22ο Κεφάλαιο

208 12 4
                                    

Το κεφάλι του δεν σταματούσε να τον πονάει από το χτεσινό μεθύσι. Άνοιξε τα μάτια του κρατώντας το, βρέθηκε στο κρεβάτι του με τα ίδια ρούχα όμως όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Σιγά σιγά άρχισε να θυμάται τι έγινε τις τελευταίες ώρες πριν χάσει τις αισθήσεις του. Όταν γύρισε πλευρό για να σηκωθεί επιτέλους από το κρεβάτι δεν περίμενε πως θα αντίκριζε αυτή την εικόνα. Η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει αλλά δεν ήξερε από τι από αγάπη; από θυμό; από αγαλλίαση; Μόνο ένα χαμόγελο κατάφερε να σχοιματιστει στο πρόσωπο του και αυτό αμειδρα. Η μορφή που βρισκόταν απέναντι του λες και κατάλαβε πως εκείνος ξύπνησε άνοιξε κατευθείαν τα μάτια και το χαμόγελο συνόδευσε την ποιο γλυκιά καλημέρα που είχε ακούσει.
-Τι κάνεις εσύ εδώ;
-Γιατί έκανες φασαρία εχτές στο μαγαζί Λάμπρο;
-Και εσένα τι σε νοιάζει; Α με συγχωρείς ξέχασα ήταν ο αρραβωνιαστικός σου στην μέση έχεις δίκιο. Κοίταζε στα χέρια της και τότε είδε την βέρα να λάμπει πάνω της. Άπλωσε το χέρι του και κράτησε το δικό της δίπλα από την δικιά του βέρα, δεν προσπαθούσε να συγκρίνει απλά ήθελε να δει πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός, πόσο γρήγορα την είχε χάσει και πως ποτέ δεν θα την ξανά κέρδιζε.
-Φορεσες και την βέρα του, φαντάζομαι θα έχει μέσα το όνομα του
-Λάμπρο
-Καλα έκανες Ελένη ούτος ή άλλος εγώ δεν ήμουν τίποτα για εσένα
-Τι είναι αυτά που λες;
αλήθεια και λείπαμε που δεν την ακούω από το στόμα σου.
-Τι θέλεις να ακούσεις;
-Ότι τον αγαπάς ακόμη και αν προσεύχομαι να τον χάσεις, εάν εσύ τον θες τότε εγώ θα κάνω πίσω και σου υπόσχομαι πως θα προσπαθήσω να είμαι μακριά σας θα ακυρώσω και την μετάθεση και θα μείνω στο χωριό που είμαι τώρα.
-Ψυχη μου, άκου με.
-Όχι Ελένη φτάνει η κοροϊδία άσε με ήσυχο και τράβα σπίτι σου ο Ζάχος θα σε ψάχνει
Εκείνη την ώρα η πόρτα χτύπησε η Ελένη και ο Λάμπρος σκούπισαν τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να χαράζουν στα πρόσωπα τους.
-Ποιος;
Η πόρτα άνοιξε και ο Λάμπρος έμεινε έκπληκτος σε αντίθεση με την Ελένη που φαινόταν λες και τον περίμενε.
-Κωνσταντη; Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;
-Τι εννοείς δεν σου είπε η Ελένη;
-Όχι Κωνσταντή δεν πρόλαβα, μόλις ξύπνησε
-Δωδεκα το μεσημέρι, καλά βρε Λενιώ και εσύ με ρεγουλα
Ο Λάμπρος τον άγριο κοίταξε πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση του και εκείνος σταμάτησε αυτόματα την πρόταση.
-Τότε καλύτερα να μείνω ακόμη λίγο έξω Σταμιρη να σας αφήσω να τα πείτε.
-Δεν υπάρχει λόγος Κωνσταντή με την Ελένη δεν έχουμε να πούμε τίποτα
-Και όμως Λάμπρο άκουσε με για μια φορά στην ζωή σου έχετε, λοιπόν εγώ θα είμαι απέξω ότι χρειαστείς φώναξε μου.
Είπε απευθυνόμενος στην Ελένη εκείνη του ενευσε θετικά πριν προλάβει να ακουστεί ο κρότος από το κλείσιμο της πόρτας. Η σιωπή τους κυριάρχησε, η Ελένη ήθελε να πει τα πάντα αλλά δεν ήξερε από που να ξεκινήσει. Ο Λάμπρος ήθελε απλά να της κάνει νόημα να έρθει στο κρεβάτι του και να κοιμηθούν αγκαλιά ήξερε όμως πως αυτό που ζητούσε ήταν αδύνατο, πίστευε πως άλλη βέρα ήταν εκείνη που κοσμούσε τα χέρια της, άλλως ήταν αυτός που θα την έλεγε γυναίκα του θα είχε τα παιδιά της. Όλα όσα εκείνος ονειρευόταν τα έχανε σιγά σιγά μπροστά στα μάτια του. Μίλησε πρώτος δεν άντεχε άλλο πίστευε πως θα πνιγεί στις ίδιες του τις λέξεις.
-Θα φύγω αύριο από το χωριό και θα ακυρώσω και την μετάθεση μου στο Διαφάνι, μια χαρά θα είναι ο πατέρας μου χωρίς εμένα.
-Και εγώ;
-Τι εσύ; Εσύ έχεις τον Ζάχο. Εκτός αν χρειάζεσαι δύο άντρες γιατί ο ένας δεν θα σου φτάνει. Μήπως έτσι ήταν όταν ήμασταν μαζί; Μήπως ήσουν και με τον Ζάχο γι' αυτό είχε βρεθεί εκείνο το βράδυ σπίτι σου; Είχε μάθει πως γύρισες και είχε έρθει να σε δεί;
-Πάψε Λάμπρο δεν γίνεται να τα πιστεύεις όλα αυτά
-Και τι θέλεις να πιστέψω Ελένη; Από την στιγμή που φοράς την βέρα εκείνου πριν καλά καλά προλάβεις να βγάλεις την δικιά μας
Η Ελένη σηκώθηκε από την πολυθρόνα και έκατσε δίπλα του στο κρεβάτι. Έφερε το χέρι του στα πόδια της. Είδε πως φόραγε ακόμη την βέρα τους την χάιδεψε απαλά ενώ πήγε να την φιλήσει ο Λάμπρος τράβηξε το χέρι του από τα δικά της.
-Τι κάνεις Ελένη; Πήγαινε στον Ζάχο τον άντρα σου να τα κάνεις αυτά.
-Τι λέει η βέρα σου Λάμπρο;
-Τι;
-Λεω τι λέει η βέρα σου;
-Τι κάνεις τώρα; επίτηδες το κάνεις;
-Απαντησε μου, σε αυτό που σε ρωτάω
-Τι όνομα σου
-Πάρε την δική μου
-Πως;
-Βγαλε την βέρα μου Λάμπρο και κοίτα τι λέει από μέσα.
Ο Λάμπρος την υπάκουσε πήρε το χέρι της στα δικά του και ξεκίνησε να βγάζει την βέρα της. Δεν ήθελε να δει το όνομα του κάτω από την βέρα της αλλά γιατί να του το έκανε όλο αυτό εάν δεν έλεγε το δικό του όνομα η βέρα. Η ελπίδα φωτίστηκε στο πρόσωπο του και την έβγαλε με περισσότερο θάρρος. Της την έβγαλε αργά και κοίταξε δειλά στο εσωτερικό της. Ένα μειδιασμα εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε από το πρόσωπο του αρκετά σύντομα.
-Θελεις να την κρατήσω;
-Όχι θέλω να μου την φορέσεις ξανά και να μην τις ξανά βγάλουμε ποτέ.
-Και ο Ζάχος;
-Καρδια μου, ο Ζάχος έκανε μια συμφωνία μόνος του πιστεύεις πως ποτέ θα τον δεχόταν ο πατέρας μου, ειδικά μετά από τόσα που θα μάθει απόψε.
-Σαν τι θα μάθει;
Δεν πρόλαβε να μιλήσει η Ελένη και η πόρτα χτύπησε. Ο Λάμπρος φώναξε να περάσει όποιος ήταν και φυσικά ήταν ο Κωνσταντής.
-Του τα πες;
-Αυτό ξεκινούσα να κάνω αλλά όλο διακόπτης
-Μα δεν έχεις και στο μυαλό σου ποτέ να τελειώσεις την συζήτηση όλο άλλου το έχεις.
Ένα μαξιλάρι από την πολυθρόνα εκτοξεύτηκε μπροστά από το πρόσωπο του Κωνσταντή και εκείνος ίσα που πρόλαβε να το αποκρούσει.
-Αμαν βρε Σταμιρη ούτε καλό σημάδι έχεις ποια; Τόσο πολύ σε ζαλισε απόψε ο ξάδερφος;
-Συνεχισε έτσι και θα σου πω εγώ τι σημάδι έχω με την καραμπίνα του Γιώργη.
Ο Λάμπρος δίπλα της ξεροβηξε, πνίγοντας έτσι το γέλιο του.
-Θα μου πείτε τώρα και οι δύο τι είναι να μάθω;
-Θα σου τα πω εγώ γιατί άμα περιμένω από την Σταμιρη βραδιασαμε.
Το βλέμμα της έκανε τον Λάμπρο να γελάσει ακόμη περισσότερο κάνοντας το κεφάλι του πάλι να πονέσει από το πόσο θολά έβλεπε ακόμη τα πράγματα. Το χτεσινό μεθύσι τελικά τον είχε πειράξει πολύ. Η Ελένη έπεσε στην αγκαλιά του με προθυμία ο Λάμπρος την γύρισε στην αγκαλιά του έχοντας την πλάτη της να ακουμπα στο στήθος του και εκείνος την έσφιξε μαλακά πάνω του. Ο Κωνσταντής έβλεπε τα κρυφά γέλια και τα χάδια τους και ξεροβηχε μήπως και σταματήσουν αλλά εκείνοι δεν του έδιναν σημασία.
-Να σας πω ρε παιδιά τώρα τι θα γίνει; Ώρες δεν έχετε; Σας έλειψε η μέρα;
-Κωνσταντη
-Ε τι Κωνσταντή και εσύ βρε ξάδερφε; Πρέπει να το πνίξετε και μπροστά μου το κουνέλι;
-Πάψε Κωνσταντή! Άντε και λέγε τώρα τι ήθελες να μου πεις.
-Εχτες το βράδυ ο Ζάχος αφού έφυγε η Ελένη από το καφενείο, μέθυσε αρκετά και μου εκμυστηρεύτηκε πως θα πάει να βρει τον αδερφό μου
-Ποιον αδερφό σου; Τον Σέργιο;
-Ναι, ο Ζάχος είπε πως έπρεπε να ολοκληρώσουν το σχέδιο που είχαν.
-Ποιο σχέδιο; Τι λες Κωνσταντή
-Κατσε βρε Λάμπρο, θα σου πω. Να το έπαιξα μπροστά του πως ήξερα τα πάντα αλλά στην συνέχεια μέχρι και εγώ αηδιασα με αυτά που άκουσα
-Σαν τι άκουσες δηλαδή;
-Λάμπρο μου σε παρακαλώ, ότι και αν ακούσεις θα μείνεις εδώ μέχρι να φύγεις για την Αθήνα
-Λενιώ πείτε μου τώρα τι σας είπε ο Ζάχος γιατί θα πάω από μόνος μου να τον πιάσω μέχρι να μου τα πει.
-Να Λάμπρο ο αδερφός μου και ο Ζάχος, είχαν σχέδιο να βιάζουν και οι δύο συστηματικά την Ελένη. Ο μόνος λόγος που τελευταία στιγμή σταματούσε ο ένας τον άλλον είναι γιατί κάποιος πλησίαζε και θα τους έβλεπε.
-Τι πράγμα;
Το βλέμμα του Λάμπρου είχε χαθεί στο υπέρ πέραν, χρειάστηκαν μερικά λεπτά μέχρι να μπορέσει να καταλάβει όσα του έλεγε ο Κωνσταντής. Τα μάτια του είχαν βουρκωσει, τραβήχτηκε από την αγκαλιά της Ελένης και ενώ προσπαθούσε να φτάσει μέχρι την πόρτα έσπρωχνε και πέταγε ότι βρισκόταν μπροστά του. Ο Κωνσταντής τον κράτησε τελευταία στιγμή πριν βγεί από την πόρτα η Ελένη προσπαθούσε με τον δικό της τρόπο να τον ηρεμήσει μα δεν τα κατάφερνε. Ο Κωνσταντής έμεινε να ταρακουναει και να τραντάζει το σώμα του Λάμπρου.
-Λάμπρο συγκεντρώσου, εσύ ήσουν πάντα λογικός
-Κωνσταντη εξαφανίσου από μπροστά μου αυτή την στιγμή γιατί και εσύ από την ίδια φάρα μαζί με τον Σέργιο είσαι
-Οπως κι εσύ Λάμπρο
-Μην τολμάς να με συγκρίνεις με την δική σου οικογένεια
-Λάμπρο φτάνει λογικεψου σε παρακαλώ
-Εξαφανίσου είπα από μπροστά μου Κωνσταντή αυτή την στιγμή γιατί δεν θα προλάβουν να σε πάρουν από τα χέρια μου
-Λάμπρο φτάνει σε παρακαλώ με, με τρομάζεις.
Ο Λάμπρος επιτέλους γύρισε προς την μεριά της μόλις η φωνή της έφτασε στα αυτιά του. Η εικόνα της τον συγκλόνισε την έβλεπε που κράταγε με τα χέρια της το κεφάλι της προσπαθώντας να μην χάσει τα λογικά της, είχε κάτσει στην άκρη του κρεβατιού και προσπαθούσε να μην βλέπει τον Λάμπρο σε αυτή την κατάσταση. Ο Κωνσταντής τον κρατούσε από τον ώμο συγκλονισμένος και εκείνος με την εικόνα της, εγυρε στον Λάμπρο λέγοντας του
-Τραβα κοντά της Λάμπρο, η Ελένη σε χρειάζεται περισσότερο αυτή την στιγμή από ότι εσύ να ξεσπάσει τον θυμό σου.
Ο Λάμπρος τον κοίταζε εκλπηκτος δεν περίμενε να ακούσει αυτά τα λόγια από τον Κωνσταντή, όταν η πόρτα έκλεισε μπροστά του γύρισε ξανά να την κοιτάξει. Ακόμη τα χέρια της δεν είχαν φύγει από μπροστά της. Την πλησίασε αργά στην αρχή διστακτικά όπως έπρεπε, πήγε να την κρατήσει από τους ώμους αλλά όταν την άγγιξε εκείνη έπεσε με μιας στην αγκαλιά του χωρίς να θέλει να ξανά βγει ποτέ από εκεί μέσα. Την χάιδευε στην πλάτη και τα χέρια της μα η ηρεμία άργησε να έρθει στο πρόσωπο της, όταν κατάφερε να έρθει εκείνη γύρισε στο μέρος του να τον κοιτάζει. Ο Λάμπρος παραμέρισε τα δάκρυα από τα μάτια της, ενώ πήγε να την παρηγορήσει και να της πει πως εκείνος θα είναι εκεί για αυτήν η Ελένη πήρε πρώτη τον λόγο.
-Ειπες πως μπορείς να πάρεις μετάθεση εδώ;
-Ναι μάτια μου
-Ναι αλλά εσύ σπουδάζεις ακόμη...πως;
-Λογο οικογενειακής κατάστασης έκανα έτοιμα στο υπουργείο και από τον Σεπτέμβρη θα ξεκινήσω να σπουδάζω αλλά και να εργάζομαι ταυτόχρονα.
-Μα πως τα κατάφερες να
-Το όνομα Σεβαστός, Σταμιρη πολλές φορές σου ανοίγει πολλές πόρτες
Είδε στα μάτια της την απορία, τον έβλεπε να γίνεται ένας άλλος Σεβαστός; Ή θα έμενε ο Λάμπρος; Φοβάται τους ανθρώπους που τους δίνεται η εξουσία όσο και να πίστευε στον Λάμπρο της έλειπε από κοντά του για αρκετό καιρό. Δεν ήξερε αν είχε αλλάξει αν θα άλλαζε. Ο Λάμπρος το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή την αλλαγή στο πρόσωπο της ακόμη και στην στάση της απέναντι του. Εγυρε δίπλα της παίρνοντας στα χέρια του το πρόσωπο της. Εκείνη ακολούθησε τα δικά του χέρια κρατώντας τα πάνω από το πρόσωπο της. Οι λέξεις δεν άργησαν να βγουν από τα χείλη του, βγήκαν με την σιγουριά και την βεβαιότητα να κατακλύζουν τις λέξεις του, τις εννοούσε και ήθελε να τις το δείξει με κάθε τρόπο.
-Δεν είμαι σαν αυτούς Ελένη, ποτέ δεν θα γίνω σαν και αυτούς.
-Το ξέρω Λάμπρο μου, το ξέρω
-Κοριτσακι μου, σου λέω την αλήθεια πίστεψε με
-Λάμπρο αυτό σου είπα ότι σε
-Ότι με πιστεύεις αλλά νομίζεις πως δεν σε ξέρω, το βλέπω στα μάτια σου πως δεν με εμπιστεύεσαι.
Χωρίς κάποια προηδοποιησει η Ελένη έπεσε στην αγκαλιά του κρατώντας τον σφιχτά πάνω της, σαν να ζηταγε συγγνώμη, η φωνή της ήταν σαν ενός μικρού παιδιού σαν να φοβόταν πως θα έχανε κάτι σημαντικό, την εμπιστοσύνη του. Οι επόμενες λέξεις βγήκαν βιαστικά από το στόμα της χωρίς η ίδια να το περιμένει
-Μεινε μαζί μου, σε παρακαλώ, μην φύγεις
Τώρα ήταν δική του σειρά να την κλείσει στην αγκαλιά του να γίνει ο δικός της βράχος όπως έγινε και εκείνη το περασμένο βράδυ. Αυτό ήταν η αγάπη τους η παιδική φιλία που από παιδιά ήξεραν πως όταν ο ένας πέφτει ο άλλος θα απλώνει το χέρι του και θα τον τραβάει πάνω, έτσι έγινε και εκείνη την ημέρα, έτσι θα γινόταν και για την υπόλοιπη ζωή τους.

Μια Διαφορετική ΙστορίαWhere stories live. Discover now