Η στιγμή που μια κοπέλα πέρασε κάτω από το μπαλκόνι τρέχοντας και φωνάζοντας, γεμισμένη από έναν απερίγραπτης έκτασης ενθουσιασμό, "Με γουστάρει!" ήταν αυτή που αναμφίβολα σηματοδότησε την αρχή της άνοιξης στο μυαλό της Ανδριάνας Παυλάκη.
Χαμογέλασε αμυδρά στον εαυτό της, στο άκουσμα της ξέφρενης χαράς της αγνώστου ταυτότητας κοπέλας. Ένα χαμόγελο που σύντομα εξαφανίστηκε από το πρόσωπό της- διότι η ώρα ήταν επτά και θα έπρεπε να ήταν ήδη στο φροντιστήριο, μα δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί από το κρεβάτι της και να βγει έξω στο λιοπύρι της Θεσσαλονίκης που αντανακλούσε στην γκρίζα άσφαλτο και έκανε την φωτιά να μοιάζει με πύρινη λαίλαπα.
Ο μήνας ήταν Απρίλης. Είκοσι Απριλίου, για την ακρίβεια. Κι όμως, εκείνη τη χρονιά η αποπνικτική ζέστη βιάστηκε να κάνει την εμφάνισή της με αποτέλεσμα όλοι να υποφέρουν κάτω από τον υπέρλαμπρο ήλιο φορώντας καλοκαιρινά ρούχα προτού καν φτάσει ο Μάης. Η Ανδριάνα όμως δεν ένιωθε ιδιαίτερα αυτή τη ζέστη που βασάνιζε τόσο τον κόσμο, επειδή είχε το κρύο μέσα της. Κρύο αδιαπέραστο και τσουχτερό. Κρύο σαν το παγωμένο χρώμα τον ματιών της. Το μπλε του πάγου.
Η ώρα πέταξε και ξαφνικά το ρολόι έδειξε επτά και πέντε. Η κοπέλα αναστέναξε απογοητευμένη κι αφού από το κρεβάτι της, άρπαξε την τσάντα της από το πάτωμα του δωματίου της και βγήκε στο δρόμο κοπανώντας την πόρτα του διαμερίσματος πίσω της. Ο ήλιος την τύφλωσε στιγμιαία, και έσπευσε να φορέσει τα μαύρα γυαλιά ηλίου της για να προστατευτεί απ' αυτόν.
Περπατούσε χαλαρά στον δρόμο. Δεν υπήρχε λόγος βιασύνης άλλωστε, την είχανε μάθει πλέον και στο φροντιστήριο και στο σχολείο και στον χορό. Όπου κι αν πήγαινε όλοι το ξέρανε, ήταν κάτι σαν κοινή παραδοχή. Γι΄αυτό και περνούσε τα φανάρια με το πάσο της, σχεδόν νωχελικά. Η Ανδριάνα πάντα αργούσε. Λες και το έκανε επίτηδες, ίσα για να τραβήξει την προσοχή.
Η Ανδριάνα ήταν πάντα σιωπηλή. Η Ανδριάνα σε κοιτούσε με αυτά τα τρομακτικά μάτια και ένιωθες τα σωθικά σου να φλέγονται από ένα πρωτόγνωρο αίσθημα, κάτι σαν φόβο. Κάτι σαν δέος.
Περπατούσε ανέμελη στον δρόμο, κάνοντας την γνωστή οκτάλεπτη διαδρομή από το σπίτι της ως το φροντιστήριο. Οι δρόμοι της πόλης ήταν γεμάτοι κόσμο, όλοι είχαν βγει να απολαύσουν το ηλιόλουστο απόγευμα. Την προσοχή της τράβηξε ένα ζευγάρι που προχωρούσε χέρι χέρι στο απέναντι πεζοδρόμιο. Το αγόρι κοίταζε την κοπέλα με απόλυτη προσοχή καθώς εκείνη του μιλούσε για κάτι. Έδειχναν και οι δύο πολύ χαρούμενη και η Ανδριάνα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της. Όχι από ζήλια, αλλά από αηδία.

VOCÊ ESTÁ LENDO
Άνοιξη
Ficção Adolescente*Αυτή η ιστορία χρειάζεται απεγνωσμένα διορθώσεις* "Ερωτεύεσαι μυαλά." ειπε και την κοίταξε με νόημα "Εχω πάψει να πιστεύω πως το μυαλό έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτή την τρέλα, Μάριε." απάντησε εκείνη, αποφεύγοντας συστηματικά τη ματιά του "Ίσως ν...