Ο Δούκας άνοιξε την πόρτα και είπε και στους τρεις να περάσουν μέσα. Ο Λάμπρος με την Ελένη έμειναν απέναντι από το γραφείο του Δούκα αφήνοντας έτσι την άλλη θέση για τον Κωνσταντή.
-Λοιπον θα μιλήσει κανένας σας; Ή ήρθατε απλά για να τσακωθείτε με τον γιό μου;
-Εσυ δεν θα μιλήσεις;
-Και τι να πω ξάδερφε λες και ξέρω για ποιο πράγμα θα μιλήσετε; Πού να ξέρω εγώ τι να σκαρφίστηκε το μυαλό της πουτανας σου για να με τιμωρήσει που δεν της έκατσα;
Όλοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό, ο Λάμπρος προσπάθησε να κάνει πως δεν ακούει την φωνή του Σεργιου όμως δεν κρατήθηκε για πολύ. Τον άρπαξε από τον γιακά για άλλη μια φορά
-Τι είπες ρε, ξανά τολμα να τα πεις όλα αυτά, τολμα ρε αν φοράς παντελόνια, έλα τι φοβάσαι;
-Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου, αυτή την στιγμή γιατί την επόμενη φορά δεν θα είμαι τόσο καλός μαζί της.
-Λάμπρο άστον σε παρακαλώ, φτάνει, σε παρακαλώ
-Όχι Λενιώ αυτο που πήγε να σου κάνει θα το μάθουν οι κατάλληλοι και αφού εσύ δεν θες, μόνο αυτός είναι ο τρόπος
-Τι πήγε να της κάνει μίλα ανάθεμα σε για ανηψιος μιλα
-Πηγε να βιάσει την Ελένη, Δούκα και λείπαμε που το λέω εγώ και όχι εκείνη.
-Εξω
-Τι πράγμα;
-Εξω όλοι σας εκτός από την Σταμιρη και τον γιο μου, έξω όλοι είπα
Πρώτη φορά έβλεπαν τον Δούκα τόσο εκτός εαυτού, αλλά ο Λάμπρος δεν θα εχανε από εκείνον, θα ήταν εκεί μαζί της όπως της είχε υποσχεθεί και το είπε αρκετά γρήγορα ώστε να ξέρει και εκείνη τις προθέσεις του.
-Εγω δεν φεύγω από εδώ μέσα, θα είμαι δίπλα στην Ελένη είτε το θέλετε είτε όχι
-Καλως εσύ Κωνσταντή φεύγα και πες να μην μας ενοχλήσει κανείς.
-Ναι, ε δηλαδή ναι πατέρα θα το κάνω.
Ο Κωνσταντής σηκώθηκε με τα μάτια του να μην μπορούν να δουν και τα αυτιά του να μην μπορούν να ακούσουν κάτι περισσότερο. Πως γινόταν ο αδερφός του να είχε πάει να κάνει κάτι τέτοιο. Έκλεισε την πόρτα πίσω του με φόρα και κατέβηκε με βαριά βήματα προς το σαλόνι. Όλοι είχαν πως το χρώμα του ήταν άσπρο σαν το πανί και δεν τόλμησαν να ρωτήσουν τι γινόταν πάνω στο γραφείο του Δούκα. Μόλις η πόρτα έκλεισε ο Δούκας πήρε πάλι τον λόγο.
-Καθησε Ελένη, αν θέλεις
-Όχι είμαι καλά, ευχαριστώ
Η φωνή της έτρεμε δεν ήξερε αν μίλαγε σωστά την μοναδική γλώσσα που ήξερε. Ο Λάμπρος το κατάλαβε αμέσως και έσφιξε το δικό του χέρι στο δικό της, ένα να της έλεγε είμαι εγώ εδώ μην φοβάσαι. Αμέσως η αναπνοή της έγινε ξανά σταθερή και η καρδιά της σταμάτησε να τρέμει σαν τρελή. Τώρα θα μιλούσε, θα τα έλεγε σχεδόν όλα, όσα μπορούσε να θυμηθεί για εκείνο το βράδυ, όλα όσα μπορούσε να αντέξει.
-Πες μου τι έγινε Ελένη, με κάθε λεπτομέρεια
-Κυριε Σεβ
-Το ξέρω πως σου είναι δύσκολο αλλά σε παρακαλώ θέλω να ακούω πεις τα πάντα να μην μου κρύψεις τίποτα από εκείνη την ημέρα
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και ξεκίνησε την ιστορία ξανά από την αρχή, δίχως να κρύψει τίποτα μέχρι που έφτασε στο σημείο που...
-Ο Σέργιος με πέταξε κάτω, ήταν μεθυσμένος μύριζε αλκοόλ από την κορφή ως τα νύχια. Προσπάθησα να τον διώξω από πάνω μου, αλλά ήταν ποιο δυνατός. Προσπάθησα να ουρλιαξω μήπως με άκουγε κάποιος. Μου έσκισε το εσώρουχο με μια του κίνηση
Η Ελένη αναζήτησε το χέρι του Λάμπρου να κρατηθεί από κάπου, ένιωθε από ώρα να ζαλίζεται. Έκανε μια παύση αφήνοντας κάποια δάκρυα να τρέξουν από τα μάτια της. Ο Λάμπρος την έκλεισε στην αγκαλιά του ποιο σφιχτά από ποτέ νόμιζε πως το οξυγόνο μέσα της θα στερευε από στιγμή σε στιγμή. Ο Δούκας φώναξε στον Σέργιο να της φέρει λίγο νερό, όμως εκείνος έμεινε απλός να την κοιτάζει. Ο Δούκας σηκώθηκε εκνευρισμένος χτυπώντας το χέρι του στο γραφείο, βγήκε από την πόρτα φωνάζοντας στην Αγοριτσα να του φέρει δύο ποτήρια νερό. Ξανά μπήκε μέσα είδε τα βλέμματα ανάμεσα στους δύο άντρες να είναι έτοιμα να ξεσπάσουν ξανά. Η Αγοριτσα ήρθε μέσα ποιο γρήγορα από ότι θα έπρεπε. Είδε την Ελένη που ήταν σε αυτή την κατάσταση και δεν άντεξε την ρώτησε.
-Κοκονα μου σου συμβαίνει κάτι; Να σου φέρω κάτι να πάρεις λίγο τα πάνω σου;
Εκείνη της εγνεψε αρνητικά και εκείνη έφυγε χωρίς να πει ξανά τίποτα. Ο Δούκας της έδωσε το νερό και της εγνεψε να κάτσει. Πάλι με το πρόσωπο της του εγνεψε αρνητικά δεν μπορούσε να ηταν απέναντι από τον βιαστή της, αλλά δεν έδειχνε να το καταλαβαίνει. Την προτρεψε να συνεχίσει την ιστορία της, πήρε δύναμη από τον Λάμπρο που τόση ώρα δίπλα της και ακόμη δεν είχε σπάσει.
-Κατεβασε το παντελόνι του ενώ ταυτόχρονα μου κρατούσε το σώμα και προσπαθούσε να με ακινητοποίηση, προσπάθησε να κατεβάσει το παντελόνι του αλλά μια πέτρα τον χτύπησε στο κεφάλι. Ήταν του Ζάχου Λυκογιάννη βρέθηκε εκεί μάλλον τυχαία και σταμάτησε αυτό που ερχόταν. Το κεφάλι του έβγαζε αίματα όταν έφευγε. Είμαι σίγουρη πως ακόμη υπάρχει το σημάδι από το χτύπημα πάνω του. Αρκεί να το δεις.
Ο Δούκας δεν χρειάστηκε κάτι παραπάνω για να σηκωθεί και να ψάξει το κεφάλι του γιού του. Όσο και αν εκείνος αρνιόταν ο Δούκας ανακάλυψε πως πραγματικά μια αρκετά μεγάλη γραμμή χτυπήματος είχε ξεκινήσει να επουλώνεται. Δεν χρειάστηκε τίποτα παρά πάνω για να πειστεί. Σηκώθηκε έντρομος με τα δικά του μάτια έτοιμα να ξεκινήσουν την δική τους θάλασσα. Κ Σέργιος σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς την Λενιώ έφτασε τόσο κοντά της λέγοντας της αυτό θα μου το πληρώσεις τσουλα. Ο Λάμπρος έγινε κατά κόκκινος δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο ο θυμός μέσα του έβραζε. Ξεκίνησε πάλι την επίθεση απέναντι, του ο Κωνσταντής με τον Νικηφόρο αυτή την φορά που μόλις είχε μπει στο σπίτι με την θεία του από το Παρίσι μπήκαν μέσα ακούγοντας τις φωνές και κατάφερε να τους χωρίσει η Αννετ και η Μυρσίνη που δεν άντεχε άλλο ακολούθησαν τα δύο αγόρια και μπήκαν και εκείνες στο γραφείο η Ελένη πήγε και εκείνη να τους χωρίσει όμως η Αννετ σαν κάτι να τους συνέδεσε την κράτησε προστατευτικά στην αγκαλιά της. Ο Δούκας καθόταν ανήμπορος στην καρέκλα ένιωθε πως η καρδιά του θα τον προδώσει αλλά δεν έπρεπε όχι τώρα. Οι δύο άντρες χωρίστηκαν μερικά λεπτά αργότερα χάρις τον Νικηφόρο και τον Κωνσταντή. Ο Σέργιος με πολλά περισσότερα χτυπήματα από πριν κοιτούσε μια εκείνη και μια τον ξάδερφο του ενώ ο Λάμπρος δεν έπερνε τα μάτια του από πάνω ήταν έτοιμος να ξανά πέσει πάνω του με την επόμενη κιόλας λέξη του. Το πρόσωπο του αυτή την φορά είχε γεμίσει με διάφορα σημάδια όπως και μερικά σημεία ψηλά στο σώμα του από όταν ο Σέργιος προσπαθούσε να τον απωθήσει από πάνω του. Ο Δούκας χωρίς να το καταλάβει κανένας πήρε ένα χάπι και σηκώθηκε δευτερόλεπτα αργότερα όρθιος κάνοντας τις δικές του ανακοινώσεις.
-Λάμπρο θέλω να πας σπίτι σου, ότι είναι να πούμε τώρα είναι ανάμεσα σε εμένα τον Σέργιο και την Ελένη. Εάν το ήθελε και η Αννετ να μείνει αλλά ως εκεί.
-Δεν πρόκειται, σου το είπα από την αρχή δεν θα την αφήσω λεπτό εδώ μέσα μόνη της
-Λάμπρο μου θα είμαι και εγώ εδώ, τι στο καλό έγινε και ούτε την θεία σου δεν εμπιστεύεσαι;
-Ελενη εσύ τι θέλεις;
-Θελω να μείνει κύριε Σεβαστέ, αν δεν ήταν ο Λάμπρος δεν θα τα είχα καταφέρει.
-Ας είναι.
Πήραν ξανά όλοι τις θέσεις τους. Η Αννετ πήρε την καρέκλα που καθόταν ο Κωνσταντης και ο Λάμπρος έμεινε απέναντι από το γραφείο να κρατάει το χέρι της Ελένης, ο Σέργιος ακόμη όρθιος πήγε και πήρε πάλι την θέση του μη μπορώντας να κοιτάξει κανέναν άλλον πέρα από την Ελένη μέσα στα μάτια.
-Σταματα να την κοιτάς
-Γιατί ξάδερφε θα πάθει τίποτα
-Βουλωσε το Σεργιε, από εδώ και πέρα μόνο εγώ θα μιλάω.
-Τι έχει γίνει Δούκα πείτε μου.
-Θα καταλάβεις στην συνέχεια Αννετ. Ο Σέργιος φεύγει από το σπίτι θα του παραχωρήσω το πατρικό της Μυρσίνης που το είχα πάρει εγώ για προίκα και δεν θα τον ξανά δούμε ποτέ. Για λίγο καιρό θα σου έρχονται κάποια χρήματα αλλά ως εκεί μετά θα τα βγάλεις πέρα μόνος σου. Απο σήμερα δεν έχεις ποια οικογένεια. Ούτε την θεία σου ούτε κανέναν. Τράβα ανά ετοιμάσεις τα πράγματα σου φεύγεις με το επόμενο λεωφορείο.
Όλοι είχαν μείνει να τον κοιτάζουν το ίδιο και ο Σέργιος δεν ήθελε να πιστέψεις όσα έλεγε ο πατέρας του και τον κοίταζε σαν χάνος.
-Τι με κοιτάς; Δεν ακούς εξαφανίσου από το σπίτι. Τώρα ΕΞΩ και μην τολμήσεις να πάρεις χρήματα από κανέναν θα σου στείλω εγώ όταν φτάσεις στην Αθήνα.
Ο Σέργιος βγήκε έξω κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Η Ελένη προσπαθούσε να ηρεμήσει αλλά δεν γινόταν γύρισε να κοιτάξει τον Λάμπρο με τα μάτια της έτοιμα να ξεσπάσουν. Ο Λάμπρος την έκλεισε στην αγκαλιά του αρκετά σφιχτά. Ψηθυριζοντας της πως όλα πήγαν καλά πως είναι δίπλα της και όλα θα πάνε καλά γιατί αυτός θα φροντίσει για εκείνη.
-Δουκα γιατί έδιωξες τον Σέργιο από το σπίτι; Έχω δικαίωμα να ξέρω είναι και αυτός ανηψιος μου.
-Ενα κάθαρμα είναι Αννετ, ένα τέρας που μεγάλωνα εγώ χρόνια τώρα. Αλλά ως εδώ εάν κρατιεμαι να μην τον σκοτώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια είναι επειδή είναι παιδί μου αλλά σε διαβεβαιώνω πως θα ήταν με μεγάλη ευκολία ένας υπάλληλος στα χωράφια που θα μείωνα όπως έκανε ο πατέρας μου στους εργάτες του.
-Δουκα φτάνει τι λόγια είναι αυτά! Για τον Σέργιο τον μονάκριβο σου;
-ΠΑΨΕ Αννετ, πάψε
Τα μάτια του έπεσαν σε αυτά της Ελένης δεν θα μίλαγε αν δεν του έκανε νόημα πως ήταν εντάξει να το μάθει η Αννετ, η Ελένη ήξερε τα πάντα για εκείνη από τον Λάμπρο, πίστευε πως δεν θα την προδώσει και πως δεν θα έλεγε ποτέ σε κανέναν για το μυστικό της, το ίδιο και ο Λάμπρος.
-Ο ανηψιος σου Αννετ, δεν δεν μπορώ ούτε να το πω.
-Προσπαθησε να βιάσει την Ελένη Αννετ και αν δεν ήταν εκεί ο Ζάχος δεν ξέρω τι θα είχε γίνει
-Φτανει, φτάνει ποια δεν αντέχω άλλο. Λάμπρο πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ, δεν.. δεν αντέχω άλλο πάρε με από εδώ.
Τα είπε όλα με μια ανάσα, όταν τελείωσε την πρόταση της φοβήθηκε πως οι δυνάμεις τις αυτή την φορά θα την εγκατέλειπαν στα σίγουρα. Όταν ο Λάμπρος της εγνεψε πως θα έφευγαν η φωνή του Δούκα τους σταμάτησε.
-Ελενη όταν ηρεμήσεις θέλω να συζητήσουμε, δεν θέλω τίποτα να βγει προς τα έξω ενδεχομενως να σου δώσω κάποια χρήματα για να..
-Παψε Δούκα για ποια την πέρασες;
-Κυριε Σεβαστε σας υπόσχομαι πως δεν θα μάθει κανένας τίποτα εξάλλου τα λεφτά σας δεν θα τα δεχομουν ποτέ εκτός και αν νομίζετε πως καλά έκανες ο Σέργιος και είμαι κάποια ελευθέρων ηθών και να πλαγιάζω δίπλα σε άντρες.
-Ελενη για όνομα του Θεού ο αδερφός μου, φυσικά και δεν εννοούσε κάτι τέτοιο.
-Έχει δίκιο η Αννετ και τώρα μπορείτε να φύγετε εάν θέλετε.
Λίγο πριν περάσει η Ελένη την πόρτα όμως κ Δούκας γύρισε μην μπορώντας να κοιτάξει την Ελένη στα μάτια και της είπε
-Ελενη συγγνώμη
Κανένας τους δεν μίλησε. Περίμεναν όλοι την έκρηξη της όμως δεν ήρθε ποτέ. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της και κρατώντας το χέρι του Λάμπρου κατέβηκαν κάτω στην είσοδο του σπιτιού που τους περίμενε η Αγοριτσα για να τους ξεπροβοδισει. Είδε την Ελένη που δεν μπορούσε να κοιτάξει κανέναν τους και κατάλαβε πως δεν έπρεπε να μιλήσει. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, η Ελένη έκανε μερικά βήματα έχοντας τον Λάμπρο από πίσω της όμως δεν άντεξε για παραπάνω κρατήθηκε από τον τοίχο ενώ κατέρρεε. Δεν δέχτηκε το άγγιγμα του, ξανά την ίδια ημέρα δύο φορές η καρδιά του μάτωσε. Τα δάκρυα της έτρεχαν χωρίς να μπορούν ποια να κρατηθούν. Ο Λάμπρος έκανε ξανά κίνηση να την αγγίξει όμως εκείνη πάλι δεν τον δέχτηκε. Γύρισε και τον κοίταξε με ένα ύφος γεμάτο πίκρα και οι μόνες λέξεις που έβγαιναν από μέσα της ήταν
-Γιατί Λάμπρο γιατί;
Δεν της απάντησε, δεν μπορούσε να της απαντήσει και έπειτα τι να της έλεγε. Δεν μπορούσε να της πει κουβέντα πήγε να την κρατήσει στην αγκαλιά του να την ηρεμήσει. Λίγα δευτερόλεπτα μόνο την κράτησε, λίγα δευτερόλεπτα ανάσας είχε εκείνη την ώρα για την υπόλοιπη ημέρα. Όταν η Ελένη συνήλθε τον τράβηξε από κοντά της και έφυγε τρέχοντας, δεν ήξερε ούτε εκείνη που πάει στην αρχή ήθελε να πάει στα χωράφια να βρει τον πατέρα της, μετά να πάει σπίτι της να κλειστεί στην καμαρη της ήταν όμως χαμένος κόπος τα πόδια της, την πήγαν στο πραγματικό σπίτι στην ρεματιά τους. Έκατσε ώρες εκεί τον περίμενε να φανεί ήλπιζε πως θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή να την κλείσει στην αγκαλιά του όμως αυτή η στιγμή δεν ήρθε ποτέ εκείνη την ημέρα. Γύρισαν το βράδυ και οι δύο στα σπίτια τους καταρακωμενει και χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν έμειναν να κοιτάνε για λίγο τα αστέρια και ύστερα έπεσαν και οι δύο στην αγκαλιά του Μορφέα μέχρι το επόμενο πρωί διακόπτοντας κάθε τόσο τον ύπνο τους από άσχημους εφιάλτες που δεν έλεγαν να τους αφήσουν να ηρεμήσουν εκείνη την νύχτα.
BẠN ĐANG ĐỌC
Μια Διαφορετική Ιστορία
Lãng mạnΜια προσωπική εκδοχή για το τι έγινε πριν φύγει ο Λάμπρος για να πάει να σπουδάσει στην Αθήνα δάσκαλος μακριά από την μοναδική του αγάπη. (Η γραφή του βιβλίου γίνεται ξεκάθαρα και μόνο για προσωπικούς λόγους χωρίς να θέλει να θίξει κανέναν)