Κεφάλαιο Τέσσερα

276 23 2
                                    

Το βαθύ κόκκινο φόρεμα που αγόρασαν τα δύο κορίτσια μαζί με τις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες αποτελούσαν μια πρόκληση για την Γιώτα, αφού θα έπρεπε να διδάξει στην κυριολεξία την Ελένη να κυκλοφορεί μέσα σε αυτά με άνεση και κομψότητα. Πράγμα επικίνδυνο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι έπρεπε να διδάξει κάτι την Ελένη, που μπορεί και να ήταν χωρίς την θέλησή της. Ριγουσε και μόνο στην ιδέα ότι θα έπρεπε να επιβληθεί στην Ελένη...

Πριν αρχίσει το "μάθημα καλλωπισμού", η Γιώτα προειδοποιησε την Ελένη.

-Είμαι εδώ να σε βοηθήσω. Όχι για να σε τιμωρήσω. Θέλω το καλό σου, και για το καλό σου θα ήθελα να είσαι φρόνιμη όσο περισσότερο μπορείς. Μπορείς να είσαι σαρκαστική ή πικρόχολη, αλλά να ξέρεις ότι δεν θα σε ακούω, γι αυτό όσο πιο συνεργασιμη γίνεις τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσουμε.

Πράγματι, στην προοπτική ότι θα τελειώσουν γρήγορα και αναίμακτα, η Ελένη έδωσε τον καλύτερο εαυτό της και κατάφερε να δείχνει σαν την πιο όμορφη, κομψή, σεξυ κοπέλα που θα μπορούσε να συναντήσει κάνεις. Υπήρχε όμως μια μικρή λεπτομέρεια...

-Ελένη, φαίνεται το τατουάζ σου.

Ένα τατουάζ σε σχήμα πεταλούδας με ανοιχτά φτερά που βρισκόταν ψηλά στην δεξιά ωμοπλάτη πρόβαλε από το άνοιγμα του βαθυκόκκινου φορέματος της. Η Ελένη δεν έκανε καμία κίνηση να το κρύψει, αντιθέτως, άνοιξε πιο χαμηλά το άνοιγμα έτσι ώστε να φαίνεται ακόμη περισσότερο.

-Τα σημάδια είναι για να μας θυμίζουν το παρελθόν. Δεν έχω κανένα λόγο να το κρύψω τώρα που το χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ.

Και με την ίδια ψυχραιμία που το είπε , με αυτή την ψυχραιμία έφυγε στο δωμάτιό της, αφήνοντας για άλλη μια φορά άφωνη την φίλη της από την αυτοσυγκράτησή της. Ήξερε, ήξερε το μυστικό του τατουάζ, ήξερε την σχέση του με όλη της την ζωή, αλλά ήξερε ακόμα και ότι για την Ελένη ήταν μια ουλη, μια μεγάλη ουλη που προσπαθούσε να κρύψει. Και τώρα ήθελε να φαίνεται...??

Ήξερε... ήξερε πως αυτό το τατουάζ συμβολιζε την μητέρα της, αφού εκείνη της το είχε κάνει πριν φύγει "σαν πεταλούδα" από την ζωή της Ελένης. Με το ζόρι, σε ένα κοριτσάκι κυριολεκτικά, αλλά για αυτήν ήταν κάτι σαν ουλη... δεν ήθελε τίποτα να της θυμίζει την μητέρα της, ούτε φωτογραφίες ούτε τραγούδια ούτε τίποτα. Αλλά μάλλον απόψε ήθελε να είναι δίπλα της...

Το ραντεβού στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, αφού όπως προέβλεψε το δαιμόνιο ένστικτο της Γιώτας, τα παιδιά είχαν πολύ χημεία. Το ένα ραντεβού διαδέχτηκε το άλλο και σιγά σιγά οι δύο τους άρχισαν να δένονται. Όσο για τον Νότη... ε, αυτός αποτελούσε παρελθόν.

Στο πέμπτο ραντεβού της Ελένης και του Τάσου, στο οποίο από κοινή απόφαση σκέφτηκαν να πάνε μια βόλτα στην θάλασσα, οι δύο τους ήταν ήδη ζευγάρι κανονικό. Στα μισά του δρόμου αποφάσισαν να κάτσουν σε ένα παγκάκι και να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα δίπλα στο κύμα. Ήταν η πιο ρομαντική ώρα και ο κόσμος ελάχιστος στην ακροθαλασσιά. Εκεί, στην αγκαλιά του Τάσου, η Ελένη πέρασε ένα από τα ωραιότερα απογεύματα της...

-...Ποτέ δεν μου είπες τελικά γιατί σου αρέσει τόσο η θάλασσα...

Η Ελένη μισογελασε.
-Γιατί με γαληνευει. Μου θυμίζει την Κρήτη μου, και έτσι ταξιδεύω πίσω στο πιο αγαπημένο μου μέρος...

-Και όμως... βλέπω στα μάτια σου ότι κάτι άλλο σε δένει με την θάλασσα. Είτε είναι η ίδια η φύση σου είτε η ζωή σου, όλο και περισσότερο θάλασσα μου θυμίζεις.

Η Ελένη του χάρισε το πιο γλυκό χαμόγελό της. Και ποιητής λοιπόν ο Τάσος... πόσο πιο τέλειος θα μπορούσε να είναι κάποιος?? Κι όμως, μια μικρή μελαγχολία την έπνιξε σε αυτή τη σκέψη...

-Τα λες τόσο ωραία, ποιητή μου. Άραγε μιλάς τόσο όμορφα και με το στόμα κλειστό?? , είπε και τον φίλησε πεταχτά στα χείλη.

Εκείνος χαμογέλασε.
-Το πιο όμορφο ποίημα μου δεν βρίσκεται στις λέξεις... έχει σάρκα και οστά και δεν ξέρει τι σημαίνει για εμένα αυτό που μόλις έκανε...!, και της έκλεισε παιχνιδιαρικα το μάτι.

Εκείνη κοκκινησε.
-Ω, Ρωμαίο των παιδικών μου χρόνων, ω Σιρανο που ήρθες να κουρσεψεις την καρδιά της όμορφης Ρωξανης, ω μικρέ μου πρίγκιπα που με αγάπη ήρθες και περιέβαλες το μικρό σου ρόδο, άραγε ήρθε η ώρα να κουρσεψεις την γαλαζοαιματη της θαλάσσης?

Ποιητικά μίλαγαν ο ένας στον άλλο όταν ήταν μόνοι τους. Ποιητικά, γιατί μόνο έτσι καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο. Και η απάντηση που έδωσε στον Τάσο η Ελένη τον ξάφνιασε.

-Σίγουρα άστρο μου?? Σίγουρα θες απόψε??

-Σίγουρα. Θα μείνεις σπίτι μου σήμερα.

Στο κάτω κάτω ο Μηνάς (έτσι έλεγε τον πατέρα της) θα έλειπε για τον υπόλοιπο μήνα και η μητριά της είχε πάει μαζί του. Δεν υπήρχε λόγος να μην έρθει...

Σαν γύρισαν σπίτι και πέσανε στο κρεβάτι, στην νύχτα άναψαν φωτιές. Κόκκινο και μαύρο γίνανε ένα για εκείνη την νυχτιά και όλο το δωμάτιο στροβιλιζοταν στους ρυθμούς της ανάσας τους. Όταν πλέον δεν είχαν άλλη, έμειναν αγκαλιά ώσπου τους πήρε ο ύπνος.

Κι έτσι, για μια νυχτιά, η Ελένη αποχαιρέτησε την θλίψη της...

τραγική σύμπτωσηWhere stories live. Discover now