7ο Κεφάλαιο

202 13 0
                                    

Ο Γιώργης είχε μείνει σιωπηλός και έκανε νόημα στον Λάμπρο να ξεκινήσει την ιστορία που θα διηγούνταν στην Λενιώ. Ο Γιώργης άκουγε και εκείνος με προσοχή αφού δεν ήξερε όλες τις λεπτομέρειες. Ο μονόλογος του Λάμπρου συνεχιζόταν μέχρι που τον διέκοψε η φωνή της Ελένης με μια ερώτηση που ετοιμαζόταν να κάνει ο Γιώργης.

-Και πως έφυγες από εκεί;

Την κοίταξε ο Γιώργης με καμαρη και σκέφτηκε πως η κόρη του τελικά πέρα από την αγάπη της για τα χωράφια του είχε πάρει και άλλα χαρακτηριστικά του.

-Σηκωθηκα ζαλισμενος προσπάθησα να φτάσω μέχρι ένα γειτονικό σπίτι αλλά δεν πρόλαβα. Το μόνο που θυμάμαι είναι το παπά Αργύρη να με φέρνει εδώ και να μιλάει με τον πατέρα σου.

Η Ελένη κοιταγε τον πατέρα της εκλεικτη και με καμαρη για το κατόρθωμα του.

-Στην συνέχεια θέλω να την ακούσω από το στόμα του κυρ Γιώργη γιατί ούτε εγώ την ξέρω. Μόνο το ότι με φρόντισε σαν...

Η ανάσα του κόπηκε δεν ήξερε αν μπορούσε να το ξεστομίσει ή όχι τον κοίταξε με επιμονή στα μάτια και τότε την φράση του συνέχισε ο Γιώργης

-Σαν να είσαι παιδί μου

Τα μάτια της Λενιως αστραψαν ήξερε μέσα της πώς ο πατέρας της ξεκινάει να μαλακώνει. Ίσως ακόμη να μπορούσε να δεχτεί και την σχέση της με τον Λάμπρο αλλά όλα έπρεπε να γίνουν σιγά σιγά. Με επιμονή και υπομονή. Ίσως αργότερα και να τα κατάφερναν ποιος ξέρει. Τότε η Λενιώ γύρισε στον πατέρα της και του ζήτησε να συνεχίσει την ιστορία του Λάμπρου.

-Ξαφνικα μέσα στην μαύρη την νύχτα κάποιος χτύπαγε επίμονα την πόρτα. Φοβήθηκα για λίγο αλλά άνοιξα την πόρτα με ορμή και με αγριάδα όποιος και αν ήταν δεν έπρεπε να καταλάβει τον φόβο που είχα. Είδα τον παπά Αργύρη να μου μιλάει σιγά και γρήγορα χωρίς να σταματάει. Μου εξήγησε με μια ανάσα τι είχε γίνει και τότε του είπα πως εκεί που δεν θα τον έβρισκε κάποιος ήταν στον στάβλο μας. Από εκείνο το βράδυ τον περιποιήθηκαμε με τον παπά και τον αφήσαμε μέχρι να γίνει καλύτερα.

-Και αυτόν που βρήκατε στο γκρεμό πατέρα;

-Δεν ξέρω ποιος είναι πάντως ο Λάμπρος σίγουρα όχι

Κοίταξε τον Λάμπρο με χαμόγελο για να σπάσει την δική του σιωπή. Εκείνη την ώρα το γέλιο της Ελένης αντιχουσε σε όλο το σπίτι. Έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα της. Τον ευχαρίστησε και υποσχέθηκαν και οι τρείς εκείνη την ώρα πως δεν θα μίλαγαν σε κανέναν παρά πάνω. Το βράδυ που δεν θα τους έβλεπε κανένας θα τον πήγαιναν στο σπίτι του και θα περίμεναν μέχρι να αναρρώσει για να πάνε στον Προύσαλη. Ο Γιώργης τους είπε πως θα πάει στα κτήματα για λίγη ώρα και πως ο Λάμπρος μπορούσε να πάει στην καμαρη του για λίγες ώρες να ξεκουραστείς μέχρι το βράδυ. Όταν η πόρτα έκλεισε τότε η Ελένη και ο Λάμπρος δεν έχασαν ευκαιρία. Σηκώθηκαν και οι δύο από τις καρέκλες τους και έπεσαν με ορμή ο ένας πάνω στον άλλον. Τότε το φιλί τους ήρθε, τόσο παθιασμένο, σαν οξυγόνο το ένιωθαν και οι δύο. Δεν μπορούσε να τραβηχτεί ο ένας μακρυά από τον άλλον. Άκουσαν εκείνη την ώρα την πόρτα. Η Ελένη αποτραβήχτηκε φοβισμένη. Είπε στον Λάμπρο να πάει στην καμαρη του πατέρα της και θα άνοιγε εκείνη. Δεν μπορούσε να την αφήσει την κράταγε σφιχτά από το χέρι και της αρνήθηκε να κάνει έστω και ένα βήμα μακριά της. Τον έδιωξε από δίπλα της με δυσκολία και κράτησε την πόρτα του δωματίου ανοιχτή ώστε εάν γινόταν κάτι να μπορούσε να βγεί γρήγορα από την καμαρη. Η Ελένη άνοιξε την πόρτα εμφανώς αναστατωμένη και τότε τον είδε.

Μια Διαφορετική ΙστορίαWo Geschichten leben. Entdecke jetzt