23ο Κεφάλαιο

207 13 3
                                    

Έτσι ήταν ακόμη λίγες ώρες μετά που τους βρήκε ο Μιλτιάδης η Ελένη πλέον ξεκουρασμενη, σχεδόν κοιμόταν στην αγκαλιά του ενώ εκείνος βράχος δίπλα της να την στηρίζει μιλώντας της τόσο σιγά που μόνο εκείνη μπορούσε να τον ακούσει ώστε να ηρεμήσει τον γρήγορο χτύπο της καρδιάς της. Ο Λάμπρος είδε τον Μιλτιάδη να τους κοιτά, του έριξε ένα βιαστικό χαμόγελο και του έκανε νεύμα να τον περιμένει έξω, την ίδια απάντηση πήρε και εκείνος. Ούτε ο Μιλτιάδης ήθελε να αναστατώσει την Ελένη αυτή την ώρα ήξερε τα πάντα από τον Κωνσταντή και περίμενε να τους δει να βγαίνουν μαζί έξω όμως αυτή η στιγμή δεν ήρθε ποτέ.
Την σήκωσε μαλακά από την αγκαλιά του χωρίς να θέλει να τρανταξει το σώμα της, βγάζοντας την από την αγκαλιά του ίδιου και χωρίς να της αφαιρέσει το πέπλο του Μορφέα που είχε ρήξει γλυκά πάνω της. Την σκέπασε μαλακά με το πάπλωμα του και βγήκε χωρίς να κλείσει την πόρτα πίσω του για να μην την ταράξει περισσότερο ο ήχος της τριζομενης πόρτας. Βρήκε τον Μιλτιάδη να τον περιμένει με δύο ποτήρια κρασί στην τραπεζαρία, έκανε να κάτσει όμως ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε την πορεία του. Έκανε νεύμα στον πατέρα του πως θα πήγαινε εκείνος, άνοιξε την πόρτα και ο Γιώργης Σταμιρης ξεπρόβαλε μπροστά του με την ανησυχία στο πρόσωπο του να διαγράφεται έντονα. Τον προσπέρασε και μπήκε με φόρα στο σπίτι του, λες και ήταν δικό του, είδε τον Μιλτιάδη να πετάγεται από την θέση του και τον Γιάννο να βγαίνει με φόρα από το δωμάτιο του κόβοντας έτσι την φορά του. Ο Γιάννος θα ξεκίναγε πρώτος την συζήτηση μαζί του
-Κυρ Γιώργη πώς και από εδώ;
-ΣΙΩΠΗ ΕΣΥ, ΘΕΛΩ..από το ύφος του Γιάννο ο Γιώργης κατάλαβε πως είχε αφήσει τον τόνο της φωνής του να ανέβει και έτσι πήρε μια βαθιά ανάσα για να συγκρατηθεί
-θελω να μιλήσω με τον πατέρα και τον αδερφό σου Γιάννο μου, άσε μας λίγο μόνους
-Μαλιστα, μάλιστα κυρ Γιώργη
ενώ λίγα δευτερόλεπτα μετα η φωνή του έγινε ποιο ήρεμη ο Γιάννος ακόμη αναστατωμένος προσπαθούσε να μείνει εκεί δίπλα στον πατέρα και τον αδερφό του μα δεν άντεξε. Όποτε τον κυρίευε ο φόβος μικρός έτρεχε στην αγκαλιά του αδερφού του τώρα πλέον έτρεχε στην καμαρη του να περιμένει εκεί να τον αγκαλιάσει για να ατού πει πως όλα είναι καλά. Έτσι και έκανε μπήκε μέσα στην καμαρη του Λάμπρου με φόρα και είδε την Ελένη να πετάγεται από τον ύπνο της βγάζοντας ένα μικρό επιφώνημα φόβου από τα χίλια της ενώ την ίδια ώρα προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει
-Λενιώ τι κάνεις εσύ εδώ;
-Γιαννο πως μπαίνεις έτσι; Με τρόμαξες
-Λενιώ συγγνω..
Δεν πρόλαβε ο Γιάννος να τελειώσει την πρόταση του και η πόρτα άνοιξε πάλι με περισσότερη ορμή αυτή την φορά. Ο Λάμπρος με το επόμενο του βήμα βρέθηκε δίπλα της.
-Λενιώ μου, τι έγινε είσαι καλά; Τι έπαθες;
-Τιποτα, τίποτα, μια χαρά είμαι. Εσύ πως βρέθηκες εδώ;
Η απορία ζωγραφίστηκε στο βλέμμα και των δύο αντρών, δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν, τι να πουν. Ο Γιάννος μόνο μίλησε αλλά χωρίς να δώσει λύση στο πρόβλημα τους.
-Εγω καλύτερα να σας αφήσω να μιλήσετε μόνη σας.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του και τράβηξε για το σαλόνι μένοντας να ακούει την συζήτηση του πατέρα του και του Γιώργη.
Μέσα στην καμαρη ο Λάμπρος πήγε και έκατσε δίπλα στην Ελένη πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του και το φίλησε μαλακά. Πήρε κάποιες τούφες που έπεφταν ατσαλα στο πρόσωπο της και της άφησε πίσω από το αυτό της. Το χαμόγελο της τον ηρεμούσε πάντα, το ίδιο και τώρα. Κουνήθηκε ελάχιστα από το κρεβάτι αφήνοντας έτσι χώρο στον Λάμπρο να κάτσει δίπλα της. Ο ίδιος βέβαια δεν ήταν σίγουρος εάν αυτό ήταν που ήθελε η Ελένη να κάνει, εκείνη το αντιλήφθηκε αμέσως και με το νεύμα της του έλυσε όλες τις απορίες. Έκατσε δίπλα της και άνοιξε τα χέρια του για να τρυπώσει μέσα στην αγκαλιά του, έτσι όπως έκανε πάντα όταν ήθελε να νιώσει το χάδι του απο όταν ήταν πολύ μικρά ακόμη. Από τότε η αγάπη του ενός για του άλλου είχε δώσει τα πρώτα τους σημάδια σιγά σιγά φαινόταν και διαγραφόταν στα πρόσωπα τους, στις κινήσεις τους, στα λόγια τους ακόμη και στα κρυφά βλέμματα όταν πίστευαν πως κανένας δεν τους έβλεπε.
Η σιωπή τους δεν πρόλαβε να τους καλύψει και τους δύο, ο Λάμπρος ξεκίνησε να την κυκλώνει με τα όμορφα λόγια του ενώ είχε τα χέρια του να την χαϊδεύουν στα χέρια και την πλάτη της.
-Λενιώ μου, τι εννοούσες πρίν;
-Ποτε πριν;
-Πριν μάτια μου όταν μπήκα μέσα, με ρώτησες πως βρέθηκα εγώ εδώ. Εδώ Λενιώ είναι το σπίτι μου
-Δεν εννοούσα αυτό μωρέ Λάμπρο, κατευθείαν για παρεξήγηση είσαι
-Αλλα τι εννοούσες;
-Εσυ δεν βγήκες γιατί σου έκανε νόημα ο πατέρας σου; Τελειώσατε κιόλας την κουβέντα σας;
-Τεμπελουλα, όλα τα κατάλαβες ε; Τότε γιατί δεν σηκώθηκες;
-Ηταν πολύ ωραία στην αγκαλιά σου και.. δεν μπορούσα να βγω από εκεί μέσα, έλα πες μου τώρα γιατί ήρθες μέσα τόσο γρήγορα και δεν με άφησες να ξεκουραστώ;
-Να ήρθε ο
Ο Λάμπρος δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση του, και ο Γιώργης μπήκε μέσα φουριοζως, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Τους βρήκε αγκαλιά και αυτό ήταν ένα κόκκινο καμπανάκι εκείνη την στιγμή για τον ίδιο. Οι δύο νέοι μόλις αντιλήφθηκαν τι συμβαίνει αποτραβήχτηκε ο ένας από την αγκαλιά του άλλου.
-ΠΑΡΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ ΣΕΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΜΗΝ ΤΗΝ ΞΑΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ ΣΟΥ
Είχαν μείνει και οι δύο άφωνοι δεν ήξεραν τι να πιστέψουν, δεν κατάλαβαν τι έτρεχε με το Γιώργη δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τι είχε μάθει και ήταν σε αυτή την κατάσταση μέχρι που η συζήτηση ήρθε για να λύσει και των δύο τις απορίες.
-Πατέρα
-Κυρ Γιώργη τι;
-ΠΑΨΕ ΚΑΙ ΜΗΝ ΒΓΑΛΕΙΣ ΜΙΛΙΑ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ, ΣΗΚΩ ΤΏΡΑ ΕΛΕΝΗ ΦΕΥΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΕΔΩ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΑΝΑ ΠΑΤΑΜΕ ΤΟ ΠΟΔΙ ΜΑΣ. ΠΟΤΕ
-Κυρ Γιώργη τι πάθατε τι έγινε
-Εσυ μακριά από την κορι μου και εσύ και η φάρα σου, το κατάλαβες μωρέ;
-Κυρ Γιώργη τι συμβαίνει;
-Ρωτας κιόλας; Η φάρα σου, με τον άλλο τον Λυκογιάννη ήθελαν να την χαλάσουν και εσύ τώρα με ρωτάς; Έχεις το θράσος και με ρωτάς;
-Ποιος σου τα πρόλαβε;
-Αυτο έχεις να πεις μόνο κόρη μου; Δεν θα τα αρνηθείς; Δεν θα πεις ότι είναι ανοησίες του Σεβαστού;
-Οχι πατέρα αλήθεια είναι, ήθελα όμως να το μάθεις από εμένα
-ΣΗΚΩ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΡΑ
-Πατερα
-ΤΩΡΑ, πριν χάσω πάλι την ψυχραιμία μου.
Έκανε να σηκωθεί τινάζοντας από πάνω της την κουβέρτα του Λάμπρου όμως το σκέφτηκε καλά για λίγα δευτερόλεπτα και γύρισε πίσω στην θέση της, τυλίγοντας πάλι το κορμί της με την κουβέρτα του. Ενώ γύρισε με θράσος προς τον πατέρα της λέγοντας του.
-Δεν έχω να πάω πουθενά πατέρα. Θα γυρίσω στο σπίτι αργότερα με τον Λάμπρο, πρέπει να λύσουμε κάποια θέματα πρώτα.
Έμειναν και οι δύο να την κοιτάνε σαστισμένοι, δεν ήξεραν εάν το εννοούσε ή προσπαθούσε μόνο να θυμώσει ακόμη περισσότερο τον πατέρα της. Τα λόγια του μεγάλου άντρα βγήκαν βιαστικά, αβίαστα από το στόμα του χωρίς να προλάβει να τα συγκρατήσει. Τώρα που το ξανά σκέφτομαι μπορεί και να μην ήθελε κιόλας, όμως γιατί; Ήταν η μόνη από τις τρεις αδερφέ της που ξεχώριζε, την λάτρευε αν και κόρη την λογάριαζε για γιο, η δύναμη της, η εφραδια του λόγου της και η στάση που κρατούσε απέναντι στις καταστάσεις θύμιζε αγόρι παρά κορίτσι. Μέχρι και η καραμπίνα που κρατούσε μερικές φορές, η δουλειά στα χωράφια, οι πάντες μπορούσαν να πουν για εκείνη πως κουμανταρε τα πράγματα καλύτερα και από δέκα άντρες μαζί. Αυτό όμως που δεν ήξερε κανείς είναι πως η Λενιώ είχε και εκείνη τις δικές τις πληγές, τα δικά της μικρά σημεία που μπορούσαν να την οδηγήσουν στην καταρευση.
-Λενιώ ή οικογένεια σου ή αυτό το βρωμο σόι το Σεβαστεικο, διάλεξε και πάρε. Αλλιώς ξέχασε και εμένα και τις αδερφές σου. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Δεν πρόλαβε κανένας να του απαντήσει όσο και αν προσπάθησαν οι δύο νέοι να ηρεμήσουν τον θυμό του δεν τα κατάφεραν. Γύρισαν και οι δύο προς το μέρος του άλλου με τα μάτια τους να ενώνονται απότομα. Τα μάτια του Λάμπρου την κοιτούσαν σαν χαμένα, η Λενιώ δεν μπορούσε να σταματήσει να τον κοιτα, ξαφνικά ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο. Ξεκίνησε και εκείνος να γελά μαζί της χωρίς να ξέρει τον λόγο. Σε κάποια στιγμή σταμάτησε να γελά και έμεινε να την κοιτάζει το ελκυστικό πρόσωπο της με το χαμόγελο να της ομορφαίνει και να της γλυκενοι το πρόσωπο. Παραμέρισε τα μαλλιά της, τα έβαλε στην άκρη του ώμου της, την χάιδεψε απαλά το πρόσωπο και της κράτησε μαλακά τα χέρια προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Την κράτησε απαλά από το πρόσωπο χαϊδεύοντας την καταφέρνοντας έτσι να την ηρεμήσει και να την ρωτήσει.
-Τι έπαθες μάτια μου;
-Σαν τι να παθα δηλαδή;
-Τι γελάς έτσι τόση ώρα;
-Αμα έβλεπες το πρόσωπο σου και εσύ θα γελουσες
-Αα δηλαδή σαν να λέμε, μαζί μου γελάτε κυρία Σταμιρη;
-Χαχα ναι του παραδέχτηκε προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό της. Δεν πρόλαβε καθόλου να κατευνάσει την ένταση της, τα χέρια του Λάμπρου έφυγαν βιαστικά από το πρόσωπο της και ξεκίνησαν την διαδρομή για την μέση της. Την όργωνε αρκετή ώρα, λάτρευε να ακούει το γέλιο της. Μόλις κατάλαβε πως δεν άντεχε άλλο σταμάτησε να την γαργαλαει.
Έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά του προσπαθώντας να ηρεμήσει, σήκωσε ελαφρά το πρόσωπο της να κοιτά το δικό του και την φίλησε απαλά, λες και θα έσπαγε, συνέχισε να την φιλάει ενώ το φιλί του γινόταν ποιο βαθύ, ποιο έντονο και επιτακτικό. Σταμάτησε απότομα και γύρισε λέγοντας της σιγανα
-Αυτό για να μάθεις να με κοροϊδεύεις
-Δεν φταίω εγώ αγάπη μου, εσύ φταις
-Εγω; Που; Κάτσε πως με είπες;
-Αγαπη μου, μα καλά τόσες φορές σου το έχω πει γιατί σου κάνει ξανά και ξανά την ίδια εντύπωση;
-Γιατί μάτια μου, τόσες φορές παραλίγο να σε χάσω ακόμη δεν μπορώ να διανοηθω πως είσαι δική μου
Το φιλί της τον σταμάτησε, ήθελε τόσο να ακούσει τα λόγια του που πάντα την συνεπαιρναν μα δεν κρατιόταν άλλο. Ήθελε όσο τίποτα το μόνο πράγμα που θα έκανε να ήταν να μείνει στην αγκαλιά του μέχρι την επόμενη μέρα, τον επόμενο μήνα, τον επόμενο χρόνο, ιδανικά ποτέ της δεν ήθελε να φύγει από εκεί μέσα.
-Έλα τώρα μάτια μου, πες μου γιατί έμεινες; Θέλεις να έχεις πάλι φασαρίες;
-ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΕΔΩ, τι δεν καταλαβαίνεις ακριβώς;
Την έσφιξε στην αγκαλιά του προσπαθώντας έτσι να την κρύψει μέσα του.
-Σουςς τεμπελουλα, θα μας ακούσουν
-Θες να το φωνάξω ακόμη περισσότερο; Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα. ΘΕΛΩ ΝΑ
Προσπάθησε να ολοκληρώσει την φράση της όμως τα χείλη του Λάμπρου ενώθηκαν με τα δικά της κόβοντας της έτσι την φορά που είχε πάρει.
-Θελεις να το πω εγώ σε όλο τον κόσμο Σταμιρη;
-Αν με αγαπάς κάνε το
-Με προκαλείς;
-Μαλιστα σε προκαλώ
Γύρισε στο αυτί της και της  ψυθηρισε
-Σε αγαπώ
-Γιατί το λες τόσο σιγά;
-Αα θα με τρελάνεις δεν συμφωνήσαμε να το πω σε όλο μου το κόσμο;
-Σε αγαπώ
-Και εγώ πολύ, παρα πολύ
Της έλεγε ενώ κάθε τόσο την φιλούσε στα χείλη. Την έκλεισε στην αγκαλιά του και περίμενε εκεί δίπλα της μέχρι να ξεκινήσει αυτή να μιλήσει πρώτη αυτή την φορά. Το έβλεπε ξεκάθαρα στα μάτια του πως διαγραφόταν ακόμη η απορία για την κουβέντα που είχε πει πριν στον Γιώργη. Δεν ήθελε με τίποτα όμως να χαλάσει την στιγμή τους, λες και ήξερε πως πλέον οι στιγμές τους θα τους δυνοταν με το σταγονόμετρο και ήθελε να τις ρουφήξει όλες, να μην αφήσει καμία να χαθεί ανάμεσα τους. Τον έσφιξε ακόμη περισσότερο πάνω της, κρύβοντας το πρόσωπο της στην καμπύλη του λαιμού του. Όπως έκαναν πάντα στην ρεματιά τους, όταν ήθελε να προστατευτεί. Πάντα η Λενιώ λες και ένιωθε το κακό που θα  τους συνέβαινε προσπαθούσε να ηρεμήσει στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να αφήσει αυτό το σφίξιμο που αισθανόταν στο στομάχι της. Όμως εκείνη την ημέρα ούτε το άγγιγμα του δεν μπορούσε να χαλαρώσει το κορμί της, κάτι δυνατό ερχόταν το αισθανόταν ήταν σίγουρη, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Η μοίρα όμως θα της το έφερνε στα πόδια της για ακόμη μια φορά και η λύση στο πρόβλημα της θα ήταν για ακόμη μια φορά αδύνατη.

Μια Διαφορετική ΙστορίαWhere stories live. Discover now