Κεφάλαιο 16: Το αίμα μιλκσέικ δεν γίνεται

1.7K 180 12
                                    


Αργότερα εκείνο το πρωινό αποφάσισε να επικοινωνήσει με τον Τρέντον. Όσο κι αν ήθελε να το αποφύγει, τρέμοντας την αντίδρασή του, ήξερε καλά το πως ήταν να ζει κανείς στην άγνοια και δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο στον ίδιο της τον αδερφό.

Κάλεσε τον αριθμό του και αφού χτύπησε δύο φορές στη γραμμή ακούστηκε η αγουροξυπνημένη φωνή του Τρεντ. "Ανδριάνα;" ξεστόμισε, πνίγοντας ένα χασμουρητό

Η κοπέλα χαμογέλασε ένοχα, καταλαβαίνοντας ότι τον είχε ξυπνήσει και είπε "Καλημέρα Τρέντον. Σκεφτόμουν μήπως θα ήθελες να πάμε για πρωινό. Ξέρω ένα μέρος που κάνει ωραίες βάφλες και- "

"Σε δέκα λεπτά είμαι εκεί." αναφώνησε το αγόρι, φανερά ενθουσιασμένο στην ιδέα του φαγητού και της έκλεισε το τηλέφωνο τρέχοντας να ετοιμαστεί. Η συμπεριφορά της κοπέλας απέναντί του τις τελευταίες μέρες, έπειτα απ' τον θάνατο της μητέρας της, τον προβλημάτιζε. Είχε ξαφνικά γίνει πολύ φιλική και διαχυτική, γνωρίσματα εντελώς εκτός χαρακτήρα για την Ανδριάνα.

Φόρεσε ένα μαύρο πουλόβερ, παρόλη τη ζέστη που επικρατούσε έξω, ένα μπλου τζιν και τα αθλητικά του παπούτσια κι αφού τοποθέτησε το καπέλο του στο κεφάλι του, άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και ξεκίνησε για το σπίτι του Μάριου. Πέντε λεπτά αργότερα ήταν κάτω από την πολυκατοικία κι έστελνε μήνυμα στην κοπέλα να κατέβει. Έτσι λίγο αργότερα, ξεπρόβαλε από την είσοδο της πολυκατοικίας. Ήταν δίχως αμφιβολία μία πανέμορφη κοπέλα. Τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν ίσια στην πλάτη της και τα γαλανά της μάτια, αν και κατακόκκινα απ' την κούραση, ήταν απίθανα. Πλησίασε το αμάξι του και του χαμογέλασε πλατιά.

"Καλημέρα ηλιαχτίδα!" αναφώνησε και χώθηκε στη θέση του συνοδηγού
"Καλημέρα όμορφη." της ανταπέδωσε τον χαιρετισμό εξίσου ένθερμα και έβαλε μπρος το αμάξι "Προς τα που πάω;" τη ρώτησε κι εκείνη άρχισε να του δίνει οδηγίες σχετικά με το προς τα που να πάει για να φτάσουν στο μαγαζί που είχε στο νου της.

Έτσι ένα τέταρτο αργότερα βρίσκονταν έξω από μια τοπική κρεπερί η οποία ηταν πράγματι φημισμένη για τις απίστευτης ποιότητας βάφλες της. Κάθισαν σε ένα τραπέζι δίπλα από την τζαμαρία και μείνανε να κοιτάζονται. Μα ήταν μια όμορφη σιωπή. Άνετη, χωρις κανένα ίχνος αμηχανίας μέσα της. Εκείνη περιεργαζόταν το πρόσωπο του με προσοχή προσπαθώντας να το απομνημονεύσει. Μετρούσε τις φακίδες του, μελετούσε το κεχριμπαρένιο χρώμα των ματιών του, παρατηρούσε τις εκφράσεις του. Παρατηρούσε τον αδερφό της.

Άνοιξη Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin