Το πρωί ο Μιλτιάδης ξύπνησε από έναν εφιάλτη. Μόλις είδε πως η μεριά του Λάμπρου ήταν άδεια πετάχτηκε απότομα από το κρεβάτι και έτρεξε προς το σαλόνι. Η καρδιά του βρήκε τους ρυθμούς της μόλις είδε τα παιδιά του να κοιμούνται αγκαλιά στον καναπέ. Όσο και αν δεν το έλεγε η Ελένη ήταν παιδί του από την πρώτη στιγμή που είχε έρθει μικρό κοριτσάκι σπίτι τους για να διαβάσουν με τον Λάμπρο. Βρήκε πρόχειρα ένα τετράδιο του Λάμπρου και με ένα μολύβι έγραψε "Πάω να πάρω τίποτα από το καφενείο να φάμε για πρωί και θα έρθω μετά για να πάμε να πάρουμε έπιπλα. Θα αργήσω λίγο". Ήθελε να τους αφήσει μόνους τους το πρώτο πρωινό στην Αθήνα. Ετοιμάστηκε και καθώς έφευγε έκλεισε με δύναμη την πόρτα για να τους ξυπνήσει. Από το δυνατό χτύπημα στην πόρτα η ελενη πετάχτηκε ενώ ο Λάμπρος έμεινε ατάραχος δίπλα της. Σηκώθηκε γρήγορα πήγε προς το μέσα δωμάτιο που κοιμόταν ο Μιλτιάδης. Χτύπησε την πόρτα λίγες φορές αλλά δεν πήρε απάντηση. Αποφάσισε να ανοίξει την πόρτα και τότε είδε που ήταν άδειο το κρεβάτι. Έτρεξε στο σαλόνι και τότε είδε την σημειώσει του Μιλτιάδη στο τετράδιό. Τότε ηρέμησε και πήγε στην κουζίνα θέλοντας να ετοιμάσει τον πρωινό τους καφέ. Είχε ξεχάσει όμως πως το σπίτι ήταν άδειο και δεν υπήρχε ούτε νερό. Στεναχωρημένη πήγε στο σαλόνι και έκατσε στον καναπέ. Τον έβλεπε πόσο ήρεμος κοιμόταν και τότε θυμήθηκε πως για να τους αφήσει αυτό το σημείωμα ο Μιλτιάδης τους είδε που κοιμόντουσαν αγκαλιά στον καναπέ και έγινε κατακόκκινη από την ντροπή της. Εκείνη την ώρα ο Λάμπρος ξεκίνησε να ανοίγει τα μάτια του. Την είδε μουτρομενη και τα μάγουλα της να έχουν γίνει κόκκινα. Σηκώθηκε χωρίς να της γίνει αντιληπτός και έσφιξε τα χέρια του στην μέση της. Τηναχτυκε απότομα σαν να την περνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Η μικρή κραυγή φόβου που έβγαλε τον έκανε να γελάσεις ενώ εκείνη εκνευριζοταν ακόμη ποιο πολύ. Της άφηνε μικρά φιλιά στον ώμο της ενώ την χάιδευε απαλά στην μέση και τα χέρια της. Όσο εκείνη προσπαθούσε να μην ανταποκρίνεται στο τέλος δεν τα κατάφερε και ένα μικρό γέλιο ξέφυγε από τα χίλια της. Ο Λάμπρος δεν ήθελε κάτι περισσότερο για να πάρει θάρρος και την έκλεισε στην αγκαλιά του φιλωντας την ακόμη ποιο έντονα σε όλο το πρόσωπο καταλήγοντας στα χείλη της. Η Ελένη τον απομάκρυνε και σταύρωσε τα χέρια της στην μέση της. Την κοίταξε κάπως περίεργα.
-Τι έκανα πρωί πρωί ο έρμος; Μήπως μυρίζει η ανάσα μου πάω στο μπάνιο.
-Όχι δεν είναι αυτό άλλο έκανες. Βλάκα
-Αα να σου πω τεμπελουλα ξύπνησες με όρεξη;
Η Ελένη έμεινε με το στόμα ανοιχτό με την προσφώνηση του και κοίταξε νευριασμένη προς την άλλη. Ο Λάμπρος ξεκίνησε πάλι να γελάει βλέποντας την να γίνεται πάλι το μικρό κορίτσι που ερχόταν δίπλα του στην ρεματιά και διάβαζαν για το σχολείο. Την έκλεισε στην αγκαλιά του απότομα και οσο και αν εκείνη τραβιόταν να ξεφύγει εκείνος δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει
-Τι έπαθες κορίτσι μου πρωί πρωί και με βασανίζεις;
-Μας είδε ο πατέρας σου το πρωί μαζί αγκαλιά και νιώθω τόσο ντροπή βρε Λάμπρο και σου το είπα εχτές να πας μέσα να κοιμηθείς όχι εδώ αλλά εσύ ακούς και ποτέ;
-Καλα κορίτσι μου ηρέμησε να κοιμόμαστε μας είδε όχι και να κάνουμε
-Μαζεψου Σεβαστέ, δηλαδή έπρεπε να μας δει να... ούτε να το πω δεν μπορώ για να ντροπιαστεις;
-Κοριτσακι μου ηρέμησε δεν έγινε και κάτι, έλα σε παρακαλώ ηρέμησε. Είμαστε οι δύο μας στην Αθήνα στην ποιο όμορφη πόλη στην Ελλάδα
-Μετα το Διαφάνι μας
-Μετα το Διαφάνι μας, και εσύ σκέφτεσαι τι θα πει ο πατέρας μας που μας είδε απλά να κοιμόμαστε αγκαλιά; Την ευχή του θα μας έδινε
-Οσο για αυτό δεν έπεσες και πολύ έξω.
-Τι εννοείς;
Η Ελένη έφυγε για λίγο από την αγκαλιά του και του έδειξε το σημείωμα που τους είχε αφήσει ο πατέρας του στο τραπεζάκι.
-Μπραβο μωρέ πατέρα
-Τι μπράβο βρε Λάμπρο;
-Που θα φέρει φαγητό κορίτσι μου πεινάω σαν λύκος, έλα σήκω να ντυθείς να πάμε και για τα έπιπλα μόλις έρθει.
-Μηπως εγώ να μην έρθω; Να μείνω να φτιάξω λίγο και το σπίτι;
-Αυτό ξέχασε το. Να μου λέει μετά ο πατέρας σου ότι σε άφηνα στο σπίτι για να καθαρίζεις και εμείς κάναμε ζωή στην Αθήνα; Για σηκωθείτε κυρία Σταμιρη
Έλεγε ενώ την γαργαλαγε στην μέση της και τον λαιμό της.
-Καλα καλά κύριε Σεβαστέ περίμενε και λίγο δεν θα πάθετε τίποτα
-Εγω όχι ο πατέρας μου πάντως ναι όταν έρθει και δεν σε δει έτοιμη για να φύγουμε.
-Πω πω καλά πάω
Η Ελένη ετοιμάστηκε στο δωμάτιο μέσα βάζοντας ένα από τα δύο καλά της φορέματα που είχε φέρει μαζί της. Ο Λάμπρος την έφαγε με τα μάτια του την άρπαξε στην αγκαλιά του και την γύρισε στο αέρα όταν άκουσαν το χτύπημα στην πόρτα τους
-Καλα ποιος να είναι αφού ο πατέρας έχει κλειδί
-Ωχ λες να ήρθαν να μας κάνουν παρατηρήσει
-Και σου έχω πει μην φωνάζεις εσύ εκεί
-Εγω φταίω τώρα αφού εσύ με πειράζεις, άντε άνοιξε τώρα να δούμε ποιος είναι
-Γιατί δεν πας εσύ φοβάσαι Σταμιρη;
-Εγω όχι
Το έντονο χτύπημα στην πόρτα έκανε την Ελένη να αναπηδήσει και να κρυφτεί λίγο πίσω από τον Λάμπρο.
-Καλα ίσως λίγο άντε άνοιξε τώρα
Ο Λάμπρος άνοιξε με δύναμη την πόρτα ενώ δεν μπορούσε να φανταστεί ποιος θα μπορούσε να ήταν από πίσω άνοιξε την πόρτα και απόρησε κατευθείαν
-Πατέρα; Καλά εσύ δεν έχεις κλειδιά;
-Τα ξέχασα πριν φύγω για το καφενείο. Ελάτε τώρα σας έχω φέρει πρωινό και εσύ Λάμπρο πήγαινε άλλαξε πρέπει να φύγουμε σε λίγο.
-Οταν σου έλεγα εγώ να αλλάξεις αυτά εννοούσα
-Λενιώ, καλημέρα κορίτσι μου
-Καλημέρα κύριε Μιλτιάδη
-Καλε εσύ είσαι πολύ όμορφη σαν σαν...
-Σαν νεράιδα πατέρα και εγώ το ίδιο της είπα
-Καλα εντάξει μέσα στην υπερβολή είναι ο Λάμπρος
-Καθολου κορίτσι μου πραγματικά είσαι πανέμορφη σήμερα. Έλα κάτσε να φας να ξεκινήσουμε να φύγουμε.
Η Ελένη πήρε την θέση που ήταν ανάμεσα στου Μιλτιάδη και τον Λάμπρο στον καναπέ. Δεν άργησε όμως να τους αναστάτωση ακόμη ένα χτύπημα στην πόρτα η Ελένη πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. Δεν ήξερε ποιος ήταν. Ο Μιλτιάδης κατάλαβε πως φοβόταν και ενώ την καθησύχασε της είπε πως θα πήγαινε εκείνος να ανοίξει. Η Ελένη περίμενε στο σαλόνι όταν ο Μιλτιάδης ξανά μπήκε στο σπίτι.
-Ο κύριος που νοικιάζει το σπίτι ήταν. Είπε πως μπορεί να μας φέρει κάποια έπιπλα που δεν χρειάζεται για να τα βολεψουμε στο σπίτι. Θα μας τα φέρει το απόγευμα. Οπότε Ελένη ξέρεις τι σημαίνει αυτό ε;
-Πως δεν χρειάζεται να πάμε έξω;
-Όχι βέβαια πως όλη η ημέρα είναι δικιά σας θα πάτε βόλτες και εγώ θα πάω να ψωνίσω κάποια πράγματα που χρειάζεται το σπίτι.
-Και εσείς θα μείνετε εδώ μόνος σας; Αποκλείετε δεν το δέχομαι
-Αμαν με αυτό το πληθυντικό βρε κορίτσι μου. Άσε που δεν χρειάζεται κιόλας να νομίζεις πως εγώ θα μείνω μόνος μου στο σπίτι. Θα πάω να κάνω τα ψώνια και θα φύγω θα πάω σε κάποιους παλιούς οικογενειακούς φίλους που έχω να τους δω καιρό και το βράδυ θα πάμε σε μια ταβέρνα που ο ιδιοκτήτης είναι φίλος του πατέρα σου και μου το πρότεινε.
-Δεν νομίζω κύριε Μιλτιάδη καλύτερα να μείνω εγώ εδώ να φτιάξω και το σπίτι και εσείς να πάτε να ψωνίσετε ότι πιστεύετε πως θα είναι χρήσιμο για το σπίτι και μετά βλέπουμε.
-Αμαν βρε Λενιώ μου σκας γάιδαρο
-Πες τα καλέ πατέρα, όχι για να δεις τι τραβάω
-Καλα εσύ πάλι από που ξεφυτρωσες;
-Σιγα καλέ μπαμπά δεν κάνω και τόση ώρα να ντυθώ, δεν είμαι και η Ελένη
-Γιατί κάνω εγώ πολύ ώρα να ντυθώ;
-Αμαν βρε καρδιά μου ούτε μια πλάκα δεν σηκώνεις ποια!
Την αγκάλιασε από πίσω μόλις έκατσε δίπλα τους και η Ελένη αμέσως τραβήχτηκε και τον κοίταξε με ένα άγριο βλέμμα. Ο Λάμπρος ίσα που πρόλαβε να πνίξει ένα μικρό γέλιο. Τον πάγο κατάφερε να σπάσει ο Μιλτιάδης
-Έλα Λάμπρο σήκω σιγά σιγά να φύγουμε
-Μα καλά που να πάμε αφού έπιπλα άκουσα πως θα μας φέρει ο κυρ Παύλος
-Ναι αλλά όχι γραφείο που θα διαβάζεις στο τραπεζάκι του σαλονιού;
-Καλα πατέρα μπορώ να διαβάζω και στην κουζίνα δεν χρειάζεται τώρα να δώσουμε λεφτά γι' αυτό
-Έλα παλικάρι μου τώρα σήκω και μην με σκας.
-Πφφ καλά καλά, έλα Λενιώ μου πήγαινε να βάλεις τα παπούτσια σου
-Ναι σε μισώ λεπτό θα είμαι πίσω
Η Ελένη γύρισε κρατώντας μαζί της την τσάντα που της έκαναν δώρο οι αδερφέ της στα περασμένα γενέθλια της. Ο Λάμπρος δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάζει σε όλο το δρόμο την κρατούσε από την μέση και δεν την άφηνε να κάνει βήμα. Όταν πήραν το καινούργιο γραφείο του Λάμπρου και πήραν κάποια απαραίτητα πράγματα για το σπίτι ο Μιλτιάδης τους έπεισε να πάνε μια βόλτα οι δύο τους να χορτάσουν την πόλη αφού σε λίγες ώρες θα έφευγαν. Ο Λάμπρος ακόμη και τότε δεν σταμάτησε να την χαϊδεύει στα χέρια και να την κρατάει σφιχτά στην μέση. Για λίγα δευτερόλεπτα πήγε από πίσω της και την φίλησε απαλά στον λαιμό. Η Ελένη έγινε κατακόκκινη και τον τράβηξε από κοντά της.
-Εισαι τρελός;
-Εσυ φταις γι'αυτό
-Εγω γιατί;
-Γιατί σε λίγο θα φύγεις για το Διαφάνι και κοντεύω να τρελαθώ
-Και εγώ το ίδιο. Λάμπρο δεν θέλω να σε αφήσω εδώ θελω να έρθεις και εσύ μαζί μας πίσω
-Και εγώ καρδιά μου αυτό θέλω όσο τίποτα όμως δεν γίνεται
-Λάμπρο, δεν θέλω να σε χάσω. Σε παρακαλώ έλα μαζί μας μην μείνεις
Ήταν πρώτη φορά που η Ελένη ξέσπασε και του είπε την αλήθεια που δεν κοιμόταν το προηγούμενο βράδυ, αυτό όμως δεν το παραδέχτηκε οσο και αν εκείνος το είχε είδει καταλάβει από τα λόγια της. Ήταν όμως η αλήθεια δεν άντεχε μακριά του, ούτε κι εκείνος αντέχει μακριά της. Δεν ήξερε πώς να το νικήσει, όμως δεν μπορούσε να αφήσει τις σπουδές του είχε παλέψει και είχε κουραστεί τόσο πολύ γι'αυτές. Ήταν το όνειρο του από μικρός και η Λενιώ ήταν ο μόνος άνθρωπος που του το είχε εκμυστηρευτεί. Δεν ήξερε πώς να την ηρεμήσει αυτά τα είχαν συζητήσει πολλές φορές πριν όμως φαινόταν πως κάτι την είχε αναστατώσει αλλιώς δεν εξηγιωταν ο φόβος της. Την έκλεισε στην αγκαλιά του όσο ποιο δυνατά μπορούσε, έκλαψε μέσα στην αγκαλιά του όπως όταν ήταν παιδιά. Όταν την άφησε από την αγκαλιά του είδε τα τελευταία της δάκρυα να πέφτουν από τα υγρά της μάτια. Τα καθάρισε με τα ακροδαχτυλα του, χάιδεψε το πρόσωπο της με τα χέρια του την φιλούσε από άκρη σε άκρη μέχρι που και τα δικά της χείλη αναζήτησαν τα δικά του. Την τράβηξε μαλακά προς το μέρος του ήθελε όσο τίποτα να την κάνει δική του. Εκείνη αποτραβήχτηκε μαλακά από την ζεστή αγκαλιά του. Τον κοίταζε με την φλόγα να κυριαρχεί και στα δύο τα βλέμματα εξίσου. Κατάλαβε πως έπρεπε να συγκρατήσει τον εαυτό του όσο και να την ήθελε. Μετά από μια ακόμη μεγάλη βόλτα έφτασαν στο σπίτι. Είδαν το σημείωμα του Μιλτιάδη που έλεγε πως σε λίγη ώρα θα ερχόταν να τους πάρει με ένα αμάξι, δανεισμένο από τον κολλητό του φίλου που έμενε εδώ και λίγο καιρό στην Αθήνα, για να πάνε στην ταβέρνα που είχε υποσχεθεί στην Λενιώ. Η ετοιμασία της ξεκίνησε άμεσα. Έβαλε το ποιο εντυπωσιακό φουστάνι που είχε φέρει τα λίγο καλύτερα παπούτσια της και έκανε ένα πρότυπο για εκείνη σχέδιο στα μαλλιά της. Βγήκε μετά από ώρα έξω, ήταν σχεδόν η ώρα να φύγουν ο Λάμπρος κρατούσε στα χέρια του το βιβλίο που διάβαζε εκείνη την περίοδο. Μόλις την είδε τα μάτια του κόλλησαν πάνω της το βιβλίο έπεσε από τα χέρια της και το χαμόγελο σχηματίστηκε όσο ποιο έντονο γινόταν στα χείλη του. Έκατσε στο μπράτσο του καναπέ και της είπε να κάτσει στα πόδια του. Της παραμέρισε τα μαλλιά ενώ της άφηνε μικρά φιλιά στον λαιμό της σκορπίζοντας το ρήγος στο σωμα της.
-Έλα Λάμπρο φτάνει σε λίγο θα έρθει ο πατέρας σου, δεν είναι σωστό
-Σε λίγο
-Έλα Λάμπρο συγκεντρώσου
-Να πας μέσα στο δωμάτιο τότε
-Γιατί;
-Οταν βλέπω τα μάτια τους ψυχή μου δεν μπορώ να συγκεντρωθω χάνομαι μέσα τους.
Ήταν πρώτη φορά από όταν είχαν έρθει στην Αθήνα που πήρε την πρωτοβουλία εκείνη και τον φίλησε με πάθος. Το ποιο όμορφο φιλί, που του έδωσε εκείνη την ημέρα λες και το είχε κρατήσει για εκείνη την στιγμή.Λίγα λεπτά μετά άκουσαν τον ήχο από ένα αυτοκίνητο να κορνάρει έντονα τότε κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα να φύγουν. Όλο το βράδυ δεν σταμάτησε να την έχει στην αγκαλιά του λέγοντας της τα ποιο όμορφα λόγια και δίνοντας δύο τρεις παραγγελίες αγαπημένων τους τραγουδιών αφιερωμένα μόνο σε εκείνη. Γύρισαν στο σπίτι καληνυχτησαν την Ελένη και πήγαν στην καμαρη να ξαπλώσουν. Λίγο πριν κοιμηθούν ο Μιλτιάδης γύρισε λέγοντας στον Λάμπρο.
-Εαν είναι να ξανά φύγεις το βράδυ πες το μου να μην ανησυχήσω.
-Κοιμησου πατέρα γιατί εάν σε ακούσει η Ελένη την έβαψα
Με το γέλιο στα χείλη τους κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ.
YOU ARE READING
Μια Διαφορετική Ιστορία
RomanceΜια προσωπική εκδοχή για το τι έγινε πριν φύγει ο Λάμπρος για να πάει να σπουδάσει στην Αθήνα δάσκαλος μακριά από την μοναδική του αγάπη. (Η γραφή του βιβλίου γίνεται ξεκάθαρα και μόνο για προσωπικούς λόγους χωρίς να θέλει να θίξει κανέναν)