Κεφάλαιο έντεκα

212 18 0
                                    

Ο Νότης έξω φρένων πλέον της έπιασε τον ελεύθερο καρπό της.
-Για άκου εδώ...
Η Ελένη με ένα δυνατό τιναγμα του ξέφυγε. Ύστερα, του έβαλε το μαχαίρι μπροστά στον λαιμό.
-Όχι, εσύ θα ακούσεις. Ήρθες σπίτι μου, ντιρλα, σίγουρα ξενοκοιμηθηκες με καμιά από τις γνωστές "κοινές" σου τραγουδιστριες, αλλά παρόλα αυτά και ενώ την πέταξες από το κρεβάτι της και της έκανες ριμαδι την ζωή απολύοντας την, εσύ συνέχισες γιατί νόμισες ότι ερχόμενος εδώ και απειλώντας με θα καταφέρεις κάτι. Λοιπόν άκου: ακόμα και αν συνέχιζα να νιώθω κάτι για σένα, αυτό έχει ήδη χαθεί, και σίγουρα εξαιτίας σου. Οπότε μην πας να κερδίσεις κάτι, γιατί έχεις ήδη χάσει πρώτα από όλα το δίκιο σου και δεύτερον εμένα. Και δεν με νοιάζει πόσα τραγούδια θα μου αφιερώσεις σε πόσες συναυλίες ή πόσο πάθος και δυναμισμό θα συνεχίσουν να σου λένε και να μου λένε όλοι όταν μας βλέπουν μαζί. Γιατί εσύ με έχασες εδώ και χρόνια. Και όπως... δεν ξέρω αν παρατήρησες εχτές ή σήμερα... είμαι εδώ με τον σύντροφό μου που με υπεραγαπαει και δεν παραιτήθηκε στην πρώτη ευκαιρία,και θα σου πρότεινα να στρίψεις και να φύγεις από δω με μικρά πηδηματάκια και να ξεχάσεις για πάντα τι ήρθες και είπες σήμερα ή το τι νιώθεις γενικά. Αντίο Νότη.

Ο Νότης ακούγοντας την είχε μείνει κάγκελο. Δεν ήξερε τι να πει. Στο τέλος αποφάσισε να φύγει για το καλό τους. Όμως, πριν φύγει, γύρισε και την φίλησε. Όπως δεν είχε φιλήσει πότε καμιά. Την φιλαγε με τόσο πάθος που την άφησε ξεπνοη λίγα λεπτά αργότερα.

-Φεύγω. Και δεν θα σε ξαναενοχλήσω. Αλλά να ξέρεις έχεις εσύ την καρδιά μου και καμία άλλη. Αν με ψάξεις ποτέ, θα είμαι τρίτο ρόδο στο φεγγάρι που συναντιουνται οι πόρτες. Βρες το... και ξέρεις που θα είμαι. Αντίο αγάπη μου, Ελένη μου...

Και κάπως έτσι έφυγε, αφήνοντας την άφωνη και σοκαρισμένη. Πριν προλάβει να κλείσει η πόρτα, μες στο σπίτι βρισκόταν η Γιώτα, η οποία βλέποντας την αδερφή της κερωμενη τρόμαξε λιγάκι. Έβαλε την Ελένη να καθίσει, της έδωσε λίγο νερό και μετά, όταν συνήλθε λιγάκι, την ρώτησε με την γνωστή της διορατικοτητα.
-Έκανες κάτι που μετανιώνεις, έτσι??

Η Ελένη δεν την κοίταγε καν. Κοίταγε μόνιμα το κενό. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα που φάνηκαν αιώνας, απάντησε.

-Φεύγει... πάει για πάντα... είπε δεν θα με ξαναενοχλήσει.... του φώναξα, του μίλησα απότομα, παραλίγο να του κόψω τον λαιμό...
Ξαφνικά, η Ελένη γύρισε να κοιτάξει την αδερφή της και συνέχισε με το ίδιο αθώο ύφος στο πρόσωπο της.
-Το φχαριστηθηκα.

Η Γιώτα έβαλε τα γέλια. Πήρε το μαχαίρι, που είχε μείνει ακόμα στα χέρια της Ελένης, και το άφησε στο τραπεζάκι. Έπειτα, την κοίταξε και της είπε.
-Δεν θα αλλάξεις ποτέ, έτσι δεν είναι? Πάντα, ακόμα και στο τέλος σου, θα είσαι η γνωστή πυρομανης αδερφή μου και κολλητή μου που λατρεύω!! Τόσο απλά έδιωξες τον μοναδικό άνθρωπο στην ζωή σου που σου έδινε αυτό που λέγεται χημεία, αυτόν που ήθελες τόσον καιρό κοντά σου, έκαψες κάθε συναίσθημα... και το φχαριστηθηκες κιόλας!!! Είσαι... το κάτι άλλο!!!

Η Ελένη μισογέλασε. Η Γιώτα είχε δίκιο, αλλά... Έτσι ήταν αυτή.
-Γιώτα... τον Τάσο αγαπάω τώρα. Ή τουλάχιστον νομίζω πως τον αγαπάω. Είναι λίγο περίπλοκο. Όπως και να έχει... αυτόν τον άνθρωπο θέλω δίπλα μου, όχι έναν άνθρωπο που είναι σαν το φύλλο στον αέρα. Ο Τάσος έχει μείνει εδώ.... ο Νότης έφευγε. Και ξαναρχοταν. Ήξερε πως ένιωθα, και παρόλα αυτά έμεινε πίσω, λες και μαγικά θα ήμασταν μαζί. Μου το είχε πει τότε και αυτός, το ξέρεις? Ότι με αγαπαγε... αλλά δεν έκανε τίποτα για αυτό. Φταίω εγώ που φεύγω μετά?

Η Γιώτα κοίταξε το κενό και ύστερα απάντησε θλιμμένα.
-Όχι, δεν φταις εσύ... έλα τώρα πάνε αυτά έχω αλλά να σου πω.
Και ξαφνικά χαμογέλασε. Λες και αυτό περίμενε τόση ώρα.

Η Ελένη την κοίταξε και αμέσως ενθουσιαστηκε.
-Παντρευεστε με τον Αλέξανδρο!! Να ζήσετε παιδιά!!!
Είπε και άρχισε να την φιλάει. Η Γιώτα την απομάκρυνε με τρόπο, χωρίς όμως να χάσει το χαμόγελό της.

-Όχι... ακόμα καλύτερα νέα!! Φεύγω!! Τον παράτησα τον Αλέξανδρο, είχες δίκιο, μόνο κακό μου έκανε στην ζωή μου αυτός ο άνθρωπος. Καταπίεση, νεύρα και γκρίνια και απίστευτη ζήλια. Δεν ήθελα εγώ ποτέ τέτοια ζωή. Οπότε... πήρα το δώρο της θείας Margie, που ΝΌΜΙΖΕ όταν μας είχε δει μαζί ότι είχαμε παντρευτεί και περίμενα παιδί, ξέρεις ποιο δώρο λέω, τα χαρτιά για το σπίτι στην Αλαμπάμα, πήρα και κάτι μετρητά που είχα φυλάξει, και σηκώθηκα και έφυγα!! Ήρθα εδώ να σε αποχαιρετήσω, δεν ξέρω πότε και αν θα σε ξαναδώ αδερφουλα μου... Ελπίζω να έρθεις να με δεις καμιά φορά εκεί στα ξένα που θα είμαι, να ξέρεις ότι θα σε περιμένω!!

Η Ελένη είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Γιατί τόσο βιαστικά??
-Για στάσου Γιώτα... γιατί τόσο βιαστικά όλα αυτά?? Εσύ δεν ήθελες να φύγεις από κοντά του, όχι ότι διαφωνώ με την απόφασή σου, απλά.. μου φαίνεται πολύ παράξενο όλο αυτό... μήπως τρέχει τίποτα άλλο??

Η Γιώτα γέλασε.
-Και δεν θα το ήξερες?? Έλα βρε αδερφουλα, σε είχα για πιο έξυπνη!! Όχι, για την ψυχή μου να ηρεμήσει φεύγω. Ποιος ξέρει... Μπορεί κάποτε να γυρίσω πίσω... αλλά δεν νομίζω τώρα σύντομα.
Η Γιώτα κοίταξε το ρολόι της.
-Ωπ, πρέπει να φύγω κιόλας. Αντίο αδερφουλα, να μου φιλήσεις τον μπαμπά. Σε αγαπάω πάντα, να το ξέρεις αυτό, και είμαι πολύ περιφανη για σένα... αν θες να έρθεις ποτέ, να ξέρεις θα μένω στην οδό ροουζ 86 το τελευταίο σπίτι. Αλλά να πάρεις τηλέφωνο πρώτα, έτσι?? Μην με ξεχάσεις...!! Αντίο μικρή μου!!!

Και κλείνοντας την πόρτα, έφυγε και η Γιώτα από την ζωή της Ελένης...

τραγική σύμπτωσηWhere stories live. Discover now