18ο Κεφάλαιο

211 10 0
                                    

2 εβδομάδες μετά...

Οι μέρες είχαν περάσει και ο Λάμπρος επιτέλους θα ήταν δίπλα της. Η ανάγκη να τον νιώσει κοντά της ήταν τεράστια μέσα της. Δύο εβδομάδες τώρα δεν είχε βγει από το σπίτι δεν μπορούσε. Ένιωθε άβολα, πίστευε πως εάν βγει έξω κάποιος θα την πείραζε, κάποιος θα προσπαθούσε πάλι να της κάνει κακό. Δεν θα το άντεχε αυτό, είδει σκεφτόταν να τελειώσει αυτή την μίζερη ζωή της όμως σκεφτόταν τον πατέρα της και τις αδερφές της πώς θα τους το έκανε αυτό; Τον Λάμπρο της; Πως θα τον άφηνε μόνο του πίσω; Όχι δεν θα τους το έκανε αυτό, δεν μπορούσε να τους το κάνει αυτό. Το μεσημέρι ενώ κανένας δεν είχε γυρίσει ακόμη από τις δουλειές του, η πόρτα χτύπησε τρεις φορές με δύναμη, δεν ήθελε να ανοίξει φοβόταν πως θα συμβεί πάλι το ίδιο, ο ίδιος κακός εφιάλτης θα ξυπνούσε ξανά εάν άνοιγε την πόρτα. Άκουσε μια γνώριμη φωνή να φωνάζει το όνομα της. Τα μάτια της έλαμψαν στιγμιαία, δεν πίστευε στα αυτιά της νόμιζε πως κάνει λάθος μέχρι που η φωνή αυτή έκανε ξανά την εμφάνιση της, προσθέτωντας την αντωνυμία 'μου' η ποιο λατρεμένη που άκουγε από τα χείλη αυτού του ανθρώπου. Άνοιξε βιαστικά την πόρτα και τον είδε μπροστά της. Ο Λάμπρος φορώντας το ποιο ζεστό χαμόγελο του και κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στα χέρια του ξεπρόβαλε στην πόρτα της. Το πρόσωπο της έλαμψε χαρίζοντας του ένα από τα δικά της κρυφά ζεστά χαμόγελα. Έπεσε στην αγκαλιά του χωρίς δεύτερη σκέψη, ξαφνικά όταν τα χέρια του κλείδωσαν στην μέση της ένιωσε τον φόβο να την σφίγγει στο λαιμό. Τον απώθησε μαλακά ώστε να μην καταλάβει τα συναισθήματα της αλλά ήταν ματαίω. Είδε το παγωμένο χαμόγελο στα χείλη της να προσπαθεί να βάλει τις λέξεις στην σωστή σειρά όμως η σύγχιση και η θύμηση εκείνης την καταραμένης νύχτας την έκαναν να κλείσει τα μάτια σαν να έβλεπε εκείνον μπροστά της και όχι τον Λάμπρο της. Γρήγορα οι σκέψεις την κατεκλησαν από παντού και οι δυνατοί λυγμοι δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Έλεγε και ξανά έλεγε από μέσα της Πώς είναι δυνατόν, ο Λάμπρος θα γινόταν άντρας της, ο μόνος άντρας που ερωτεύτηκε ποτέ και ένιωθε πως έβλεπε μπροστά της τον Σέργιο. Ένα πως και ένα γιατί την έπνιγαν. Η ανάσα της ξεκινούσε να στερείται ξανά όπως εκείνο το βράδυ. Ο Λάμπρος άπραγος δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει την έκλεισε στην αγκαλιά του θέλοντας να την ηρεμήσει όμως δεν καταλάβαινε πως μόνο κακό τις προκαλούσε. Η Ασημίνα εμφανίστηκε από την πόρτα ως από μηχανής Θεός ξανά για να βοηθήσει την αδερφή της.
-Λάμπρο; Λενιώ μου
Είπε ενώ την έπερνε από τα χέρια του Λάμπρου. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει όσο και να δεχόταν το άγγιγμα της Ασημίνας.
-Ασημινα σε παρακαλώ πήγαινε την μέσα να ηρεμήσει
-Έχεις δίκιο Λάμπρο και εσύ καλύτερα πήγαινε σπίτι σου. Του έκλεισε συνομοτικα το μάτι ενώ του έδειχνε να μείνει πίσω από την πόρτα και την ώρα που θα πήγαινε την Λενιώ μέσα εκείνος θα γυρνούσε πάλι για να πάρει από εκείνη τις εξηγήσεις που του χρωστούσε. Ο Λάμπρος δέχτηκε κατευθείαν, δεν ήθελε άλλο να βλέπει την Λενιώ του σε αυτήν την κατάσταση. Λίγα λεπτά μετά η Ασημίνα βγήκε από το δωμάτιο με την Ελένη μέσα να είναι ξαπλωμένη. Ο Λάμπρος καθόταν στο τραπέζι του σπιτιού. Μόλις είδε την Ασημίνα να βγαίνει από την καμαρη πετάχτηκε σαν ελατήριο μπροστά της. Κατακλύζοντας την με ερωτήσεις και χωρίς να συγκρατεί τον εαυτό του.
-Τι έγινε όσο έλειπα Ασημίνα; τι έπαθε η Ελένη; Τι της έκαναν; Πες μου! Έχει την ίδια συμπεριφορά όπως τότε πριν φύγω...
-Τι λες; Τι έγινε πριν φύγεις;
-Δεν ξέρεις;
-Όχι πες μου
Η πόρτα από την καμαρη άνοιξε απότομα ο Λάμπρος αναπήδησε από την θέση του και έτρεξε προς το μέρος της Ελένης. Κράτησε το χέρι της Λενιως του ενω ταυτόχρονα με το άλλο του χέρι χάιδεψε το περίγραμμα του προσώπου της. Πήρε με τα χέρια της τα δικά του και τα απομάκρυνε από το πρόσωπο της λέγοντας του
-Μην με αγγίζεις σε παρακαλώ,
Κοίταξε μέσα στα μάτια του βλέποντας τα έτοιμα να ξεσπάσουν την δικιά τους θάλασσα.
-Μην βασανίζεις την Ασημίνα, θα σου το πω όλα εγώ.
Την κοίταζε με βλέμμα γεμάτο αμφιβολίας, ήξερε πως δεν θα της έλεγε τα πάντα είτε από φόβο είτε για να μην τον πληγώσει. Τα επόμενα όμως λόγια της τον καθησύχασαν.
-Σου το υπόσχομαι.
Η Ασημίνα κατάλαβε την ηλεκτρισμενη ατμόσφαιρα ανάμεσα τους και σκαρφίστηκε μια πρόφαση για να φύγει από το σπίτι ενώ ταυτόχρονα θα εμπόδιζε τον οποιοδήποτε να επιστρέψει νωρίς στο σπίτι του Σταμιρη. Ο Λάμπρος της υποσχέθηκε με ένα του βλέμμα πως η αδερφή της θα ήταν καλά στα χέρια του όμως εκείνη δεν το χρειαζόταν πάντα έβλεπε το γέλιο στο πρόσωπο της αδερφής της. Όχι μόνο όποτε ήταν μαζί της αλλά όποτε απλά τον σκεφτόταν και έλεγε ιστορίες στην Δροσω και εκείνην από τις μικρές περιπέτειες που περνούσαν μαζί μικρή. Τον χαιρέτησε κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ο Λάμπρος τράβηξε δύο καρέκλες μια για την Λενιώ και μία για εκείνον. Προσπαθούσε να της έχει όσο ποιο κοντά γινόταν για να την νιώσει δίπλα του όμως η Λενιώ πήγε και κάθησε στην ακριβώς απέναντι καρέκλα κάνοντας τον να παγώσει για λίγο στην θέση του.
-Πες μου καρδιά μου τι έγινε, σε παρακαλώ. Δεν γίνεται να έχουμε να βρεθούμε τόσο καιρό και να μην με αγκαλιάζεις, να μην χαίρεσαι που είμαι δίπλα σου εκτός και αν. Αν άλλαξες γνώμη για τα συναισθήματα σου για εμένα εάν κατάλαβες πως δεν μπορείς να με περιμένεις μέχρι να γυρίσω
Τα είπε όλα με μια ανάσα όσα τον βασάνιζαν, όσα τον έπνιγαν τα δάκρυα του ξέφυγαν όσο και αν εκείνος προσπαθούσε να τα συγκρατήσει. Η Ελένη προσπαθούσε τόση ώρα να μην τον κοιτάζεις γιατί δεν άντεχε να τον βλέπει ντρεπόταν, πως θα του τα έλεγε όλα αυτά; Όμως μετά τον μονόλογο του δεν μπορούσε να τον αφήσει από τα μάτια της. Ένιωθε τύψεις τι τον είχε κάνει να πιστέψει για εκείνη. Πόσα ψέματα θα κατάφερνε να του πει πριν λυγίσει και εκείνη όπως εκείνος. Δεν έβγαιναν άλλες λέξεις από το στόμα της πέρα από
-Συγγνώμη Λάμπρο συγγνώμη. Δεν είναι αυτό που νομίζεις καρδιά μου, εγώ θα άντεχα να σε περιμένω πολλά περισσότερα χρόνια από όσα έχουμε πει. Σε αγαπαω ακόμη Λάμπρο.
Έσκυψε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό της. Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του και πήγε και έκατσε δίπλα της. Την κράτησε από τους ώμους, εκείνη την φορά δεν αποτραβήχτηκε βρήκε το θάρρος και σήκωσε το πρόσωπο της με τα χέρια του.
-Τότε τι είναι κοριτσάκι μου, τι συμβαίνει πες μου. Σε παρακαλώ
-Λαμπρο σε παρακαλώ μην μου το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ άσε με να ξεχάσω και σου υπόσχομαι πως θα τα καταφέρω, θα το δεις.
-Ψυχη μου δεν θα τα καταφέρεις μόνη σου, δεν θυμάσαι τι λέγαμε πάντα; Ότι όλα θα τα περάσουμε μαζί; Πες μου τι έγινε μην με κρατάς άλλο σε αγωνία
-Λάμπρο δεν μπορώ να σου πω
-ΓΙΑΤΙ Ελένη, τι στο καλό σου συμβαίνει επιτέλους; Η φωνή του πρώτη φορά ήταν τόσο έντονη απέναντι της, φοβήθηκε βλέποντας τον σε αυτή την κατάσταση. Έκρυψε με τα χέρια της το πρόσωπο της σε μια προσπάθεια να μην ξανά χάσει τον έλεγχο της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ηταν να του φωνάξει σε ακόμη ποιο δυνατό τόνο από τον ίδιο στρέφοντας το πρόσωπο της σε εκείνον κοιτώντας τον στα μάτια ενώ του έλεγε
-Γιατί φοβάμαι Λάμπρο, γιατί τις τελευταίες ημέρες δεν κοιμάμαι το βράδυ μήπως ζήσω ξανά τον ίδιο εφιάλτη.
Η Λάμπρος την κοίταζε που τραναταζοταν σε κάθε σκέψη ή ανάμνηση εκείνης της νύχτας, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει την έβλεπε πως δεν ήταν καλά και εκείνος συνέχισε να την πιέζει αντί να της πει πως είναι δίπλα της, ότι είναι εκεί για αυτήν όποτε την χρειάζεται και δεν θα την αφήσει. Πόσο ανόητος ήταν, έτρεξε δίπλα της και την έπιασε από τους ώμους, ένιωσε σιγά σιγά το δικό του άγγιγμα που αποζητούσε πριν γίνουν όσα έγιναν. Της κράτησε ευλαβικά τα χέρια ενώ της τα χάιδευε με προσοχή σαν να ήταν μια πορσελάνινη κούκλα. Έβλεπε τα μάτια της που ήταν έτοιμα να πνιγούν στην θάλασσα που τα ίδια ετοίμαζαν.
-Εγω είμαι εδώ τώρα καρδούλα μου, κανένας δεν θα σε πειράξει. Είμαι εγώ να σε προσέχω.
Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του, σκεφτόταν πόσο διαφορετικός από τους άλλους είναι και δεν σταματούσε να τον κοιτάζει. Έπιασε με τα χέρια της το πρόσωπο του και ξεκίνησε να το περιεργάζεται σαν να ήταν ένα μικρό παιδί που προσπαθούσε να ανακαλύψει κάτι. Είδε το γέλιο να εμφανίζεται δειλά στο πρόσωπο του ενώ ταυτόχρονα τα χέρια του κατευθύνθηκαν στην μέση της. Σε μια στιγμή που δεν περίμενε ούτε εκείνος την τράβηξε από την καρέκλα και την σήκωσε ψηλά στα χέρια του κάνοντας την μια στροφή και καταλήγοντας την στην αγκαλιά του. Πέρασαν μερικές στιγμές έτσι αγκαλιασμενοι ώσπου εμφανίστηκε το χαμόγελο στο πρόσωπο της σαν εκείνο που αντίκρυσε στην αρχή της επίσκεψης του. Εγυρε το κορμί της πάνω του και ενώ εκείνη κουρνιασε στην αγκαλιά του εκείνος εγυρε το πρόσωπο του κοντά στο αυτή της ψηθυριζοντας της στο αυτί της
-Καρδουλα μου φοβάσαι ακόμη;
Το πρόσωπο της αναζήτησε το δικό του δεν του έδωσε απάντηση δεν χρειάστηκε κοίταξε απλά τα μάτια της που έλαμψαν όπως τον έβλεπε απέναντι της. Το χαμόγελο δεν έμεινε για πολύ στα χείλη και των δύο. Η Ελένη τα αναζήτησε με φόβο αλλά ταυτόχρονα με πάθος. Το φιλί τους ήταν βαθύ, απόκοσμο σαν να ήταν το τελευταίο τους και έπρεπε και οι δύο να κρατήσουν την γεύση του άλλου. Όταν τελείωσαν το μακρύ φιλί τους και με τις ανάσες τους πλεγμένες η μία στου άλλου τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη λέγοντας του
-Χρειάζεσαι απάντηση;
-Ναι, την θέλω πολύ αυτή την απάντηση.
-Εισαι δίπλα μου με κρατάς στην αγκαλιά σου είναι δυνατόν να φοβάμαι;
Εγυρε στον λαιμό της και της άφηνε μικρά φιλιά γύρω από το λαιμό και το στέρνο της κάνοντας την να αφήσει στο χώρο αυτό το γάργαρο γέλιο της που τον τρελανε κάθε που το άκουγε να βγαίνει από το στόμα της. Την σηκώσει στην αγκαλιά του και κάθησε στην καρέκλα του τραπεζικού με την Ελένη στην αγκαλιά του. Κουρνιασε εκεί βρίσκοντας επιτέλους την ζεστασιά που έψαχνε τόσες μέρες ένιωσε τον παλιό της εαυτό να βγαίνει πάλι στο φως αφήνοντας πίσω αυτή την τρομοκρατημένη γυναίκα που την είχε επισκιάσει τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Ενώ εκείνος την χάιδευε στην πλάτη κάνοντας την να ηρεμήσει από την ένταση όλης αυτής της ώρας εκείνη ξεκίνησε να του αφήνει μικρά φιλιά στο λαιμό που ανέβαιναν όλο και περισσότερο προς τα χείλη του. Όταν έφτασε στα χείλη του ενώ τα φιλιά της ήταν απλά ξεκίνησαν να γίνονται όλο και ποιο έντονα, ποιο παθιασμένα. Την τράβηξε ελαφρά από πάνω του με ένα βλέμμα γεμάτο ερωτηματικά να είναι ζωγραφισμένα πάνω του.
-Τρελαθηκες;
-Σε πειράζει;
Του απάντησε με την ποιο σοβαρή που είχε ενώ το βλέμμα της ήταν βουτηγμένο σε ένα πονηρό υπονοούμενο. Έσκυψε αφήνοντας της φιλιά σε όλο το πρόσωπο, μικρά και στιγμιαία ότι χρειαζόταν εκείνη την στιγμή για να μην παρασυρθεί από τον έρωτα που τους γυρνούσε και τους δύο γύρω γύρω ώρα τώρα. Ήρθε μπροστά του με επιβλητικότητα και τον αγκάλιασε από τον λαιμό, τον φιλούσε με το πάθος να την έχει θολώσει και τα χέρια της να του ξεκουμπονε αργά και βασανιστηκα για εκείνη το πουκάμισο. Τα χέρια του παραμέρισαν κάποιες τούφες που έπεφταν στο πρόσωπο της ενώ έψαχνε τα χέρια της. Τράβηξε μαλακά τα χέρια της από πάνω του ενώ ταυτόχρονα σταματούσε και το μεθυστικό φιλί της.
-Φτανει κορίτσι μου
Του κούνησε αρνητικά το κεφάλι ενώ έπεσε πάνω του για να του ψυθηρισει στο αυτί
-Σε θέλω, τώρα
Η ένταση των κορμών τους τον θόλωνε, την ήθελε και εκείνος σαν τρελός ακόμη περισσότερο από ότι εκείνη όμως όχι έτσι όχι τώρα. Πρώτα θα νικούσαν μαζί όλους τους εφιάλτες τους και μετά όλα θα έπερναν τον δρόμο τους. Την απομάκρυνε από την αγκαλιά του
-Και εγώ σε θέλω κορίτσι μου, όμως όχι έτσι.
Η Ελένη έκανε πως νευρίασε αλλά εκείνος την ήξερε και ενώ έκλεινε τα κουμπιά από το πουκάμισο του την έβαλε να κάτσει στα πόδια του. Αναρωτήθηκαν και οι δύο με το έντονο χτύπημα στην πόρτα
-Ισως είναι η Ασημίνα, θα είναι ταραγμένη έτσι όπως με είδε πριν άνοιξε εσύ σε παρακαλώ
-Ναι ματάκια μου ότι θέλεις
Σηκώθηκε από την αγκαλιά του και πήγε στην κουζίνα σκαρφίζοντας κάτι εκείνη την ώρα με τα χέρια της ώστε να την κρατά απασχολημένοι. Ο Λάμπρος είδε την ταραχή της και δεν ζήτησε παρά πάνω εξηγήσεις για την ώρα. Άνοιξε την πόρτα και δεν πίστευε στα μάτια του με τον ξένο που ήταν στην πόρτα τους. 

Μια Διαφορετική ΙστορίαWhere stories live. Discover now