Ο ήλιος ξημέρωσε για μια φορά ακόμη. Μια φορά ακόμη μακριά ο ένας από τον άλλον, χωρίς να είναι δίπλα του να του κρατήσει το χέρι να μην φοβάται τους ίδιους του τους εφιάλτες, χωρίς να είναι σίγουρος πως ο δικός της ύπνος ήταν βαθύς γλυκός χωρίς εφιάλτες να της τριγυρίζουν το μυαλό. Σηκώθηκε από το κρεβάτι χωρίς καμία όρεξη, το μαξιλάρι δίπλα του είχε ποτίσει από το άρωμα της. Το κράτησε για λίγο στην αγκαλιά του και ύστερα σηκώθηκε για να ετοιμαστεί, η ώρα που το λεωφορείο θα έφευγε πλησίαζε όλο και περισσότερο, όσο και αν προσευχόταν αυτή η ώρα να μην έρθει ποτέ. Στο σπίτι της Ελένης πάλι ο Γιώργης δεν είχε όρεξη να σηκωθεί από τον κρεβάτι του, από την ώρα που τους ανακοίνωσε ότι δεν θα δεχόταν ποτέ την σχέση τους και είδε την πικρία στα μάτια της κόρης του ένα βάρος σαν μια μεγάλης πέτρας να μην το άφηνε να πάρει ανάσα. Η Ελένη πάλι, είχε ξυπνήσει από ώρα και περίμενε να δει τον Λάμπρο να έρχεται από το παράθυρο όπως έκανε πάντα. Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να φύγει για να τον βρει στην στάση, δεν είπε σε κανέναν που πάει ακόμη και εάν όλοι ήξεραν, δεν την ένοιαζε τι θα έλεγαν. Ο Λάμπρος χαιρέτησε τους δικούς του και με λίγα χρήματα που του έδωσε ο Μιλτιάδης έφυγε για να πάρει το λεωφορείο που θα τον πήγαινε στην προτευουσα. Είχε φτάσει πολύ νωρίς η αλήθεια ήταν όμως ήταν σίγουρος πως και η Λενιώ του το ίδιο θα έκανε. Το ένστικτο του δεν τον πρόδωσε ούτε εκείνη την φορά, την είδε να έρχεται από μακριά, άφησε κάτω την βαλίτσα του και εκείνη έπεσε με φόρα στην αγκαλιά του. Την σήκωσε στον αέρα φέρνοντας την δύο στροφές τον εαυτό του. Την άφησε να πατήσει στο πόδια της, χωρίς όμως να χρειαστεί να την βγάλει από την αγκαλιά του.
-Σε παρακαλώ πάρε με μαζί σου μην με αφήσεις
-Ποτε δεν θα σε αφήσω κορίτσι μου, ΠΟΤΕ, θέλω να το θυμάσαι αυτό
-Σιγουρα;
-Σιγουρα μάτια μου, ότι και να λένε οι δικοί μας εγώ και εσύ θα είμαστε μαζί, αυτή είναι η μοίρα μας κορίτσι μου και κανένας δεν θα την αλλάξει, ούτε οι δικοί μας.
Εκείνη την ώρα η Ελένη έβγαλε την βέρα από το χέρι της ξαφνιάζοντας τον Λάμπρο
-Ελενη τι;
-Σε αγαπάω Λάμπρο, αυτό θα μου το δώσεις ξανά όταν θα ήμαστε έτοιμη να προχωρήσουμε
-Ελενη με χωρίζεις;
-Εισαι πολύ χαζούλης ώρες ώρες. Όχι αλλα ίσως έτσι καταφέρω να ηρεμήσω λίγο τον πατέρα μου μέχρι να ξανά γυρίσεις.
Έπεσε στην αγκαλιά του, όμως σύντομα μια σκέψη ήρθε στο μυαλό της τραβώντας το σώμα της από το δικό του. Γύρισε με το βλέμμα της και τη φωνή της να κρύβουν ένα υπονοούμενο
-Και για να έχουμε καλό ερώτημα πότε θα γυρίσετε κύριε Σεβαστέ;
-Το καλοκαίρι και μετά βλέπουμε, τον Σεπτέμβρη δεν με αφήνουν να έρθω εδώ για να εργαστώ θα με στείλουν σε ένα χωριό πολύ μακριά που ούτε θυμάμαι το όνομα του. Μια γνωστή μου όμως έχει εκεί τον Θείο της, τον Κυρ Αντώνη και θα δούμε μήπως μπορώ να νοικιάσω εκεί για λίγο καιρό
-Και δεν μου λες έχει και κόρη αυτός ο Κυρ Αντώνης;
-Έχει από όσο ξέρω, μια κοπέλα που την λένε Θεοδοσία
Το χέρι της τον χτύπησε στο μπράτσο του με τόση δύναμη όσο χρειαζόταν για να τον συνετίσει
-Το νου σου κακομοίρη μου γιατί θα σου τα βγάλω τα μάτια
-Λενιώ μου για όνομα
-Όχι Λενιώ μου, κανόνισε έτσι και σε πλησιάσει θα έρθω και δεν λογαριάζω κανέναν ε;
Την έκλεισε στην αγκαλιά του και έμεινε να την χαϊδεύει την πλάτη
-Τι θα κάνω εγώ μαζί σου; Μου λες;
-Εννοεις πέρα από παιδιά;
-Περα από παιδιά
-Α δεν ξέρω αυτό το αφήνω στο χέρι σου
Ανταπέδωσε ο ένας στον άλλον τα τελευταία τους γέλια, τις τελευταίες τους στιγμές ευτυχίας. Αντάλλαξαν τα τελευταία χάδια και φιλιά τους. Ο Λάμπρος έσκυψε στο αυτί της λέγοντας της, το ποιο όμορφο σε αγαπώ που της είχε πει ποτέ. Η Ελένη από την άλλη του έδωσε ένα μικρό σταυρό, ήταν από την βάφτιση της, πάρε το να σε φιλάει τώρα που δεν θα μπορώ εγώ να είμαι εκεί για να καλύπτω τις βλακείες σου. Το δέχτηκε χωρίς να πει τίποτα. Φιλήθηκαν για τελευταία φορά και η Ελένη τον έβλεπε να ξεμακρενει μέχρι που χάθηκε τέλειος από μπροστά της. Ο Λάμπρος δεν γύρισε ποτέ πίσω για να την κοιτάξει ήξεραν καλά και οι δύο πως εάν αυτό γινόταν, κανένας δεν θα έκανε παρα μερικά βήματα ακόμη μακριά πριν πέσουν ξανά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μετά από ώρα η Ελένη κατάφερε να γυρίσει στο σπίτι της, έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της κάνοντας τα κορίτσια να τρομάξουν. Δεν μίλησαν, είδαν τα μάτια της κατά κόκκινα και κατάλαβαν πως έπρεπε να σωπάσουν. Εκείνη την ημέρα η Ελένη έμεινε μέσα στην καμαρη της ακόμη και το νερό της, το ζητούσε από την Δροσω δεν ήθελε ούτε να αντρικρισει εκείνη την ημέρα τον πατέρα της. Ο Λάμπρος από την άλλη έφτασε στο δωμάτιο που νοίκιασε στην Αθήνα εξαντλημένος, προσπάθησε να κλείσει για λίγο τα μάτια του μα δεν τα κατάφερε. Η εικόνα της εμφανιζόταν μπροστά της κάθε που προσπαθούσε να κοιμηθεί, εάν άπλωνε τα χέρια του ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να την αγγίξει, να την κρατήσει στην αγκαλιά του. Δεν άντεξε πήρε το αγαπημένο τους βιβλίο και έβγαλε από μέσα την φωτογραφία της, ήταν ψεκασμενη με το δικό της άρωμα και από πίσω εκείνος είχε γράψει το όνομα της. Την κράτησε για λίγο στα χέρια του την άγγιζε με ευλάβεια λες και ήταν πραγματικός άνθρωπος. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι, κοίταξε τα αστέρια ήταν σαν να τα παρακαλούσε να πέσει έστω και ένα για να τους κάνει μια μονάχα ευχή. Έτσι και έγινε, τα αστέρια άκουσαν τις προσευχές και των δύο, η Ελένη που καθόταν ατενίζοντας τα από το δικό της παράθυρο για ώρα είδε ένα αστέρι να πέφτει όπως και εκείνος. Έκλεισαν απότομα τα μάτια τους κάνοντας την ίδια ευχή. Πρώτη ξεκίνησε η Ελένη
-Να είμαστε καλά
-Να είμαστε ευτυχισμένοι συνέχισε εκείνος
-Να είμαστε μαζί. Οι φωνές τους αρμονικές, τέλεια συγχρονισμένες, τόσο που θα πίστευε κανείς πως ακόμη και από τόσα χιλιόμετρα μακριά οι καρδιές τους χτυπούσαν δίπλα δίπλα, τα χέρια του σφιχτά κλεισμένα γύρω από την μέση της ενώ τα δικά της τον σκέπαζαν γλυκά. Το κεφάλι της να αναπαύεται στο στέρνο του, ψηθιρηζοντας ο ένας στον άλλον τις ποιο όμορφες λέξεις που θα μπορουσαν να βγουν από τα χείλη τους και το ποιο γλυκό σαγαπω που δεν το είχαν πει ακόμη ο ένας στον άλλον.
ESTÁS LEYENDO
Μια Διαφορετική Ιστορία
RomanceΜια προσωπική εκδοχή για το τι έγινε πριν φύγει ο Λάμπρος για να πάει να σπουδάσει στην Αθήνα δάσκαλος μακριά από την μοναδική του αγάπη. (Η γραφή του βιβλίου γίνεται ξεκάθαρα και μόνο για προσωπικούς λόγους χωρίς να θέλει να θίξει κανέναν)