Κεφάλαιο δεκατέσσερα

185 16 0
                                    

Τρία χρόνια πάνε από τότε....

Και η Ελένη δεν έχει βγάλει τα μαύρα.
Δεν σταμάτησε πότε να σκέφτεται ούτε τον Νότη- την πρώτη της αγάπη, ούτε τον Τάσο- την αληθινή της αγάπη.
Κάθε μέρα πήγαινε στον τάφο τους και έμενε εκεί να τους μιλάει για ώρες πολλές.
Τους είχε βάλει δίπλα δίπλα σε έναν σχεδόν κοινό τάφο για να διευκολύνεται η ίδια...
Και για ώρες κάθε μέρα τους μίλαγε, για ο,τι κατεβάζει ο ανθρώπινος νους: για τα νέα της νέας τους πατρίδας, για τα λουλούδια που δεν άνθιζαν στην εποχή τους, ως και το αγαπημένο θεατρικό έργο του Τάσου τους διάβασε.
Και γύρναγε κάθε μέρα στο σπίτι της αδερφής της στην Αλαμπάμα μετά από αυτή τη βόλτα της.

Η Γιώτα συνέχισε να φοράει μαύρα για έναν χρόνο από το δυστύχημα.
Έπειτα, τα έβγαλε, γνώρισε ένα καλό παιδί και παντρεύτηκε. Συμφώνησαν όμως τον πάνω όροφο στο σπίτι τους να τον δώσουν στην Ελένη.
Και συνέχισε την ζωή της, χωρίς τον Αλέξανδρο...

Ήταν δεν ήταν Πέμπτη εκείνη η μέρα, άνοιξη θα ήταν... Η Ελένη έφτασε για άλλη μια φορά στο νεκροταφείο. Στάθηκε λίγο στην είσοδο, λες και για πρώτη φορά την έβλεπε. Είδε δύο λουλούδια, δύο κίτρινες μαργαρίτες, που είχαν φυτρώσει στην είσοδο από το έξω μέρος της.
Τόση ζωή σε έναν τόσο νεκρό τόπο...
Χαμογέλασε. Ήταν ζωντανός ο τόπος, και αυτή ακόμα ζούσε...

Πήγε και έκατσε στον τάφο. Σαν κάθε μέρα, ένιωσε τους δύο τους να έρχονται και να κάθονται δίπλα της. Ο Νότης ακόμα δεν συμπαθούσε τον Τάσο , και ο Τάσος ακόμα δεν νοιάζονταν. Γιατί να νοιαστει άλλωστε?? Η Ελένη τους χαμογέλασε νοητά. Ναι, θα ήταν πολύ χαζό να έβγαιναν κάποτε μαζί όσο ζούσαν... τους άκουγε μες στο κεφάλι της να μιλάνε, να διαφωνούν, μέχρι που ο Νότης έφευγε τσαντισμένος που δεν ήταν η πρώτη επιλογή της Ελένης. Και ο Τάσος έμενε μαζί της και της μιλούσε ουσιαστικά. Της έλεγε όσα η ίδια δεν είχε το θάρρος να πει στον εαυτό της....

Εκείνη την μέρα της είπε για την ζωή.
"Λενιω μου, πότε θα προχωρήσεις στην ζωή?? "
-Τι ακριβώς εννοείς??
"Για εμένα και τον Νότη η ζωή τελείωσε...στην γη. Εσύ όμως ακόμα ζεις εκεί. Καρδιά μου, το συζήτησα και με τον Νότη και συμφωνήσαμε σε αυτό: ίσως.. να είναι καιρός να προχωρήσεις. Να κάνεις οικογένεια, να μεγαλώσεις όμορφα... είσαι μόλις εικοσιτριων και κάνεις σαν να είσαι εβδομήντα τριών!! Είσαι κάθε μέρα εδώ και έχεις να βγεις έξω από τότε που σε έβγαζα εγώ... δεν λέω, μας τιμά και τους δύο που δεν μας ξεχνάς ποτέ, αλλά νιώθουμε βάρος πλέον..."
-Μα δεν είστε βάρη!! Εγώ σας αγαπώ και επειδή σας αγαπώ έρχομαι εδώ κάθε μέρα... δεν θέλω να προχωρήσω, να είμαι μαζί σας θέλω...
"Αγάπη μου, και εμείς σε αγαπάμε... αλλά επειδή ακριβώς σε αγαπάμε δεν θέλουμε να σου τρώμε την ζωή. Δεν είναι υγιές να μιλάς με νεκρούς για όλη σου την ζωή..!! "
-Είναι!! Δύο ανθρώπους αγάπησα σαν τρελή σε όλη μου την ζωή και τους ξαπόστειλα και τους δύο με το ίδιο αεροπλάνο!! Και μου λες εσύ ότι δεν είναι υγιές??
"Είμαι νεκρός εδώ και τρία χρόνια Ελενιτσα μου!! Η υγεία και εγώ δεν πάμε πακέτο!! Σε παρακαλώ ... αν δεν σου έχει σαλεψει τελείως ακόμα... πήγαινε, βγες μια βόλτα σήμερα...αύριο... αυτές τις μέρες, άνοιξη είναι... Μην μένεις εδώ... Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, λένε, κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους..."

Η Ελένη κοίταξε τα αγριολουλουδα στην πόρτα. Είχαν φυτρώσει έξω από αυτήν. Η ζωή συνεχιζονταν πέρα από τον φράχτη του νεκροταφείου. Μέσα σε αυτό, μόνο λουλούδια σε βάζα. Έξω από αυτό, καταφυτες,απέραντες εκτάσεις γης, να παίζουν με τον ήλιο σαν παλιοί φίλοι. Άραγε να έχουν δίκιο??

Η Ελένη σηκώθηκε και χαμογέλασε.
-Ναι, δίκιο έχεις αγάπη μου. Θα βγω απόψε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν γύρισε σπίτι και είπε τα νέα στο ζευγάρι, μείναν με ανοιχτό το στόμα. Αυτή?? Αποφάσισε να βγει?? Πότε το αποφάσισε?? Δέχτηκαν με χαρά να την βγάλουν έξω, αν και φοβούνταν να την αφήσουν μόνη της στην αρχή. Ήταν μια έκπληξη, ένα μεγάλο βήμα για όλους τους. Επιτέλους, η Ελένη ζούσε μετά το δυστύχημα!!

Την πήγαν σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα κλαμπ- καμπαρέ της περιοχής, μιας και από αυτά υπήρχαν πολλά και ήταν συνήθως ασφαλή μέρη. Η Ελένη άλλαξε το μαύρο φόρεμα για ένα άλλο, πάλι μαύρο, σε γραμμή άλφα, από αυτά που την κολακευαν. Όταν την πρωτοείδε ο Μάικλ, ο σύντροφος της Γιώτας, κόντεψε να μην την αναγνωρίσει. Η Γιώτα όμως χαμογέλασε κρυφά. Η Ελένη που ήξερε επέστρεψε...

Στο κλαμπ τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενε. Βαρέθηκε πολύ σύντομα, και, ενώ οι άλλοι ήθελαν να συνεχίσουν να γλεντανε εκεί, αυτή χαιρέτησε την Γιώτα και έφυγε. Δεν είχε προχωρήσει πολύ από το κλαμπ, όταν μια μηχανή πέρασε από δίπλα της και όλα τα νερά του δρόμου έπεσαν στο φόρεμα της. Νευριασμενη γύρισε και κοίταξε τον αναβάτη, ο οποίος κατάλαβε το λάθος του και κατέβηκε κάτω αμέσως.

Όταν είδε τον χαμό που προκάλεσε, είπε ταραγμενος στην Ελένη:
-Ω θεέ μου, συγνώμη, δεν το ήθελα...
Ενώ ταυτόχρονα έβγαζε σιγά σιγά το κράνος...

τραγική σύμπτωσηWhere stories live. Discover now