Η ώρα ήταν σχεδόν δώδεκα μία ώρα έμενε μέχρι να δώσουν τα εισιτήρια στο λεωφορείο που θα τους οδηγούσε μέχρι την Αθήνα. Η πόρτα του Μιλτιάδη χτύπησε δυνατα περίμενε να είναι ο γιός του, ο Λάμπρος του που είχε ξεχάσει τα κλειδιά στο σπίτι. Ομως αντί για αυτόν βρήκε στην πόρτα του τον Σέργιο.
-Τι θες εσύ εδώ Σεργιε;-Ούτε να περάσω δεν θα μου πεις μωρέ τι οικογένεια έχουμε γίνει εμείς;
-Λεγε τι θες και θα το σκεφτώ εάν θα μπεις
-Ηρθα για τον γιο σου, τον Λάμπρο έχω κάποια πράγματα να του πω που θα του αρέσουν αρκετά
-Εσυ τον γιο μου, να μην τον πλησιάζεις το κατάλαβες;
Από πίσω τους φαίνονταν αχνά ο Γιώργης με τα παιδιά ο Λάμπρος κράταγε σφιχτά την Ελένη από το χέρι και την μέση της σαν να της έδινε κουράγιο. Όταν κατάλαβαν ποιος ήταν στην πόρτα του Μιλτιάδη ο Λάμπρος κοίταξε την Ελένη που είχε μείνει παγωμένη στην θέση της. Είπε γρήγορα στον Γιώργη να μείνει δίπλα της όσο εκείνος θα πήγαινε στον πατέρα του. Μπήκε αστραπιαία μπροστά στον Σέργιο μπλοκάροντας την επαφή του με τον Μιλτιάδη, ο οποίος φαινόταν πως ήταν έτοιμος να τον αρπάξει από τον γιακά.
-Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ Σεργιε;-Καλως τον Λάμπρο εσένα έψαχνα, θέλω να μιλήσουμε
-Εξαφανίσου από μπροστά μου σου έκανα το χατίρι και δεν μίλησα σε προηδοποιησα όμως πως εάν ξανά πλησιάσεις την οικογένεια μου και την οικογένειά της Ελένης θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.
-Χαλαρωσε ξάδερφε, δεν έκανα τίποτα στην οικογένεια σου ούτε στην τσουλιτσα σου
-Τι είπες ρε κάθαρμα;
Πλέον ο θυμός είχε ζαλίσει τον Λάμπρο και έβλεπε μπροστά του μόνο ένα κάθαρμα που έπρεπε να φύγει από το σπίτι του. Τον έπιασε από τον γιακά και τον ταρακούνησε, ο Σέργιος του κράταγε τα χέρια προσπαθώντας να απελευθερωθεί από το κράτημα του. Ο Γιώργης έπεσε να τους χωρίσει το ίδιο και ο Μιλτιάδης. Ο Λάμπρος δεν τον άφηνε παρά μόνο του φώναζε
-Πάρε πίσω ότι είπες ρε κάθαρμα πάρτο πίσωΌσο ο Σέργιος αντιστεκόταν τόσο κι ο Λάμπρος δεν τον άφηνε από τα χέρια του. Μετά από λίγο ο Λάμπρος τον έριξε κάτω και έπεσε πάνω του να τον χτυπάει με μανία. Σε κάποια στιγμή που σταμάτησε να τον χτυπάει ο Γιώργης βρήκε ευκαιρία και τράβηξε τον Λάμπρο από πάνω του. Ο Μιλτιάδης σήκωσε όρθιο τον Σέργιο και προσπάθησε να τον διώξει. Ο Σέργιος αμετανόητος έμεινε εκεί να τον κοιτάζει φωνάζοντας μέσα στο πρόσωπο του.
-Δεν φεύγω αν δεν με ακούσεις. Πρέπει να με ακούσεις τώρα Λάμπρο
DU LIEST GERADE
Μια Διαφορετική Ιστορία
RomantikΜια προσωπική εκδοχή για το τι έγινε πριν φύγει ο Λάμπρος για να πάει να σπουδάσει στην Αθήνα δάσκαλος μακριά από την μοναδική του αγάπη. (Η γραφή του βιβλίου γίνεται ξεκάθαρα και μόνο για προσωπικούς λόγους χωρίς να θέλει να θίξει κανέναν)