Κεφάλαιο δέκα

202 17 0
                                    

-Αντίο αγάπη μου πάω στην δουλειά μην με περιμένεις νωρίς, θα αργήσω λίγο, έχω σχολή μετά.

-Εντάξει μάτια μου καλή σου μέρα!!

Η Ελένη έμεινε μόνη σπίτι. Δεν είχε ούτε σχολή ούτε τίποτα, αφού στο φροντιστήριο που δούλευε επιτηρουσε μόνο τα Σάββατα. Τις Κυριακές ήταν ελεύθερη. Σε αντίθεση με την Γιώτα, η οποία πάντα γκρίνιαζε ότι τις Κυριακές δεν προλαβαίνει τίποτα.

Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεν είχε σκοπό να σηκωθεί, εάν δεν άκουγε το κουδούνι να χτυπάει στην είσοδο.

-τώρα τώρα κατεβαίνω...
Βαριεστημενα, η Ελένη έβαλε τις παντόφλες της τύπου μποτάκια και άρχισε να προχωρά σαν ζόμπι προς την πόρτα.

Όταν την άνοιξε όμως, μια έκπληξη την περίμενε.

-Εσύ?? Εδώ??

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Γιώτα ξύπνησε με ένα πολύ κακό συναίσθημα. Κάτι θα γινόταν σήμερα, κάτι σημαντικό... αλλά πολύ άσχημο.

Κοίταξε τον Αλέξανδρο δίπλα στο μαξιλάρι της. Τόσο γλυκός όταν κοιμάται... τον χαΐδεψε στο μάγουλο. Την καταδυναστευε για χρόνια, ήταν πλέον η μέρα να το αλλάξει αυτό. Η Γιώτα το είχε ήδη από καιρό μελετήσει στο μυαλό της. Θα του άφηνε σε ένα σημείωμα όλες της τις σκέψεις και θα έφευγε. Έπειτα, θα άφηνε και ένα σημείωμα στην αδερφή της για να μην την ψάχνει. Θα πήγαινε στην Αλαμπάμα, όσο μακριά και αν ήταν αυτή, όσο κι αν φοβόταν τα αεροπλάνα ή δεν ήξερε καλά αγγλικά. Έπρεπε να φύγει, και αυτό το ήθελε καιρό τώρα... το καθήκον της είχε τελειώσει. Η αδερφή και κολλητή της είχε κάποιον που της άξιζε όσο τίποτα άλλο, ο Νότης αποτελούσε παρελθόν, και ο Αλέξανδρος... θα ήταν πιο χαρούμενος αν έφευγε αυτή πρώτη. Στο κάτω κάτω τόσο καιρό έκανε τον σάκο του μποξ του, ήταν η ώρα να αλλάξει αυτό. Ντύθηκε γρήγορα, έγραψε την επιστολή προς τον Αλέξανδρο και άρχισε να γράφει και προς την Ελένη, όταν κάτι μέσα της της είπε ότι καλύτερα να πήγαινε η ίδια από εκεί να της τα πει. Ευτυχώς δηλαδή....

Ανέβηκε στην μηχανή της και έφυγε προς το σπίτι της Ελένης, το πατρικό τους. Έτρεχε σαν τρελή στον δρόμο. Κάτι κακό συνέβαινε στην αδερφή της, το ένιωθε.

Όταν έφτασε έξω από το σπίτι και είδε στον κήπο, εκτός από το κάμπριο της Ελένης, μια μαύρη Harley, ήξερε ότι είχε δίκιο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

-Εσύ?? Εδώ??

Η Ελένη είχε μείνει κάγκελο. Μπροστά της, μέσα στο σπίτι της, απέναντι της, ήταν ο Νότης. Φορώντας ένα δερμάτινο τζάκετ και έχοντας την κιθάρα στην πλάτη, μόνιμο αξεσουάρ του, την κοίταζε με τα καφετιά μάτια που πάντα μισούσε αλλά και αγαπούσε. Η ανάσα του μύριζε αλκοόλ από χιλιόμετρα...

-Τι θες εδώ Νότη?? Σήκω φύγε!!

Ο Νότης πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και άφησε ένα μικρό γελάκι.

-Όχι Ελένη, αυτή τη φορά θα με ακούσεις. Δεν θα με διώξεις τόσο εύκολα! Θυμάσαι εκείνο το βράδυ, έτσι?

Πως να το ξέχναγε?? Ήταν ένα από τα ωραιότερα βραδιά της ζωής της. Είχε κρατήσει αυτό το βράδυ μυστικό από το όλους, ακόμα και από την αδερφή της, που της τα έλεγε όλα.

Ο Νότης την είδε που δίσταζε. Άφησε ένα πικρόχολο γελάκι και άρχισε να προχωρά προς αυτήν.
-Όχι? Να σε βοηθήσω. Καλοκαίρι, πριν δύο χρόνια. Είχες πάει μετά τις πανελλήνιες στην Κίμωλο με κάτι φίλες σου, ενώ η Γιώτα είχε πάει Πάρο με τον Αλέξανδρο. Ήταν το τελευταίο σας βράδυ εκεί, κι έτσι αποφασίσατε να το εκμεταλλευτειτε στο έπακρο. Βγήκατε, ήπιατε πάρα πολύ, και κάποια στιγμή με είδες να είμαι στο κλαμπ. Ήρθες προς το μέρος μου. Ήσουν με το μπικίνι. Ποτέ δεν είχες τρομερό σώμα, αλλά εγώ το λάτρευα με τις ατέλειες του. Ήρθες, με αγκάλιασες και άρχισες να μου μιλάς. Το ποτό σου είχε λύσει την γλώσσα για τα καλά, και είπες πράγματα που αλλιώς μπορεί να μην τα έλεγες ποτέ. Δεν μου πήγε η καρδία να ικανοποιήσω τις επιθυμίες σου εκείνο το βράδυ, κι έτσι σε κράτησα στην αγκαλιά μου μέχρι το ξημέρωμα, σε εκείνη την παραλία της μερσηνιας... μου είχες πει ότι θα με αγαπάς για πάντα, όπως σε αγαπούσα και εγώ. Μου είχες ορκιστεί...

Η Ελένη σταμάτησε το πισωπάτημα. Είχε φτάσει στον πάγκο της κουζίνας. Έφερε μαλακά το χέρι της σε όλη την επιφάνεια και τελικά βρήκε αυτό που έψαχνε. Είχε αφήσει από το προηγούμενο βράδυ εκεί ένα κουζινομαχαιρο, και τώρα το χρειαζόταν... Αν την απειλούσε?? Να μην είχε να αμυνθεί?? Κράτησε το μαχαίρι πίσω από την πλάτη της. Όταν είδε ότι ο Νότης τελείωσε τον μονόλογο του, άφησε μια κραυγή ανακούφισης.

-Επιτέλους τελείωσες. Σειρά μου λοιπόν, ε? Αφού ήξερες πως νιώθω, ήξερες τι έπρεπε να κάνεις, γιατί δεν το έκανες?? Ήξερες ότι όταν γυρίζαμε πίσω τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά και για τους δύο μας. Αλλά παρόλα αυτά εσύ συνέχισες την ζωή σου σαν να μην σε ένοιαζε καθόλου αυτό που είχε συμβεί. Γιατί δεν ήμουν μόνο εγώ που σου είπα ότι σε αγαπώ, ήσουν κι εσύ που το είπες σε μένα. Μια σου και μία μου... στο κάτω κάτω το αρσενικό είναι ο επιβήτορας, αυτό έπρεπε να κυνηγά. Όχι το θηλυκό...

Ο Νότης έξω φρένων πλέον της έπιασε τον ελεύθερο καρπό της.
-Για άκου εδώ...

τραγική σύμπτωσηWhere stories live. Discover now