Κεφάλαιο πέντε

251 18 0
                                    

Οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη και η ημέρα του φεστιβάλ έφτασε. Τα δύο ζευγάρια ετοιμάστηκαν για αυτό το συμβάν πολύ απλά. Θα πήγαιναν για καφέ πριν, κι έπειτα μπορεί να προέκυπτε και κανένα ποτάκι... με αυτές τις προοπτικές ξεκίνησαν η Γιώτα, η Ελένη, ο Τάσος και ο Αλέξανδρος εκείνο το βράδυ.

Η πλατεία, κατάμεστη από κόσμο, άλλοι για το φεστιβάλ, άλλοι τεχνικοί, ενώ υπήρχαν και μερικοί, ελάχιστοι βέβαια, θεατές που είχαν έρθει από νωρίς για να πιάσουν θέση. Οι καφετέριες ήταν σχεδόν άδειες, κι έτσι βρήκαν εύκολα να κάτσουν. Ήταν τέλη Μάρτη, αρχές Απρίλη. Ο καιρός ήταν καλός, δηλαδή αρκετά καλός για να βγουν έξω στο ακάλυπτο stage όλα αυτά τα κολεγιακα γκρουπακια. Η Ελένη είχε βάλει ένα μπορντό φόρεμα σε γραμμή άλφα, με τις αγαπημένες της, πλέον, ψηλοτάκουνες γόβες και ένα μαύρο μπουφάν σαν καμπαρντίνα από πάνω. Τα μαλλιά της, σπαστά σγουρά, έπεφταν όμορφα στους ώμους της. Η Γιώτα την έκανε χάζι. Ήταν πολύ όμορφη, κι ας είχε λίγα παραπανίσια κιλακια. Η ίδια, πλάκα, ψηλή και μελαχρινή, ανησυχούσε μερικές φορές ότι μοιάζει με σκιάχτρο. Όμως, όσο έβλεπε την φίλη της χαρούμενη, ήξερε ότι οι επιλογές της ήταν πάντοτε σωστές ... και μετά θυμόταν τον Αλέξανδρο και ξαναγυριζε στην πραγματικότητα όπου η ίδια ήταν το θύμα και αυτός ο αφέντης όλων. Γιατί μπορεί τον Αλέξανδρο να τον αγαπούσε και να τον λάτρευε, αλλά υπήρχαν στιγμές όπου πνιγοταν μαζί του. Ένιωθε λυπημένη, ξένη και τόσο, μα τόσο μόνη...

Όλα όμως αυτά δεν την ένοιαζαν τόσο, αφού έριξε μια κλεφτή ματιά στο crew της συναυλίας. Κάπου στο βάθος, πέρα από κιθάρες και ντραμς και ατελείωτους ερμηνευτές, βρισκόταν ο Νότης με την κιθάρα του, κάνοντας πρόβα με τους δύο κολλητούς του και το γκρουπακι τους.

"Αυτός μόνο μας έλειπε" σκέφτηκε. "Τώρα θα μου την αναστατώσει πάλι και έκανα αμάν για να την δω χαρούμενη..." αμέσως της ήρθε στο μυαλό να σηκωθούν να φύγουν, όμως ο ψύχραιμος εαυτός της της υπαγόρευε να μείνει... στο κάτω κάτω, μπορεί να μην τον προλάβαιναν καν. Προσπάθησε να ηρεμήσει... τουλάχιστον φαινομενικά. Εξάλλου, η Ελένη δεν φαινόταν να τον είχε προσέξει, άρα δεν υπήρχε κίνδυνος...

Η ώρα πέρασε και ο καφές τελείωσε. Η παρέα αποφάσισε να παρακολουθησει για λίγο το φεστιβάλ και έπειτα ακολουθούσε έξοδος για ποτό. Αγκαλιαζοντας τους άνδρες τους, η Ελένη και η Γιώτα πέρναγαν από το κέντρο της πλατείας, μακριά από το κοινό. Η Ελένη αποφάσισε να σπάσει την σιωπή.

-Πολύ κόσμο έχει φέτος το φεστιβάλ...

Η Γιώτα χαμογέλασε.
-Όντως. Τόσο φοιτητοκοσμο πρώτη φορά βλέπω!

Εκείνη την ώρα, καθώς είχαν φτάσει στην ευθεία της σκηνής, αλλά ακόμα μακριά από το κοινό, και καθώς το χειροκρότημα είχε κοπάσει, η Ελένη, λες και την ωθουσε μια ανώτερη δύναμη, γύρισε να δει την σκηνή. Εκεί πάνω ήταν ο Νότης με το συγκρότημά του, που μόλις είχαν τελειώσει ένα τραγούδι και άρχιζαν το επόμενο. Ο Νότης την είδε. Την περιεργασθηκε, και ύστερα είδε τον άνδρα δίπλα της που την κρατούσε στοργικα στην αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι... έκανε νόημα στα παιδιά της μπάντας του και βγήκε στο μικρόφωνο.

-Αυτό το τραγούδι είναι αφιερωμένο... ξέρει εκείνη, κι ας το παίζει ανηξερη., είπε καρφωνοντας την Ελένη.

Έπειτα άρχισε να τραγουδάει...
Μην ξανάρθεις απ την δουλειά, δεν το αντέχω
Δεν το μπορώ να σ'αντικρισω φιλικά
Εγώ ξεδιπλωσα τα φύλλα της καρδιάς μου
Κι εσύ υπογραψες σαν σταρ του σινεμά...

Η Ελένη είχε βουρκώσει. Ήξερε για ποια πήγαινε αυτό το τραγούδι, αλλά προσπάθησε να κρύψει την ταραχή της. Γύρισε με ένα χαμόγελο στον Τάσο και του είπε μελισταλακτα:
-Πρίγκιπα μου, θες να πάμε στο μπαρ από τώρα?? Βαρέθηκα, είναι παλιά τα τραγούδια...

Ο Τάσος ανίδεος, της εγνεψε όχι.
-Είναι νωρίς ακόμα... εξάλλου άκου τι ωραία που τραγουδάει αυτός!

Η Ελένη αναζήτησε την Γιώτα. Όταν την βρήκε, της έκανε νόημα να φύγουν. Η Γιώτα κοίταξε λίγο προς την σκηνή κι έπειτα κατάλαβε. Εγνεψε ναι.
-Παιδιά πάμε στο μπαρ τώρα που είναι πιο ήσυχα?? Μετά θα σκάσουν μύτη τα μικρά και θα γίνει χαμός... με την κακή έννοια!!

Όλοι συμφώνησαν. Η Γιώτα είχε τον τρόπο της να τους πείθει όλους. Θες επειδή ήταν μόνιμη πελάτισσα σε τέτοια μαγαζιά, θες επειδή δούλευε κάποτε και η ίδια, ήξερε τι συνέβαινε. Οι εμπειρίες της, και ως υπάλληλος σε πασίγνωστο μπαρ της περιοχής, και ως υπάλληλος οποιασδήποτε άλλης δουλειάς που είχε κάνει, την έκαναν αλάνθαστη στις κρίσεις της.

Άρχισαν να φεύγουν. Στην τελευταία νότα το τραγουδιού η Ελένη με τον Τάσο είχαν αρχίσει να φεύγουν... Η Ελένη γύρισε και κοίταξε στα μάτια τον Νότη. Είχε βουρκώσει, μα την κοίταζε ακόμα...

τραγική σύμπτωσηWhere stories live. Discover now