με εμένα, Μαθιό, πόσο σπασμένη είμαι?!
Και εκεί ξέσπασε πάλι σε λυγμούς, η φωνή της έσπασε...αμέσως ο Μαθιος την τράβηξε στην αγκαλιά του και την έσφιξε όσο εκείνη έτρεμε πλέον. Τύλιξε και τα δικά της χέρια γύρω από την μεγάλη πλάτη του και ένιωσε πρώτη φορά μετά από χρόνια...
Ο Μαθιος, από την άλλη, όσο την άκουγε, τόσο βούιζε το μυαλό του. Την άφησε να ξεσπάσει γιατί αυτό χρειαζόταν, αυτό της είχε ζητήσει, να του μιλήσει. Μόνο που αυτά που άκουσε, δε περίμενε να τα ακούσει. Ήξερε, ένιωθε πως η Βασιλική ήταν φυλακισμένη...αλλά πως ποτέ δεν την αγάπησε κάνεις, πως πάντα περισσευε όσο και αν προσπαθούσε, πως δεν ήταν αρκετή...η Βασιλική του, η ψυχή του. Για εκείνον ήταν ο κόσμος ολόκληρος, δεν υπήρχε τίποτα που δε θα έκανε για την ευτυχία της, αν είχε να επιλέξει τον εαυτό του ή τη Βασιλική δε θα το σκεφτόταν στιγμή και εκείνη...Ενα μέρος του ήθελε να κλείσει στα χέρια του το πρόσωπο της, να σκουπίσει τα δάκρυα της και να της πει όλα όσα ένιωθε, να της πει πως για εκείνον δεν ήταν απλά αρκετή, για εκείνον ήταν τα πάντα. Να της πει πως δεν χρειαζόταν να προσπαθεί και πως η δική του αγάπη δεν είχε σβήσει 20 ολόκληρα χρόνια ούτε στιγμή. Κάπου πιο βαθιά μεσα του ήθελε και να τη φιλήσει...γιατί με την αγκαλιά του και το φιλί του ίσως καταλαβαινε περισσότερα αφού δεν μπορούσε να ξεριζώσει την ίδια του την καρδιά και να της την δώσει. Ένα άλλο μέρος του, όμως, πιο σκοτεινό -το πιο σκοτεινό- ήθελε να γυρίσει το χρόνο πίσω, να πληγώσει όσους την πληγώσαν τόσο, να τους κόψει την ανάσα όπως κοβόταν της Βασιλικής τώρα που έκλαιγε με λυγμούς στην αγκαλιά του και όπως κοβόταν τόσα χρόνια εξαιτίας τους.
Την ένιωσε να ηρεμεί στην αγκαλιά του. Απομακρυνθηκαν αλλά μόνο λίγο, ίσα ίσα να κοιτάζονται στα μάτια.
-Συγγνώμη, δεν έπρεπε να ξεσπάσω έτσι μπροστά σου.
-Ασε τα πρέπει, Βασιλική. Άσε τα πρέπει. Είμαι εγώ εδώ τώρα και δεν πρέπει να κάνεις τίποτα, έβαλε το χέρι του στο μάγουλο της και το χάιδεψε απαλά με τον αντίχειρα του. Εκείνη τον κοιτούσε στα μάτια, πρώτη φορά τόσο ευάλωτη.
-Είσαι ελεύθερη πια. Ούτε θείοι, ούτε Στεφανής. Δεν φταις εσύ που δε σε εκτίμησαν, εκείνον ήταν τυφλοί και άπληστοι. Δεν χρειάζεται να προσπαθείς για ο,τι ήδη είσαι, Βασιλική. Και δεν είσαι μόνη. Ποτέ δεν ήσουν μόνη. Ήμουν πάντα εδώ και πάντα θα είμαι εδώ για σένα. Ποτέ δε θα σε αφήσω, ποτέ δε θα είσαι μόνη. Είμαι εδώ, Βασιλική.
Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, μα δε μπορώ να στο πω έτσι. Όχι τώρα. Για αυτό αντικαθιστώ τη φράση και επαναλαμβάνω πως είμαι εδώ. Πάντα σε αγαπώ, πάντα είμαι εδώ.
Η Βασιλική τον αγκάλιασε ξανά. Δεν έκλαψε, αυτή τη φορά, ήθελε απλά να τον αισθανθεί, να νιώσει πως ο Μαθιός ήταν όντως εκεί. Και εγω σε αγαπώ,σκέφτηκε...μα το μόνο που είπε τελικά ήταν,
-Και εγώ είμαι εδώ για σένα,Μαθιο. Και πάντα θα είμαι...Notes: Ελπίζω να σας άρεσε αν και λογικά πόνεσε λιγάκι!😇 θα χαρώ να μάθω τις σκέψεις σας, πριν έρθει η συνέχεια του προηγούμενου fic,όπου η Βασιλική και ο Μαθιος βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη μετά από 8 χρόνια...🔥
YOU ARE READING
One Shot Collection - Μαθιος/Βασιλική
Short StoryΜικρές ιστορίες/Fics με τον Μαθιο και τη Βασιλική από τον Σασμο.